Από τον Ηλία Δημητρέλλο
Από την αρχή της κρίσης έχει γίνει λόγος για τις ευθύνες όλων (ή μάλλον όχι όλων), τόσο για την γένεση της, όσο και για τη στάση τους κατά την διάρκεια αυτής.
Έχουν αναλυθεί λεπτομερώς οι ευθύνες του πολιτικού συστήματος, των πολιτών, του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα, των τραπεζών κλπ. Σοβαρή όμως συζήτηση για τις ευθύνες του εγχώριου μεγάλου κεφαλαίου δεν έγινε ποτέ.
Στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης (κυρίως) διάφοροι «τύποι» επιχειρηματιών διέπρεψαν οικονομικά και γιγαντώθηκαν. Η δε οικονομική γιγάντωση προσέδωσε σε πολλούς εξ αυτών και πολιτική δύναμη, με αποτέλεσμα να ανεβοκατεβάζουν κυβερνήσεις, να επιβάλουν ως ηγέτες πολιτικούς μειωμένων δυνατοτήτων, και να βρίσκονται πολλοί βουλευτές και δημοσιογράφοι στο pay-roll τους.
Ο ένας «τύπος» επιχειρηματία είναι οι εφοπλιστές. Η πλειοψηφία τους ανήκει στα παραδοσιακά τζάκια της εφοπλιστικής κοινότητας. Εκμεταλλευόμενοι την πετρελαϊκή κρίση της δεκαετίας του ’70 οι πιο παλιοί εξ αυτών έγιναν ζάμπλουτοι και οι γόνοι τους συνεχίζουν την οικογενειακή παράδοση. Ο εμπορικός στόλος ελληνικών συμφερόντων είναι σταθερά στην πρώτη πεντάδα παγκοσμίως, τα οφέλη όμως για την χώρα ποτέ δεν ήταν τα αναμενόμενα, καθώς η πλειοψηφία των πλοίων τους είναι υπό ξένη σημαία, για λόγους φορολογικούς και εργατικής νομοθεσίας. Κινούμενοι ανάμεσα σε Σίτυ, Ελβετία, Μόντε Κάρλο και Πειραιά, οι Έλληνες εφοπλιστές περισσότερο ακούγονται για όσα μπορούν να συνεισφέρουν, παρά για όσα τελικά συνεισέφεραν. Οι κατά καιρούς προσπάθειες της Πολιτείας να δώσει κίνητρα να σηκώσουν ελληνική σημαία στα πλοία τους ήταν αποτυχημένες, κυρίως επειδή οι εφοπλιστές δεν θέλουν να θυσιάσουν ούτε δραχμή από τα υπερκέρδη τους.
Ενδιάμεσος «τύπος» αποτελούν οι εφοπλιστές εκείνοι που έγιναν πάμπλουτοι την τελευταία τριακονταετία από το λαθρεμπόριο πετρελαίου με την «ανοχή» φυσικά της επίσημης πολιτείας που τους εξέθρεψε για λόγους μαύρου πολιτικού χρήματος.
Άλλος «τύπος» επιχειρηματία που θέριεψε την τελευταία τεσσαρακονταετία ήταν εκείνος που αποκλειστική δραστηριότητά του ήταν τα δημόσια έργα και οι προμήθειες. Οι περισσότεροι προβεβλημένοι επιχειρηματίες του τόπου ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία. Με τα χρήματα του ελληνικού λαού κατασκεύασαν δρόμους, γέφυρες, αεροδρόμια, που κόστισαν δέκα φορές περισσότερο από το προϋπολογισθέν (το οποίο και αυτό ήταν υπερτιμολογημένο). Εκπροσωπώντας βιομηχανίες όπλων πώλησαν – εννοείται πανάκριβα – τανκς χωρίς πυρομαχικά, άχρηστα πυροβόλα, «τυφλά» αεροπλάνα, υποβρύχια που γέρνουν. Τα δημόσια νοσοκομεία και ασφαλιστικά ταμεία προμηθεύονταν πανάκριβα φάρμακα και ιατρικά υλικά. Φυσικά, τα «πουλέν» αυτά πρωταγωνίστησαν στο πλιάτσικο των έργων για τους Ολυμπιακούς Αγώνες και στη «Ληστεία του Χρηματιστηρίου».
Ένας ακόμη «τύπος» επιχειρηματία είναι εκείνοι που με την ανοχή των κρατικών ελεγκτικών μηχανισμών για χρόνια πωλούν τα προϊόντα τους σε ακριβότερες τιμές από εκείνες των αντιστοίχων προϊόντων στην Ευρώπη. Ακόμη και σήμερα πολλά προϊόντα πωλούνται ακριβότερα στα ελληνικά σούπερ μάρκετ από τα γερμανικά. Φυσικά και αυτοί πλούτισαν εις βάρος του Έλληνα καταναλωτή. Συνήθως τώρα οι εν λόγω είτε έχουν μεταφέρει τις επιχειρήσεις και τα εργοστάσιά τους στην Βουλγαρία, είτε απειλούν ότι θα το πράξουν για να εκβιάσουν την Πολιτεία.
Το ερώτημα όμως που τίθεται ευλόγως, είναι τι έπραξε το εγχώριο μεγάλο κεφάλαιο (το οποίο εν πολλοίς πλούτισε εις βάρος της χώρας), τα χρόνια της κρίσης, και δη αν έβαλε πλάτη στα δύσκολα. Εννοείται ότι το ερώτημα είναι ρητορικό, καθώς αμέσως μόλις ενέκυψε η κρίση, όλοι τους (οι καλύτερα πληροφορημένοι ακόμη πιο πριν) έσπευσαν να μεταφέρουν από τις ελληνικές τράπεζες στην Ελβετία και σε άλλους φορολογικούς παραδείσους, όσα χρήματα δεν είχαν καταθέσει εκεί προηγουμένως. Δεκάδες δισ φυγαδεύτηκαν, τα οποία αν ήταν κατατεθειμένα σε ελληνικές τράπεζες, θα προσέδιδαν μεγαλύτερη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στο τραπεζικό σύστημα. Η κίνηση αυτή θα μπορούσε να ήταν η ελάσσονα. Οι «κροίσοι» της χώρας θα μπορούσαν να αναλάβουν την εξυπηρέτηση ενός μέρους του δημοσίου χρέους. Ή να προβούν σε άμεσες επενδύσεις στην χώρα που μαστίζεται από την ανεργία με αποτέλεσμα ένας στους δύο νέους ουχί μόνο να είναι άνεργος, αλλά να μην υπάρχει ελπίδα να βρει εργασία στο άμεσο μέλλον. Να πράξουν εν ολίγοις το εθνικό τους καθήκον, έστω και με μικρή «χασούρα» ή με μεγαλύτερο ρίσκο.
Δυστυχώς οι σημερινοί Έλληνες «κροίσοι» στερούνται εθνικής συνειδήσεως, στερούνται ελληνικής παιδείας. Ήτοι αγνοούν, είτε αδιαφορούν για τα φωτεινά παραδείγματα των εθνικών ευεργετών των αρχών του προηγούμενου αιώνα ή των «χορηγών» της Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Προφανώς η πρόοδος και η ανάπτυξη της χώρας τους δεν αποτελεί θέμα στο ΔΣ των εταιρειών τους, ούτε καν στο «φτωχό» μυαλουδάκι τους…
Οι εξαιρέσεις φυσικά και υπάρχουν (φερ’ ειπείν η οικογένεια Νιάρχου). Κυρίως όμως πρόκειται για κάποιες αγαθοεργίες, οι οποίες συνήθως συνοδεύονται από κάποια τηλεοπτική κάμερα, κι εν τέλει επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Ο κανόνας είναι ότι δεν δίνουν δεκάρα τσακιστή για την χώρα, χάριν της οποίας οι περισσότεροι έγιναν πάμπλουτοι. Το ελληνικό (μεγαλο)επιχειρείν ουδόλως ταυτίζεται με τα εθνικά συμφέροντα.