Ενας διάλογος
ΑΛΕΞΗΣ ΠΑΠΑΧΕΛΑΣ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr/)
Το φθινόπωρο του 2014 η κυβέρνηση Σαμαρά βρισκόταν μπροστά σε ένα αδιέξοδο. Η αξιολόγηση δεν έκλεινε και ο πολιτικός χρόνος τελείωνε. Οι Γερμανοί και το ΔΝΤ είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα πως ο τότε πρωθυπουργός δεν μπορούσε να προχωρήσει άλλο το πακέτο των μεταρρυθμίσεων, ενώ ορισμένοι πίστευαν ότι είχε μπει και σε αντιμεταρρυθμιστική φάση. Πίστευαν πως είτε ο ΣΥΡΙΖΑ θα αποδεικνυόταν φιλοευρωπαϊκή, ειλικρινά μεταρρυθμιστική δύναμη είτε θα αναγκαζόταν να συμβιβασθεί εκ των πραγμάτων. Τα υπόλοιπα τα ζήσαμε εδώ και έκαναν τους εκτός Ελλάδος να αναρωτιούνται πώς έπεσαν τόσο έξω...
Εκείνη την κρίσιμη περίοδο, όμως, ο κ. Σαμαράς είχε την τελευταία ουσιαστική συζήτηση με τη Γερμανίδα καγκελάριο στο γραφείο της στο Βερολίνο. Σύμφωνα με μία έγκυρη διήγηση, η κ. Μέρκελ άκουσε προσεκτικά τον Ελληνα πρωθυπουργό, ο οποίος στην ουσία ζητούσε χαλάρωση της τρέχουσας αξιολόγησης ώστε να κλείσει πριν από την προεδρική εκλογή και τη συζήτηση για το χρέος. Κατά την ίδια διήγηση, ο διάλογος τελείωσε με την κ. Μέρκελ να εξηγεί ότι «δεν έχω άλλο πολιτικό κεφάλαιο να ξοδέψω για την Ελλάδα και εν πάση περιπτώσει πρέπει να μιλήσετε και να πείσετε και τον Σόιμπλε, γιατί μόνη μου δεν μπορώ να κάνω αυτό που ζητάτε». Στη συζήτηση που ακολούθησε στο πρωθυπουργικό επιτελείο, ήταν σαφές ότι κανείς δεν ήταν σίγουρος αν η κ. Μέρκελ εννοούσε αυτό που είπε ή αν έπαιζε το παιχνίδι «του καλού και του κακού χωροφύλακα». Για κάποιο λόγο ουδείς ανέλαβε να πείσει τον κ. Σόιμπλε. Η συνέχεια είναι λίγο-πολύ γνωστή.
Σήμερα η ελληνική κυβέρνηση βρίσκεται μπροστά σε μια παραπλήσια, αλλά πιο επικίνδυνη και περίπλοκη κατάσταση. Δεν είναι μόνο η αξιολόγηση που δεν κλείνει εύκολα, είναι και η κρίση με τους πρόσφυγες και μετανάστες. Για πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια η Ευρώπη είναι βαθιά διχασμένη και, απλώς, δεν ακολουθεί τη Γερμανίδα καγκελάριο στα μεγάλα θέματα. Εχουν εμφανισθεί ρήγματα Βορρά - Νότου, καλών - κακών, ξενοφοβικών και μη, απ’ όλα.
Και μέσα, όμως, στη Γερμανία η καγκελάριος δεν έχει τη δύναμη και την απήχηση που είχε όταν συζητούσε με τον κ. Σαμαρά. Είναι απομονωμένη λόγω του προσφυγικού και το πολιτικό κεφάλαιο εξαντλείται ταχύτατα. Αντιθέτως, ο κ. Σόιμπλε παραμένει στο απυρόβλητο. Τη στηρίζει όσο χρειάζεται, βρίσκεται όμως ψηλά στις δημοσκοπήσεις και προβάλλει το σωστό μείγμα αυστηρότητας, ισχύος και... απόστασης από την καγκελάριο. Υποθέτω ότι, τώρα, αν είχε την ίδια συζήτηση με τον σημερινό πρωθυπουργό μας, θα εξηγούσε με πολύ μεγαλύτερη σαφήνεια ότι δεν είναι στο χέρι της να πιέσει για χαλάρωση της αξιολόγησης ή, πολύ περισσότερο, για ένα νέο δάνειο με άλλους όρους. Πιθανότατα να κατέληγε με την κλασική φράση «δεν αναμειγνυόμαστε με τη διαπραγμάτευση, οι θεσμοί αποφασίζουν μόνοι τους».
Από μια άποψη η κ. Μέρκελ είναι αυτή τη στιγμή ο πιο ισχυρός σύμμαχος των ελληνικών συμφερόντων στο μέτωπο για τη διατήρηση των ανοικτών ευρωπαϊκών συνόρων. Εχει όμως μπροστά της τοπικές εκλογές, την άνοδο του ευρωσκεπτικισμού και την κούραση που νιώθει ένας λαός για οιονδήποτε τον κυβερνάει για τόσα χρόνια.
Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών δεν έχει παραιτηθεί από τα σχέδιά του. Θα ήθελε να φτάσουμε στο σημείο που η ίδια η Ελλάδα θα αναρωτηθεί κατά πόσον θέλει να παραμείνει στο ευρώ. Το περασμένο καλοκαίρι τον «άδειασε» η κ. Μέρκελ, αν και όπως φαίνεται είχε τους δισταγμούς της. Σήμερα ή το καλοκαίρι, αν ξαναφτάσουμε σε αδιέξοδο;
Κάπως τα έφερε η ιστορία και η ζωή ώστε ο κ. Τσίπρας να υπολογίζει την κ. Μέρκελ ως σύμμαχο χωρίς τον οποίο μπορεί να χάσει την παρτίδα. Τον σκέπτομαι καμιά φορά να βγάζει λόγο και να φωνάζει «don’t go, madam Merkel»...