Σύγκρουση ή ενσωμάτωση στην Ευρώπη
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr/)
Το πρόβλημα για την Ευρώπη δεν είναι οι μετανάστες που έρχονται, αλλά οι μετανάστες που θαλασσοπνίγονται». Το είπε προ ημερών ένα στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ, ο διευθυντής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας Κ. Ζαχαριάδης, και, οπωσδήποτε, θα αισθάνθηκε ικανοποίηση με τον εαυτό του, διότι ο ισχυρισμός του δεν εκφράζει παρά τους ευσεβείς πόθους τους δικούς του και κάποιων φίλων του. Αλίμονο, λίγοι είναι όσοι σήμερα στην Ευρώπη νομίζουν ότι έχουν –ή έχουν, πράγματι– το ανοικτό πνεύμα του Κ. Ζαχαριάδη. Η Ιστορία έχει δείξει ξανά και ξανά ότι ο άνθρωπος φοβάται και πολύ συχνά εχθρεύεται το «ξένο», πολύ περισσότερο δε όταν αυτό το ξένο συμβαίνει να είναι ζωντανό και να έχει τις ίδιες ανάγκες, τις ίδιες επιθυμίες και τα ίδια αισθήματα με αυτόν. Αν θέλουμε να σκεφθούμε τη λύση του προβλήματος, πρέπει πρώτα να το αναγνωρίσουμε και το ορίσουμε. Το μεταναστευτικό είναι πρόβλημα για την Ευρώπη, όχι τόσο επειδή απορροφά οικονομικούς, τεχνικούς και ανθρώπινους πόρους, αλλά κυρίως επειδή οι Ευρωπαίοι έχουν τρομάξει με την εισροή των μεταναστών και μάλιστα σε όγκο ώστε να απειλείται η υπάρχουσα τάξη πραγμάτων στις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Οτι αυτό είναι η ουσία του προβλήματος για την Ευρώπη το δείχνει η μεταστροφή της πολιτικής της επί του ζητήματος.
Αρχικά, όσο το μεταναστευτικό ήταν στα χέρια τεχνοκρατών και πολιτικών, η προσέγγιση ήταν γενικώς και αορίστως «ανθρωπιστική»: Ελάτε εσείς κι εμείς θα κάνουμε ό,τι μπορούμε. Στην Ευρώπη όμως επικρατεί η δημοκρατία και, μόλις έφθασε στα δώματα της εξουσίας η αντίδραση των ψηφοφόρων, η προσέγγιση άλλαξε τελείως. Στη Γερμανία, η Μέρκελ έκανε κανονική αναστροφή: δεσμεύθηκε ότι όταν τελειώσει ο πόλεμος στη Συρία και στο Ιράκ (τρέχα γύρευε δηλαδή...) οι πρόσφυγες που έχουν γίνει δεκτοί σήμερα (περί τις 800.000) θα πρέπει να επαναπατριστούν. Στη Σουηδία, που επίσης άνοιξε την αγκαλιά της αρχικά, η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι μέχρι το τέλος του χρόνου θα έχουν απελαθεί 80.000 από όσους αιτούνται σήμερα καθεστώς πρόσφυγα. (Προσπαθήστε να συλλάβετε το μέγεθος του πλήθους και φαντασθείτε τις φρικαλέες σκηνές στις αποβάθρες των τρένων...) Στη Δανία, οι Αρχές έχουν καταλήξει να γίνονται διά του νόμου απάνθρωπες εις βάρος των μεταναστών, ώστε να τους διώξουν. Τέλος, και εδώ στον Υπαρκτό Ελληνισμό (επ’ εσχάτων και κατά φαντασίαν νομπελίστα...) οι αντιδράσεις παίρνουν άσχημη μορφή. Αρκεί να λάβει υπ’ όψιν κάποιος τις έρευνες, που φέρουν 41% των Ευρωπαίων να παραδέχονται ότι θα συνυπολογίσουν και το μεταναστευτικό για να επιλέξουν τόπο διακοπών, για να καταλάβει τι κάνει κάποιους ανθρώπους στην Κω να κυνηγούν το ελικόπτερο του Καμμένου ή να δέρνονται με τα ΜΑΤ.
Το πρόβλημα, επομένως, για την Ευρώπη είναι ότι οι μετανάστες έρχονται, όχι ότι θαλασσοπνίγονται. Δεν είναι εύκολο, αλλά ας μην υποκρινόμαστε: αυτοί οι άνθρωποι δεν ήταν πρόβλημα για την Ευρώπη όσο έμεναν στην πατρίδα τους και τους κομμάτιαζαν οι βόμβες ή τους έσφαζε το ISIS, γιατί να είναι ότι θαλασσοπνίγονται; Εφόσον, λοιπόν, το πρόβλημα είναι ότι έρχονται, λογικά η λύση θα πρέπει να είναι αυτή που θα τους κάνει είτε να σταματήσουν να έρχονται είτε να μην μπορούν να έλθουν. Για να μη σας παιδεύω, νομίζω ότι ούτε το ένα είναι δυνατό ούτε το άλλο.
Για να σταματήσουν να έρχονται, η Ευρώπη θα πρέπει να κάνει πόλεμο εκεί, δηλαδή να παρέμβει στρατιωτικά στη Συρία, με τον στρατηγικό σκοπό να επιτύχει την ειρήνευση μακροπρόθεσμα. Περιττεύει και να συζητήσουμε, γιατί αυτό δεν γίνεται. Και να ήθελε η Ευρώπη, ακόμη και αν της επέτρεπε η συναίνεση των διεθνών οργανισμών και του ΝΑΤΟ να το κάνει, δεν θα μπορούσε. Αλλά και στην απίθανη περίπτωση που μπορούσε να το επιχειρήσει, δεν θα πετύχαινε. Η ευρωπαϊκή κηδεμονία της Συρίας, με σκοπό την κοινωνική ισορροπία και την πολιτική σταθερότητα στη χώρα, πολύ εύκολα θα κινδύνευε να καταλήξει σε ένα θλιβερό remake της αποικιοκρατίας.
Για να μην μπορούν οι μετανάστες να έλθουν, έστω και αν θα ήθελαν, η Ευρώπη θα έπρεπε να κάνει πόλεμο στα σύνορά της. Πρόσφατα στους Times του Λονδίνου, ένας διακεκριμένος αρθρογράφος ανέπτυξε αυτή ακριβώς την πρόταση, χωρίς μάλιστα να αποφύγει τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες (28/1/2016, άρθρο του Ντ. Ααρόνοβιτς, για όσους ενδιαφέρονται). Υποστηρίζει, συγκεκριμένα, ότι μια κοινή ευρωπαϊκή δύναμη θα πρέπει να αναπτύξει τις δυνάμεις της κατά μήκος των θαλασσίων συνόρων της Ευρώπης, στο Αιγαίο και νοτίως της Ιταλίας, με σκοπό να βυθίζει όσα σκάφη με μετανάστες προσπαθούν να παραβιάσουν τα σύνορα. «Ο αριθμός των σκαφών που θα έπρεπε να βυθιστούν θα ήταν πιθανόν πολύ μικρός», γράφει, «παρότι τις πρώτες εβδομάδες θα φαινόταν μεγάλος, από την ώρα όμως που θα γινόταν κατανοητό ότι το σύνορο δεν παραβιάζεται, ο αριθμός εκείνων που φαντάζονται ότι θα μπορούσαν να μπουκάρουν (break into, στο πρωτότυπο) θα έπεφτε». Ο αρθρογράφος δεν παραβλέπει τις συνέπειες της αποκρουστικής πρότασής του: τα σκάφη της κοινής ευρωπαϊκής δύναμης δεν θα έπρεπε να περισυλλέγουν τους ναυαγούς, γράφει, διότι το μήνυμα της αποτροπής θα έχανε το νόημά του, ούτε θα έπρεπε η Δύση να φοβηθεί την κατακραυγή, ισχυρίζεται, διότι και αυτή θα λειτουργούσε αποτρεπτικά. Του διαφεύγει, όμως, μια συνέπεια της «λύσης» που προτείνει: η αντίδραση των μουσουλμανικών κοινοτήτων που ήδη υπάρχουν στην Ευρώπη και η σφοδρά πιθανή ριζοσπαστικοποίησή τους.
Η νόμιμη και «οργανωμένη» βία είναι απαραίτητη για τη συντήρηση και την πρόοδο του πολιτισμού και δεν αμφιβάλλω ότι, δυστυχώς, σε κάποιο βαθμό έχει τη θέση της και στην αντιμετώπιση του μεταναστευτικού. Ομως το μεγαλύτερο μέρος της λύσης –για να είναι πραγματική και να μη χρειάζεται εισαγωγικά η λέξη– είναι η ενσωμάτωση των μεταναστών στο ευρωπαϊκό μοντέλο. Εκεί θα έπρεπε ίσως να διοχετευθούν οι προσπάθειες και οι ευρωπαϊκοί πόροι για το μεταναστευτικό, ώστε να καλυφθεί και το κενό πολιτικής που άφησε η αποτυχία του πολυπολιτισμικού μοντέλου. Είναι μια λύση συντηρητική, όσο και αν φαντάζει στην αρχή προοδευτική· και, βεβαίως, δεν είναι καθόλου εύκολη...