Ο καπιταλισμός στον αξονικό τομογράφο
Αντιμέτωπες με την κρίση, αμερικανικές και ευρωπαϊκές ελίτ αναζητούν θεραπείες υπό τον φόβο απρόβλεπτων κοινωνικών εκρήξεων
Του Πέτρου Παπακωνσταντίνου
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_world_1_05/02/2012_471427)
«Απληστοι τραπεζίτες, υπέρογκες αμοιβές στελεχών επιχειρήσεων, αναιμική ανάπτυξη, ενδημική ανεργία - να ορισμένοι από τους παράγοντες που οδηγούν τους διαδηλωτές στους δρόμους και στρέφουν την οργή ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων του ανεπτυγμένου κόσμου εναντίον του καπιταλισμού.
Το σύστημα, σε όλες τις παραλλαγές του, θεωρείται ευρέως αποτυχημένο».
Μέχρι πρόσφατα, παρόμοιες διατυπώσεις φιλοξενούνταν μόνο σε προπαγανδιστικά έντυπα της μαρξιστικής Αριστεράς. Αυτήν τη φορά, όμως, πρόκειται για το εισαγωγικό άρθρο μεγάλης έρευνας των Financial Times, της πιο έγκυρης φωνής του λονδρέζικου Σίτι, υπό τον τίτλο: «Η κρίση του καπιταλισμού». «Είναι ωσάν το Osservatore romano, η καθημερινή εφημερίδα του Βατικανού, να ρίχνει κριτική ματιά στον καθολικισμό», σχολιάζει έκπληκτος ο Αλέν Φρασόν στη γαλλική Le Monde.
Το ασυνήθιστο φαινόμενο δεν είναι μοναδικό. Ανάλογη δημόσια συζήτηση φιλοξένησε πρόσφατα το αδελφό έντυπο στην απέναντι ακτή του Ατλαντικού, η Wall Street Journal, όπως και η ηλεκτρονική έκδοση του Economist, η σύνταξη του οποίου έθεσε το ερώτημα: «Αν ο κρατικός καπιταλισμός αποτελεί απάντηση στην κρίση του φιλελεύθερου μοντέλου». Ακόμη και στο χιονισμένο Νταβός, στην ετήσια σύναξη των οικονομικών και πολιτικών ελίτ, το θέμα που κυριάρχησε, όπως έγραψε ο ηγέτης των Βρετανών Εργατικών Εντ Μίλιμπαντ, ήταν «αν ο καπιταλισμός του 20ού αιώνα αποτυγχάνει στις κοινωνίες του 21ου».
Σύμπτωμα απαξίωσης
Στις δύο δεκαετίες που ακολούθησαν την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», η λέξη καπιταλισμός είχε εξαλειφθεί από τη δημόσια συζήτηση, ακόμη και από το λεξιλόγιο της μείζονος Αριστεράς (η οποία περιοριζόταν σε πιο «μαλακούς» στόχους, όπως ο νεοφιλελευθερισμός και η παγκοσμιοποίηση) και αυτή η εξαφάνιση ήταν η πιο χαρακτηριστική επιβεβαίωση του ιδεολογικού του θριάμβου. Αντίστροφα, η επανεμφάνισή του αποτελεί σύμπτωμα προϊούσας απαξίωσης. Πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου Εντελμαν αποκάλυψε ότι το ποσοστό των Αμερικανών και των Βρετανών που έχουν θετική άποψη για τον καπιταλισμό έχει πέσει κάτω του 50% και λίγο απέχει από το αντίστοιχο των Ρώσων. «Η νομιμοποίηση του συστήματος σήμερα αμφισβητείται», γράφει ο Τζον Πλέντερ εκ μέρους της σύνταξης των Financial Times, προσθέτοντας ότι αυτή η τάση φέρνει μαζί της «αυξανόμενες απειλές πολιτικής αποσταθεροποίησης».
Φυσικά, τα έντυπα των αμερικανικών και ευρωπαϊκών ελίτ δεν φιλοδοξούν να σώσουν τους εργαζόμενους από τον καπιταλισμό, αλλά τον καπιταλισμό από τον εαυτό του. Ομονοούν ότι τα τρία κυρίαρχα μοντέλα των τελευταίων δεκαετιών -ο νεοφιλελεύθερος Ρεϊγκανισμός - Θατσερισμός, η αλήστου μνήμης «νέα οικονομία» των Κλίντον και Γκρίνσπαν, που έθρεψε τις χρηματιστικές «φούσκες», και το γερμανικό, εξαγωγικό μοντέλο που στηρίζεται στη διαρκή λιτότητα- έχουν κλείσει τον κύκλο τους. Αυτό που αναζητούν δεν είναι η υπέρβαση του συστήματος, αλλά μια καινούργια, μεγάλη μεταρρύθμιση που θα επιτρέψει την ομαλότερη διαιώνισή του.
Απόπειρα απάντησης σ' αυτό το ερώτημα υπήρξε πρόσφατο άρθρο του γνωστού μας προφήτη καταστροφών Νουριέλ Ρουμπινί και δύο άλλων οικονομολόγων (Ντάνιελ Αλπερτ και Ρόμπερτ Χόκετ) με τίτλο «Ο δρόμος προς τα εμπρός». Σε αντίθεση με τις επιδερμικές αναλύσεις που αποδίδουν την κρίση μόνο στα goldeboys και στη χρηματιστική κερδοσκοπία, οι τρεις συγγραφείς προχωρούν βαθύτερα για να εντοπίσουν δύο μεγάλα σεισμογενή ρήγματα: την υπερσυσσώρευση πλεοναζόντων κεφαλαίων χαμηλής κερδοφορίας και τις τρομακτικές ανισότητες του παγκόσμιου εμπορίου.
Η πρόταση των τριών στηρίζεται σε τρεις βασικές ιδέες: Ενα «πεντάχρονο πλάνο», της τάξης των τρισεκατομμυρίων δολαρίων, για μεγάλες επενδύσεις στον τομέα των υποδομών «ώστε να εκμεταλλευθούμε τη μοναδική ευκαιρία να συναντηθούν τα πλεονάζοντα κεφάλαια και η πλεονάζουσα εργασία σε παραγωγικές δραστηριότητες». Τη «δραστική μείωση του υπέρογκου δημοσίου χρέους», με τις τράπεζες να επωμίζονται το σχετικό κόστος. Και την «αποκατάσταση της ισορροπίας» μεταξύ πλεονασματικών και ελλειμματικών χωρών στο παγκόσμιο εμπόριο, με τις πρώτες (π. χ. Κίνα, Γερμανία) να στρέφονται περισσότερο στην εσωτερική κατανάλωση, αυξάνοντας μισθούς και κοινωνικές παροχές.
Υπάρχει και μια ενδιαφέρουσα αντιστροφή ρόλων σε αυτή τη συζήτηση. Στα πρώτα στάδια της κρίσης, που ξεκίνησε το 2008 από τη Γουόλ Στριτ, ΗΠΑ και Βρετανία, οι χώρες της Ρεϊγκανικής - Θατσερικής απορρύθμισης, ενοχοποιούνταν ως οι κατ' εξοχήν υπαίτιοι από τη γαλλογερμανική Ευρώπη, η οποία βαυκαλιζόταν ότι χάρη στο ευρώ και το κοινωνικό κράτος της θα άντεχε καλύτερα τους κραδασμούς. Σήμερα, είναι η ευρωλάνδη - όμηρος της κ. Μέρκελ που βυθίζεται σε μια κρίση χωρίς πάτο, ενώ η Αμερική του Μπαράκ Ομπάμα σήμερα και, ενδεχομένως, η Βρετανία του Εντ Μίλιμπαντ αύριο, με το δικό τους νόμισμα και τα δικά τους κυρίαρχα κράτη, χωρίς το ζουρλομανδύα των «συμφώνων σταθερότητας», εμφανίζονται ως ελκτικότεροι, ή πάντως λιγότερο απωθητικοί, πόλοι. Μια εξέλιξη η οποία, πέραν της ιδεολογικής, έχει και δυνητικά γεωστρατηγική σημασία, ιδίως για τις χώρες που απειλούνται με εξοστρακισμό από την Ευρωζώνη.
Και αριστερή ρητορεία τώρα από τον Ομπάμα
«Πείτε το ταξικό πόλεμο αν θέλετε, αλλά οι περισσότεροι θα το ονομάσουν κοινή λογική»! Με αυτή την αποστροφή ο Μπαράκ Ομπάμα έδωσε το στίγμα της πολιτικής του στην ετήσια ομιλία για την «Κατάσταση του Εθνους», δίνοντας το εναρκτήριο λάκτισμα της εκστρατείας προς τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου.
Με κεντρικό άξονα την οικονομική κρίση και την αντιμετώπιση της ανεργίας, η ομιλία του Αμερικανού προέδρου σηματοδότησε μια (ρητορική) μετατόπιση προς τα αριστερά. Αν η «Αλλαγή» και η «Ελπίδα» ήταν οι βασικές επαγγελίες του 2008, φέτος δίνουν τη θέση τους στην «Καταπολέμηση της Ανισότητας» και την «Κοινωνική Δικαιοσύνη». Γνωστές φωνές του νεοσυντηρητισμού, όπως ο αρθρογράφος της Washington Post Τσαρλς Κραουτχάμερ, δεν δίστασαν να τον παραλληλίσουν με τους… Λένιν και Μάο, δήμιο της ελεύθερης επιχείρησης.
Φυσικά, ο παραλληλισμός αποτελεί υπερβολή στα όρια της γραφικότητας. Στην προεδρική ομιλία, ο βιομήχανος που παράγει στην Αμερική φιγουράρει σαν ήρωας, ενώ το στίγμα της κοινωνικά ανεύθυνης κερδοσκοπίας πέφτει στη Γουόλ Στριτ και στις επιχειρήσεις που μετακομίζουν στην Κίνα αναζητώντας χαμηλό εργατικό κόστος. Η βασική κατεύθυνση του Ομπάμα ήταν η μείωση της χρηματιστηριακής φούσκας, η τόνωση της παραγωγικής οικονομίας και η επιστροφή αμερικανικών βιομηχανιών στην πατρίδα – αν και δεν είναι απολύτως σαφές πώς θα επιτευχθούν όλα αυτά.
Επί του συγκεκριμένου, η ομιλία Ομπάμα περιείχε δύο σημαντικά μέτρα: την επιβολή ελάχιστου φόρου εισοδήματος 30% σε όλους τους πολίτες με ετήσιο εισόδημα άνω του ενός εκατομμυρίου δολαρίων και την καθιέρωση ελάχιστης φορολογίας σε όλες τις πολυεθνικές.
Το ενδιαφέρον είναι ότι η ρητορεία εναντίον των ανισοτήτων γίνεται εσχάτως δημοφιλής όχι μόνο στη βάση των Δημοκρατικών, αλλά και σε εκείνη των Ρεπουμπλικανών. Είναι ενδεικτικό ότι το φαβορί των τελευταίων για το προεδρικό χρίσμα, Μιτ Ρόμνεϊ, αντιμετωπίζει καταιγιστικές επικρίσεις των ανθυποψηφίων του με αιχμή τη μεγάλη προσωπική του περιουσία. Αναγκάστηκε μάλιστα να δώσει στη δημοσιότητα τη φορολογική του δήλωση, αποκαλύπτοντας ότι το 2010 κέρδισε 22 εκατ. δολάρια, πληρώνοντας φόρο μόλις 14%.
Στην παρανομία βγάζει η Μέρκελ τον... Κέινς
Διαστάσεις ανοιχτής πολεμικής αποκτά η κριτική του αμερικανοβρετανικού ζεύγους στη δρακόντεια λιτότητα που επιβάλλει στην Ευρωζώνη η Γερμανία. Με αφορμή τη γερμανική αξίωση, που υιοθετήθηκε από τη σύνοδο κορυφής της Ε. Ε. την περασμένη Τρίτη, για νομοθετική κατοχύρωση της δημοσιονομικής πειθαρχίας και σχεδόν αυτόματες κυρώσεις στους «παραβάτες», Βρετανός αξιωματούχος δήλωσε χαρακτηριστικά ότι το Βερολίνο «εννοεί να καταστήσει παράνομο και τον... Κέινς»!
Εξ άλλου, αναλυτικό ρεπορτάζ του BBC με τίτλο «Μήπως η Γερμανία έσπειρε τους σπόρους της κρίσης της Ευρωζώνης;» χαρακτήριζε μονομερή την ενοχοποίηση των «παραβατικών», περιφερειακών χωρών, όπως η Ελλάδα, υπενθυμίζοντας ότι Γερμανία και Γαλλία ήταν οι πρώτες που παραβίασαν το σύμφωνο σταθερότητας ως προς το όριο του 3% για το δημόσιο χρέος, οδηγώντας σε γενική δημοσιονομική χαλάρωση. Το ρεπορτάζ αναφέρει ότι «από το Ελσίνκι μέχρι την Αθήνα η εξέγερση κυοφορείται και συχνά εμβολιάζεται με αντιγερμανικό αίσθημα», προσθέτοντας δήλωση του πρώην υπουργού Πέτρου Δούκα, ο οποίος χαρακτηρίζει τη Γερμανία «ατμομηχανή του πόνου» για τους άλλους λαούς.
Ιδιαίτερα επικριτικό ήταν και το άρθρο του Αλαν Μπίτι, υπευθύνου διεθνούς οικονομίας των Financial Times, για τη γερμανική αξίωση περί διορισμού επιτρόπου στην Ελλάδα. Ο αρθρογράφος καταλογίζει στη Γερμανία ότι, ενώ ενθάρρυνε την είσοδο μιας ανέτοιμης Ελλάδας στην Ευρωζώνη και τον ανεύθυνο δανεισμό της για να αγοράζει γερμανικά προϊόντα, σήμερα επιθυμεί «να διορίσει ξένο επικυρίαρχο ώστε να επιβάλει την αποπληρωμή των δανείων. Αφήνοντας στην άκρη τις γνωστές, αλλά όχι εποικοδομητικές συγκρίσεις με τις πολεμικές αποζημιώσεις που επιβλήθηκαν στη Γερμανία μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, θα βρούμε πιο αρμόζουσες αναλογίες με το σημερινό Κόσοβο ή με την Αίγυπτο του 19ου αιώνα». Αφού υπενθυμίσει τη λεηλασία του αιγυπτιακού εθνικού πλούτου από τις αποικιοκρατικές δυνάμεις, ο Βρετανός αναλυτής πιθανολογεί πως η πρωτοφανής γερμανική αξίωση «ίσως να επιδιώκει να εξοργίσει την Αθήνα ώστε να εγκαταλείψει το κοινό νόμισμα».
Στο πλευρό της Μέρκελ, έστω και ως ελάσσων εταίρος, τάχθηκε πάντως με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ο Νικολά Σαρκοζί. Στην τηλεοπτική συνέντευξη με την οποία εγκαινίασε την εκστρατεία του για τις προεδρικές εκλογές του Απριλίου, ο Γάλλος ηγέτης εμφάνισε το γερμανικό οικονομικό μοντέλο ως υπόδειγμα για τη χώρα του, ξεσηκώνοντας σφοδρές επικρίσεις όχι μόνο από τους Σοσιαλιστές, αλλά και από τμήμα των Γκωλικών, οι οποίοι δεν μπορούν να χωνέψουν την άνευ όρων παράδοση της χώρας τους στη γερμανική ηγεμονία.