Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2016

Πολύ καλό άρθρο του Τ. Θεοδωρόπουλου για τα ελληνικά ως κάτεργο


Τα ελληνικά ως κάτεργο
ΤΑΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ
Φ​​ίλη μού έλεγε προχθές πως τα εγγόνια της, πρώτη και τρίτη γυμνασίου, δυσκολεύονται πολύ με τη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών. Κατ’ αρχάς, δεν υπάρχει γραμματική και συντακτικό – πού είσαι, Τζάρτζανε!
Οπως θα διαπιστώσει κανείς αν ανατρέξει στα βιβλία, τα φαινόμενα εξηγούνται με βάση τα αποσπάσματα κειμένων που διδάσκονται. Εμφανίζεται κάπου μια δοτική; Μαθαίνουν τη δοτική. Ενα τριτόκλιτο εδώ; Να σου και η τρίτη κλίσις. Ολα αυτά σε ένα πακέτο που περιλαμβάνει και εκμάθηση πολιτισμού, και εκμάθηση μιας γλώσσας η οποία έχει μεν ελληνικούς χαρακτήρες, είναι όμως γραμμένη σε μιαν αλλόκοτη για τα μάτια του δεκατριάχρονου μαθητή ορθογραφία. Στην αρχή των λέξεων ίπτανται κάτι πνεύματα, άλλα αριστερόστροφα και άλλα δεξιόστροφα, ορισμένα φωνήεντα δε τα καλύπτει ένα καλλίγραμμο συννεφάκι, που το λένε περισπωμένη.
Αν συνυπολογίσουμε σ’ αυτά και το επίτευγμα του κ. Μπαμπινιώτη, το γεγονός δηλαδή ότι έχει πείσει τους δασκάλους των ελληνικών –της σημερινής μας γλώσσας– ότι το πόνημά του είναι απαραίτητο εφόδιο για τη δουλειά τους, αντιλαμβανόμαστε το μέγεθος του προβλήματος. Το εν λόγω λεξικό περιστασιακά αναφέρεται στην ετυμολογία, από τις λέξεις δε και τη σημασία τους λείπει η καταγραφή της ιστορικής τους ύπαρξης, αγνοείται δηλαδή το αποθεματικό κεφάλαιο της γλώσσας μας, η λογοτεχνία. Λογικόν. Διότι, πλην του κόπου που προϋποθέτει η αναζήτηση των γραπτών πηγών, ο λεξικογράφος θα ήταν αναγκασμένος να εντρυφήσει και στο περιβάλλον της καθαρευούσης, είδους που αντιμετωπίζεται ως παραβίαση του δημοκρατικού συντάγματος της εκπαίδευσης. Οι λέξεις παράγονται βάσει κανόνων που έχει εκπονήσει ο απόλυτος άρχων της, ο γλωσσολόγος, αντιστοίχως δε και η ορθή χρήση τους.
Για να εικονογραφήσω την κατάσταση, λέω ότι τα ελληνικά που διδάσκουν στον σύγχρονο έφηβο έχουν την ίδια σχέση με τα αρχαία που έχουν οι εργολαβικές πολυκατοικίες των Αθηνών με τον Παρθενώνα. Συνυπάρχουν στο λεκανοπέδιο και κοιτάζουν ο ένας τον άλλον σαν δύο ξένοι που δεν καταλαβαίνει ο ένας τον άλλον, για κάποιους λόγους όμως είναι καταδικασμένοι να συγκατοικούν. Αισθητική ασυνεννοησία στην οποία, ως γνωστόν, πολλά οφείλει η συλλογική ψυχασθένεια των κατοίκων της πρωτεύουσας.
Και για να επανέλθω στην εκπαίδευση. Απέναντι σ’ αυτόν τον τρόπο διδασκαλίας ο μαθητής, όσο παραμένει υγιής, πριν μετατραπεί σε υπόδουλο των εισαγωγικών, είναι απολύτως φυσιολογικό να μισήσει τα αρχαία ελληνικά. Ξαφνικά βρίσκεται αντιμέτωπος με μια ξένη γλώσσα η οποία, σε αντίθεση με τα αγγλικά, δεν του είναι χρήσιμη ούτε στα αεροδρόμια ούτε για να περιηγηθεί στο Διαδίκτυο. Οι ώρες που ξοδεύονται είναι σαν τις ώρες του καταδίκου που περιμένει την αποφυλάκισή του. Κάποια ποινή εκτίει. Και για ποιο έγκλημα έχει καταδικασθεί; Είναι απλό: γεννήθηκε Ελληνας, και επειδή γεννήθηκε Ελληνας πρέπει να μιλάει ελληνικά.
Ολοι κάνουμε ό,τι μπορούμε για να συνηθίσουμε από μικροί στη ζωή στο κάτεργο.
Λυπούμαι, αλλά αν είναι να κάνουμε τους σημερινούς εφήβους, όπως και τους χθεσινούς και τους προχθεσινούς, να μισήσουν τα αρχαία ελληνικά, καλύτερα να μην τους τα διδάσκουμε. Ετσι υπάρχει κάποια ελπίδα, κάποια μέρα, αν και όταν ωριμάσουν, να ενδιαφερθούν γι’ αυτό το σημαντικό κεφάλαιο του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Υπενθυμίζω ότι βάσει της έρευνας του διαNΕΟσις του κ. Δασκαλόπουλου, οι πατεράδες και οι μανάδες αυτών των παιδιών πιστεύουν, στη συντριπτική τους πλειονότητα, πως η Ευρώπη έχει ωφεληθεί πολιτισμικά από την Ελλάδα. Πιστεύουν πως έχει ωφεληθεί και οικονομικά, αλλά αυτό είναι μάλλον της αρμοδιότητος των ειδικών ψυχιάτρων.
Γνωρίζω ότι το πρόβλημα δεν είναι μόνον ελληνικό. Το ζήτημα της διδασκαλίας των κλασικών γραμμάτων (ελληνικά και λατινικά) στη Μέση Εκπαίδευση είναι μία από τις καίριες παραμέτρους της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Και το αλλοπρόσαλλο είναι ότι οι ίδιοι προοδευτικοί που ζητούν την κατάργησή τους εξεγείρονται αμέσως μετά, διότι θεωρούν ότι η Ευρώπη έχει πάρει λάθος δρόμο διότι στο μυαλό της δεν έχει πάρεξ το ευρώ. Μα αν της αφαιρέσεις την κλασική παιδεία και τον χριστιανισμό, τότε τι κοινό μένει εκτός από το νόμισμα; Η μακαρίτισσα Ζακλίν ντε Ρομιγί ώς την τελευταία ημέρα της ζωής της έδινε μάχες για την υπεράσπιση της διδασκαλίας των κλασικών γραμμάτων. Είχε διδάξει σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης και έγραψε πως ψυχολογικά δεν θα είχε αντέξει, Εβραία ούσα, στη γερμανική κατοχή, αν δεν είχε διδάξει πριν τους λόγους του Λυσία στο λύκειο.
Ανάμεσα στην έπαρση και την ταπείνωση. Χειρότερα ακόμη: ταπεινωμένοι από την ίδια μας την έπαρση. Αν είχαμε στοιχειώδη εθνική συνείδηση, κατά συνέπεια γλωσσική και πολιτισμική συνείδηση, εμείς πρώτοι θα είχαμε επινοήσει πρότυπους τρόπους διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών, αλλά και των δύσμοιρων παρ’ ημίν συγγενών τους, των λατινικών. Καταργήσαμε την καθαρεύουσα, που μας προσέφερε τόσες δυνατότητες εξοικείωσης με την κλασική γραμματεία, γλώσσα της σύγχρονης κλασικής γραμματείας κι αυτή, διότι δεν μας άρεσαν αυτοί που τη μιλούσαν. Μας έπεφταν συντηρητικοί.
Και απορρίψαμε ό,τι κλασικό, ακόμη και την αριστεία, ακολουθώντας την πεπατημένη της μετανεωτερικής Ευρώπης. Δεν μπορέσαμε να σηκώσουμε το συμβολικό βάρος που η ίδια αυτή Ευρώπη μας ανέθεσε για να γίνουμε μέλη της. Διαβάζουμε Μπαντιού, αλλά ξεχάσαμε τους Κοραήδες και τους Συκουτρήδες μας. Η κλασική παιδεία σού μαθαίνει να απαιτείς από τον εαυτό σου σκέψεις και συμπεριφορές που σε ξεπερνούν. Και η Ελλάδα απεμπόλησε το δικαίωμα να απαιτεί από τον εαυτό της.