Το σοβιετικό άνοιγμα στον Τρίτο Κόσμο
ΕΥΑΝΘΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr/)
Ο θάνατος του Στάλιν σηματοδότησε μεγάλες αλλαγές όχι μόνον στην εσωτερική σοβιετική πολιτική, αλλά και στη στρατηγική αντίληψη του Κρεμλίνου για τις παγκόσμιες εξελίξεις. Ο μεγάλος Γεωργιανός δεν φάνηκε να θεωρεί την περιφέρεια προτεραιότητα της σοβιετικής πολιτικής.
Η αντίληψή του για τις μεταπολεμικές εξελίξεις διέβλεπε έναν αγώνα μεταξύ «δύο» κόσμων (καπιταλιστικού και κομμουνιστικού), η βασική του μέριμνα αφορούσε την ασφάλεια της ίδιας της Σοβιετικής Ενωσης, και η κύρια οικονομική του προτεραιότητα ήταν η αυτάρκεια του σοβιετικού συνασπισμού. Παρέμεινε, έως ένα βαθμό, προσκολλημένος σε μια θεώρηση του σοβιετικού κόσμου ως «πολιορκημένου» από τις καπιταλιστικές δυνάμεις, με τους μεγαλύτερους πόρους τους. Αξίζει να αναρωτηθούμε κατά πόσον η κοσμοαντίληψη αυτή ήταν απλώς «στενή», απλώς «ρεαλιστική», ή ίσως και τα δύο... Οι διάδοχοι του Στάλιν –ιδίως ο Νικίτα Χρουστσόφ– είχαν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση. Αποστασιοποιήθηκαν από την αντίληψη περί «δύο» κόσμων. Αναγνώριζαν την ύπαρξη ενός «Τρίτου» Κόσμου (ο όρος είχε χρησιμοποιηθεί από τη γαλλική διανόηση στις αρχές της δεκαετίας του 1950), που προσέφερε ευκαιρίες για μια νέα σοβιετική πολιτική, η οποία έτσι θα μπορούσε να υπερκεράσει την «αμυντική περίμετρο» που είχε χτίσει η Δύση γύρω τους. Ενδείξεις μιας πιο ενεργητικής σοβιετικής πολιτικής στην περιφέρεια διαφάνηκαν ήδη το 1953-54, αλλά η διακήρυξή της έγινε και επίσημα στο 20ό συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ενωσης στις αρχές του 1956. Από τότε ξεκίνησε, και ώς τα μέσα της επόμενης δεκαετίας βρέθηκε σε πλήρη εξέλιξη, αυτό που οι Δυτικοί αναλυτές περιέγραφαν ως «οικονομική επίθεση του σινοσοβιετικού μπλοκ» στην περιφέρεια.
Ψυχροπολεμική στρατηγική αλλά και πρακτικές ανάγκες
Δεν επρόκειτο, όμως, μόνον για μια νέα ψυχροπολεμική ιδεολογική στρατηγική. Η σοβιετική στροφή προς τον Τρίτο Κόσμο υπαγορευόταν και από άλλες, πιο πρακτικές ανάγκες. Στα μέσα της δεκαετίας του 1950, η σταλινική πολιτική της αυτάρκειας δεν ήταν πλέον διατηρήσιμη. Η ραγδαία ανάπτυξη της βιομηχανικής παραγωγής σήμαινε ότι στον σοβιετικό κόσμο εμφανίζονταν πλεονάσματα βιομηχανικών προϊόντων που επιζητούσαν αγορές για εξαγωγές, ενώ συχνά τα προϊόντα αυτά (κυρίως μηχανήματα) δεν υστερούσαν από τα αντίστοιχα της Δύσης. Παράλληλα, η χώρα άρχισε να χρειάζεται επειγόντως και ξένο συνάλλαγμα – ακόμη και το Λαμπρό Φως της Ανατολής, στα χρόνια της παντοδυναμίας του, το χρειαζόταν... Για τούτο, άλλωστε, υπό την ηγεσία του Χρουστσόφ έγινε και προσπάθεια προσέλκυσης Δυτικών τουριστών, που ήταν αδιανόητη στην προγενέστερη σταλινική περίοδο. Ο σοβιετικός κόσμος είχε πλέον ανάγκη να ενταχθεί, με κάποιους έστω τρόπους, στην παγκόσμια οικονομία.
Υπήρχαν και άλλες διαστάσεις. Ο αναδυόμενος Τρίτος Κόσμος ήταν θεμελιωδώς καχύποπτος έναντι της Δύσης (στην οποία ανήκαν οι παλαιές αποικιοκρατικές δυνάμεις), και έβλεπε με συμπάθεια τον «νέο» παράγοντα που εκπροσωπούσε η Σοβιετική Ενωση, η οποία άλλωστε είχε υπερασπιστεί την Αίγυπτο κατά τη συνδυασμένη εισβολή των Αγγλογάλλων και των Ισραηλινών το 1956. Πολλά από τα νέα κράτη της περιφέρειας δεν μπορούσαν να διοχετεύσουν τα αγροτικά τους προϊόντα (π.χ. ρύζι, βαμβάκι, ζάχαρη) αποκλειστικά στις Δυτικές αγορές, και χρειάζονταν νέες διεξόδους, πιθανόν στον Δεύτερο Κόσμο. Κυρίως όμως, πολλά από αυτά τα νέα κράτη, στην αγωνία τους να επιτύχουν ταχεία εκβιομηχάνιση και να μετάσχουν στη διανομή των πόρων του πλανήτη, ήταν διατεθειμένα να δουν με ενδιαφέρον το σοβιετικό οικονομικό μοντέλο, που φαινόταν να προσφέρει μια μέθοδο για επίτευξη ταχείας εκβιομηχάνισης. Η Σοβιετική Ενωση είχε, έστω με μεγάλες θυσίες, επιτύχει τη ραγδαία μεταλλαγή της από την κατάσταση μιας αγροτικής οικονομίας στη δεύτερη βιομηχανική δύναμη του πλανήτη. Και εάν τούτο είχε γίνει μέσω ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος, πολλά από τα κράτη του Τρίτου Κόσμου δεν συγκινούνταν ιδιαίτερα από το αντιπροσωπευτικό σύστημα που προέβαλλε η Δύση ως το βασικό στοιχείο του δικού της τρόπου ζωής. Στις δεκαετίες του 1950 και του 1960, το σοβιετικό μοντέλο εμφανιζόταν ελκυστικό για πολλές από αυτές τις χώρες.
Οι τρεις βασικοί άξονες της πολιτικής του Κρεμλίνου
Με αυτά τα δεδομένα, το σοβιετικό οικονομικό άνοιγμα στον Τρίτο Κόσμο εξελίχθηκε μετά το 1956 πάνω σε συγκεκριμένους άξονες. Ο πρώτος ήταν το εμπόριο, οι εμπορικές εκθέσεις και η χορήγηση πιστώσεων. Το σοβιετικό εμπόριο με τον Τρίτο Κόσμο, αν και μικρό σε μέγεθος (το 1957 αποτελούσε το 2,5% του παγκόσμιου εμπορίου), ήταν πολιτικά στοχευμένο και απευθυνόταν σε χώρες όπου το Κρεμλίνο ήλπιζε να αποκομίσει άμεσα πολιτικά οφέλη. Η Μόσχα προσέφερε πιστώσεις με χαμηλό επιτόκιο, και αγόραζε μαζικά πρώτες ύλες σε τιμές ανώτερες αυτών της αγοράς. Ο δεύτερος άξονας της πολιτικής αυτής, η σοβιετική οικονομική βοήθεια, επίσης μικρή σε σύγκριση με τη δυτική, απευθυνόταν πάντως σε στρατηγικά τοποθετημένα κράτη (Αίγυπτο, Συρία, Ιράκ, Υεμένη, Ινδία, Τουρκία, Ινδονησία, Σομαλία και, φυσικά, την Κούβα μετά το 1959). Πρωτίστως, επικεντρωνόταν σε εντυπωσιακά αναπτυξιακά έργα που είχαν μια αυτοτελή προπαγανδιστική αξία: το μεγάλο χαλυβουργείο στην Ινδία, το φράγμα του Ασουάν στην Αίγυπτο, την τεχνολογία εξόρυξης πετρελαίου. Μεγάλο μέρος της σοβιετικής βοήθειας αφορούσε την παροχή όπλων σε αραβικές χώρες: καθώς τα όπλα αυτά ήταν κατά κανόνα πεπαλαιωμένα, ενώ σε αντάλλαγμα οι Σοβιετικοί εξασφάλιζαν σημαντικές πρώτες ύλες, το Κρεμλίνο έβγαινε ωφελημένο από την ανταλλαγή.
Ο τρίτος άξονας της σοβιετικής πολιτικής αφορούσε την τεχνική βοήθεια, συμπεριλαμβανομένης της εκπαίδευσης. Σοβιετικοί τεχνικοί σύμβουλοι (πολιτικοί και στρατιωτικοί) βρέθηκαν σε χώρες όπως η Ινδία, η Αίγυπτος, η Βιρμανία, το Αφγανιστάν: ο αριθμός τους αυξήθηκε από 2.000 το 1958, σε πάνω από 10.000 το 1961, και σε περίπου 26.000 το 1966. Επιπλέον, ο σοβιετικός κόσμος δέχθηκε μεγάλο αριθμό φοιτητών από τις χώρες της περιφέρειας –Ασία, Αφρική και Λατινική Αμερική– ειδικά μετά την ίδρυση ειδικού πανεπιστημίου, το οποίο θα μετονομαστεί σε Πανεπιστήμιο Πατρίς Λουμούμπα μετά τη δολοφονία του Κογκολέζου ριζοσπάστη ηγέτη το 1961. Ο αριθμός των φοιτητών αυτών έφθασε τους 44.000 (από 78 χώρες) το 1967, στους οποίους θα έπρεπε να προστεθεί και ένας απροσδιόριστος αριθμός Κουβανών που λάμβαναν στρατιωτική εκπαίδευση. Εστω και εάν παρατηρήθηκαν περιστατικά τριβών με τους γηγενείς φοιτητές, η εκπαίδευσή τους περιλάμβανε πολιτική καθοδήγηση, και όταν επέστρεφαν στις χώρες τους γίνονταν σημαντικά στελέχη με επαναστατικό προσανατολισμό.
Με άλλα λόγια, μετά το 1956 το Κρεμλίνο έκανε μια σημαντική στροφή. Δεν στήριζε πλέον αποκλειστικά τους κομμουνιστές στον Τρίτο Κόσμο: αρκούνταν στην ανεύρεση «εθνικιστικών» και ουδετερόφιλων καθεστώτων, που ήταν διατεθειμένα να συγκρουστούν με τη Δύση. Η πολιτική αυτή γνώρισε ένα νέο άλμα στα μέσα της δεκαετίας του 1960, όταν η Μόσχα αποδέχθηκε ότι θα προωθούσε την «επαναστατική διπλωματία», στηρίζοντας τους «πολέμους της εθνικής απελευθέρωσης», έστω και εάν αυτοί δεν βρίσκονταν υπό κομμουνιστική ηγεσία. Αυτή ήταν η βάση για τις επιτυχίες της Σοβιετικής Ενωσης στον Τρίτο Κόσμο (Νοτιοανατολική Ασία, Αφρική και Νικαράγουα) στη δεκαετία του 1970. Με άλλα λόγια, ήδη εξελισσόταν αυτό που η σύγχρονη ιστοριογραφία ορίζει ως «global Cold War» (Arne Westad).
Οι ανησυχίες της Δύσης, οι «δορυφόροι» και το αδιέξοδο
Οι Δυτικοί αναλυτές είχαν ήδη από το 1954 εκδηλώσει την ανησυχία τους για τις σοβιετικές δυνατότητες διείσδυσης στον Τρίτο Κόσμο – όχι μόνον τις οικονομικές αλλά κυρίως τις πολιτικές. Ενα ολοκληρωτικό κράτος είχε τη δυνατότητα να αναπτύξει τις οικονομικές του σχέσεις με βάση τις πολιτικές του στοχεύσεις, χωρίς να δίνει ιδιαίτερη σημασία στην οικονομική ανταποδοτικότητα των σχέσεών του. Εάν, δηλαδή, η Σοβιετική Ενωση ενδιαφερόταν πολιτικά για την «κατάκτηση» μιας αγοράς, μπορούσε να την επιχειρήσει χωρίς να λάβει υπόψη της το οικονομικό κόστος. Ετσι, μπορούσε να αγοράζει πρώτες ύλες μαζικά, και κατόπιν να ρίχνει προϊόντα στη διεθνή αγορά σε χαμηλές τιμές, αλλοιώνοντας τις σχέσεις προσφοράς και ζήτησης – αυτό έγινε, π.χ. στην αγορά κασσίτερου και αλουμινίου το 1958. Επιπλέον, παρατηρήθηκε ένας μεγάλος βαθμός συντονισμού των ανατολικοευρωπαϊκών χωρών, η καθεμία από τις οποίες φάνηκε να ειδικεύεται σε συγκεκριμένο τομέα: π.χ. η Ανατολική Γερμανία στην παροχή ηλεκτρικού εξοπλισμού ή πλοίων, η Πολωνία στο σιδηροδρομικό υλικό και σε εξοπλισμό εξορύξεων, η Ουγγαρία σε μηχανές ντίζελ, η Τσεχοσλοβακία σε βαριά μηχανήματα κ.λπ. Οπως σημείωναν οι Δυτικοί αναλυτές, η Σοβιετική Ενωση προσέφερε πιστώσεις σε χώρες του Τρίτου Κόσμου, και οι «δορυφόροι» της λειτουργούσαν ως «υπεργολάβοι» της. Αυτός ο μεγάλος βαθμός πολιτικού συντονισμού επίσης ανησυχούσε τη Δύση, η οποία αποτελούνταν από ανεξάρτητα κράτη με ελεύθερες (και συχνά ανταγωνιστικές) οικονομίες, και δεν μπορούσε να ενεργήσει με παρόμοιο συγκεντρωτικό τρόπο.
Τέλος, από τη νέα σοβιετική πολιτική ανέκυπτε ένα πρόσθετο στρατηγικό πρόβλημα. Σε αντίθεση με τον σοβιετικό συνασπισμό (με την ηπειρωτική του ραχοκοκαλιά και τη σχετική του αυτάρκεια), η Δύση ήταν ένας διηπειρωτικός (τουλάχιστον) κόσμος, σε τεράστιο βαθμό εξαρτημένος από τους ανοικτούς χώρους τόσο για τις επικοινωνίες του όσο και για την πρόσβασή του σε πρώτες ύλες και σε αγορές. Με άλλα λόγια, η σοβιετική «διείσδυση» στον Τρίτο Κόσμο μπορούσε να προκαλέσει σοβαρές δυσλειτουργίες στον δυτικό συνασπισμό.
Παρ’ όλα αυτά, δεν ήρθαν τα αναμενόμενα κέρδη. Αρχικά, πράγματι, η Μόσχα σημείωσε κάποιες επιτυχίες, που όμως ποτέ δεν απείλησαν δομικά τη Δύση. Κανένα κράτος –πλην της Κούβας– δεν έγινε κομμουνιστικό λόγω της σοβιετικής οικονομικής «διείσδυσης», και η ίδια η Κούβα αποδείχθηκε ιδιαίτερα κοστοβόρα για το Κρεμλίνο. Σύντομα, η Μόσχα ανακάλυψε ότι συχνά περιερχόταν σε αδιέξοδο: ήταν π.χ. αδύνατον να ικανοποιήσει και το Κάιρο και τη Βαγδάτη (παράγοντες ανταγωνιστικούς στον αραβικό κόσμο), και επιπλέον έπρεπε να παρακολουθεί αμίλητη τη φυσική εξόντωση των μικρών κομμουνιστικών ομάδων σε εκείνες τις χώρες... Επιπλέον, ο ανταγωνισμός στον Τρίτο Κόσμο ενέτεινε τη σινοσοβιετική διαμάχη στη δεκαετία του 1960. Κυρίως όμως, η σοβιετική πολιτική στον Τρίτο Κόσμο ήταν εκδήλωση ανεδαφικού μαξιμαλισμού και υπεραισιοδοξίας: όπως έμελλε να αποδειχθεί, η Μόσχα δεν διέθετε τους πόρους, υλικούς και άλλους, για ένα τέτοιο εγχείρημα, και στο τέλος θα αντιμετώπιζε τον κίνδυνο της υπερέκτασης των οικονομικών δυνατοτήτων της. Αλλά αυτό έμελλε να φανεί πολύ αργά, στη δεκαετία του 1980.
* Ο κ. Ευάνθης Χατζηβασιλείου είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
(Στην φωτογραφία : 14 Μαΐου 1964. Ο Σοβιετικός ηγέτης Χρουστσόφ και ο Αιγύπτιος πρόεδρος Νάσερ χαιρετούν μαζί το πλήθος, μετά την έκρηξη δυναμίτη για τη διάνοιξη καναλιού ώστε ο Νείλος να παρακάμψει το φράγμα του Ασουάν)