Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2016

Άρθρο των New York Times ότι οι Αμερικανοί ψηφοφόροι κουράστηκαν


Οι Αμερικανοί κουράστηκαν...
ROSS DOUTHAT / THE NEW YORK TIMES
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr/)
Ενα από τα αινίγματα της φετινής προεκλογικής εκστρατείας, στην οποία πρωταγωνιστούν απροσδόκητα ένας δισεκατομμυριούχος αστέρας τηλεοπτικών «ριάλιτι» και ένας σοσιαλιστής από το Βερμόντ που διανύει την όγδοη δεκαετία της ζωής του, είναι «γιατί τώρα»;
Ναι, οι ψηφοφόροι είναι θυμωμένοι. Ναι, είναι εξαντλημένοι και αηδιασμένοι και κυνικοί με όλο τον κόσμο. Αλλά γιατί όλα αυτά εκδηλώνονται ταυτόχρονα, τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, στη εν λόγω εκλογική μάχη;
Επιτέλους, η εικόνα της οικονομίας είναι καλύτερη από το 2012, όταν οι Ρεπουμπλικανοί επέλεξαν τον μετριοπαθή συντηρητικό Μιτ Ρόμνι, ενώ η πλειοψηφία του πληθυσμού εμπιστεύθηκε και πάλι έναν μετριοπαθή προοδευτικό, τον Μπαράκ Ομπάμα. Στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής υπάρχουν πολλά δυσάρεστα πράγματα, αλλά η Αμερική δεν είναι παγιδευμένη στο ναρκοπέδιο του Ιράκ, όπως συνέβαινε το 2004, όταν οι Δημοκρατικοί επέλεξαν τον ουδόλως ριζοσπαστικό Τζον Κέρι και η πλειονότητα των ψηφοφόρων επανεξέλεξε τον Τζορτζ Μπους, έναν πολιτικό του κατεστημένου.
Πώς, λοιπόν, να εξηγήσουμε αυτή την «εξέγερση της κάλπης» που εκφράζουν τα ισχυρά αντισυμβατικά ρεύματα υπέρ του Τραμπ, από τη μία, και του Σάντερς, από την άλλη; Μέρος της απάντησης θα μπορούσε να αναζητηθεί στην υπόθεση ότι οι Αμερικανοί έχουν μπουχτίσει με τις πολιτικές του «θα μπορούσαμε να είμαστε χειρότερα», με τη στασιμότητα και την απλή διαχείριση της μιζέριας. Δεν εξεγείρονται κατά μιας απότομης κατάρρευσης, αλλά κατά μιας χρόνιας παρακμής. Θα πει κανείς ότι είναι αστείο να βλέπουμε τον Τραμπ, αυτόν τον πρίγκιπα της ασημαντότητας και της προσποίησης, ως αντίπαλον δέος της παρακμής και όχι ως ενσάρκωσή της. Σωστά, μόνο που δεν πρέπει να βλέπουμε την παρακμή κυρίως με όρους ηθικής ή αισθητικής.
Για τις ΗΠΑ του σήμερα, παρακμή σημαίνει τον εγκλωβισμό σε μια κατάσταση όπου η χώρα είναι πλούσια, ισχυρή, τεχνολογικά προηγμένη, παραμένει όμως ανίκανη να προοδεύσει με τον τρόπο που οι πολίτες θεωρούσαν δεδομένο. Μια κοινωνία, όπου οι πολίτες κάνουν λιγότερα παιδιά και διατηρούν μειωμένες προσδοκίες, όπου η ανάπτυξη είναι ισχνή, η τεχνολογική πρόοδος απογοητεύει και οι πολιτικοί θεσμοί δεν λειτουργούν σωστά, ούτε φαίνεται δυνατό να μεταρρυθμιστούν. Μια κοινωνία που καθηλώνεται σε μακρόχρονους πολέμους χωρίς ορατή έξοδο, ενώ οι εσωτερικές πολιτικές διαμάχες ανακυκλώνονται.
Να με ποιον τρόπο πολλοί Αμερικανοί βιώνουν τον πολιτισμό τους στις αρχές του 21ου αιώνα. Τόσο ο Τραμπ όσο και ο Σάντερς μας λένε, με διαφορετικό τρόπο ο καθένας, ότι δεν είμαστε υποχρεωμένοι να ανεχόμαστε στο εξής αυτή την κατάσταση.
Το μήνυμα του Τραμπ είναι ωμό και σκόπιμα υπερβολικό. «Να κάνουμε την Αμερική και πάλι μεγάλη»! Ωστόσο οι πομπώδεις διακηρύξεις του αγγίζουν ευαίσθητες χορδές, ιδίως των πιο ηλικιωμένων, που μεγάλωσαν στα χρόνια της μεταπολεμικής ευημερίας, όταν η ισχυρή, παρεμβατική κυβέρνηση και οι μεγάλες επιχειρήσεις εμφανίζονταν ως στηρίγματα της ανάπτυξης και του πατριωτισμού – όχι αρτηριοσκληρωτικοί και διεφθαρμένοι οργανισμοί, όπως σήμερα. Ο Τραμπ προσφέρει νοσταλγία, μια επιστροφή σ’ ένα παρελθόν όπου το μέλλον φάνταζε λαμπρό, συναρπαστικό και αισιόδοξο.
Ανάλογο είναι το μήνυμα που εκπέμπει ο Σάντερς, μόνο που στη δική του περίπτωση το λαμπρό μέλλον παραπέμπει λιγότερο στην Αμερική των πρώτων διαστημικών πτήσεων και περισσότερο στην παλιά, σοσιαλδημοκρατική Σκανδιναβία. Ο Σάντερς λέει στους προοδευτικούς πολίτες, ιδιαίτερα στους νέους, ότι η ηρωική εποχή του αμερικανικού προοδευτισμού δεν τελείωσε με τη μεταρρύθμιση Ομπάμα στο σύστημα υγείας, ότι μπορούν να αποκτήσουν ένα κοινωνικό κράτος πολύ περισσότερο προωθημένο και συναρπαστικό.
Το ότι και τα δύο μηνύματα –το «Να κάνουμε και πάλι μεγάλη την Αμερική» του Τραμπ και το «Γιατί όχι σοσιαλισμός», του Σάντερς– αναφέρονται, ουσιαστικά, στην ανακύκλωση παλιών συνταγών του μέλλοντος, δείχνει πόσο δύσκολο για μια παρακμάζουσα κοινωνία είναι να ξεφύγει από την παγίδα της επανάληψης. Το κυριότερο, η υπόσχεση μη ρεαλιστικών πραγμάτων και η ανοιχτή προσβολή των δημοκρατικών αξιών υπενθυμίζουν ότι υπάρχουν χειρότερες απειλές από την παρακμή και τη στασιμότητα.