Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2012

Ένα ενδιαφέρον άρθρο για τη νέα πολιτική των ΗΠΑ


Η «Αμερικανική Αναγέννηση»
Tου David Ignatius - Aρθρογράφου της Washington Post
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_world_1_29/01/2012_470644)
Το κεντρικό ζήτημα που θα έπρεπε να απασχολεί τους υποψηφίους για την προεδρία των ΗΠΑ, στις προσεχείς εκλογές, τουλάχιστον στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής είναι η «Αμερικανική Αναγέννηση».
Καθένας από τους υποψηφίους υποστηρίζει ότι έχει μία στρατηγική προκειμένου να ανακόψει την παρακμή της Αμερικής, αλλά τα σχέδιά τους φαίνονται να είναι «μία από τα ίδια» και δεν θα αποδειχθούν αποτελεσματικά.
Για μία ενδιαφέρουσα συζήτηση σχετικά με το τι θα χρειαστεί για την Αμερικανική Αναγέννηση τις επόμενες δεκαετίες, προτείνω ανεπιφύλακτα το βιβλίο του πρώην συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας, επί προεδρίας Τζίμι Κάρτερ, Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι «Strategic Vision» (Στρατηγικό όραμα). Μολονότι υπηρέτησε δίπλα σε έναν πρόεδρο που συνδέθηκε με την «καχεξία» των ΗΠΑ, στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ο Μπρεζίνσκι ανέκαθεν παρέμεινε στην πλευρά των «ιεράκων» ρεαλιστών του κόμματος των Δημοκρατικών και στο βιβλίο του ασκεί δριμεία κριτική στο status quo.
Η ανησυχητική διαπίστωση στο βιβλίο είναι ότι παρατηρούνται «φοβερές ομοιότητες» μεταξύ της Αμερικής σήμερα και της ΕΣΣΔ λίγο πριν από την κατάρρευσή της, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται ένα «ανελαστικό πολιτικό σύστημα, ανίκανο να καταλήξει σε σοβαρές επιλογές αλλαγής πολιτικής», ένας δυσβάσταχτος αμυντικός προϋπολογισμός και δέκα χρόνια ατελέσφορων προσπαθειών για την κατάκτηση του Αφγανιστάν.
Το ζουμί των επιχειρημάτων του Μπρεζίνσκι για την αμερικανική στρατηγική είναι η χώρα να καταστεί αρκετά ισχυρή ώστε να δρα «ως υπεύθυνος εταίρος στην αναδυόμενη και διαρκώς πιο αποφασιστική Ανατολή». Βλέπει τον μελλοντικό ρόλο της Αμερικής ως «ισορροπητικό» και «διαμεσολαβητικό» μεταξύ των ασιατικών εθνών, τα οποία, αν μείνουν χωρίς επιτήρηση, θα εμπλακούν σε αιματηρές συγκρούσεις.
Για να επιτύχει την αναγέννηση αυτή, λέει ο Μπρεζίνσκι, η Αμερική θα πρέπει να συνεργαστεί στενά με έθνη όπως η Ρωσία και η Τουρκία, ώστε να χτίσει τη λεγόμενη «ευρύτερη Δύση». Εάν η Αμερική προσπαθήσει να τα καταφέρει μόνη της, ή αν δεν τα βρει με τις αναδυόμενες δυνάμεις, τότε θα έχει μπελάδες.
Ετσι φτάνουμε λοιπόν στην καρδιά της προεκλογικής συζήτησης, στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής: τι σημαίνει αμερικανική ισχύς τον 21ο αιώνα; Σημαίνει μήπως ανάνηψη στα επίπεδα ισχύος που απολάμβανε η χώρα επί Ρέιγκαν; Ή σημαίνει κάτι σε μεγαλύτερη επαφή με την πραγματικότητα της παγκόσμιας ισορροπίας ισχύος σήμερα; Ο Μπρεζίνσκι θα προτιμούσε το δεύτερο, αλλά ας δούμε τι λένε οι υποψήφιοι για τον προεδρικό θώκο.
Σε κάθε ντιμπέιτ του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, ακούει κανείς τους δύο επικρατέστερους υποψηφίους (Μιτ Ρόμνεϊ και Νιουτ Γκίνγκριτς) να μιλάνε για την αποκατάσταση της αμερικανικής ισχύος. Νομίζουν ότι μιλάνε για τη χαμένη Ατλαντίδα, αφού πιστεύουν ότι οι ΗΠΑ μπορούν να επανακτήσουν τη θέση τους ως «μοναδική υπερδύναμη» πάνω από όλους τους άλλους. Οι συγκεκριμένες πολιτικές που προτείνουν για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος περιλαμβάνουν περισσότερη μυϊκή δύναμη: περισσότερη στρατιωτική πίεση στο Ιράν, περισσότερες μυστικές επιχειρήσεις καμποτάζ της CIA στο Ιράν, τη Συρία και αλλού και πιο σκληρή εμπορική πολιτική απέναντι στην Κίνα. Αυτό που υπονοούν δηλαδή είναι ότι η στάση του προέδρου Ομπάμα, ο οποίος προσπαθεί να χτίσει συμμαχίες και να δουλέψει μέσω των Ηνωμένων Εθνών, υποδηλώνει αδυναμία. Η ισχυρή Αμερική οδηγεί τον δρόμο μόνη της, λένε.
Το πρόβλημα με αυτή τη λογική είναι ότι η Αμερική έχει ήδη σφίξει τους μυς της - τόσο που έχει πιαστεί, και για να συνεχίσει να προβάλλει ισχύ σε παγκόσμια κλίμακα πρέπει να βρει συμμάχους. Εάν ο Μπρεζίνσκι έχει δίκιο, η «ευρύτερη Δύση» πρέπει να περιλαμβάνει τη Ρωσία και την Τουρκία, και η ρητορική των Ρεπουμπλικανών δεν βοηθά προς αυτή την κατεύθυνση. Ο Ομπάμα μάλιστα έχει ήδη αρχίσει να δουλεύει προς την κατεύθυνση που υποστηρίζει ο Μπρεζίνσκι, με την «επανέναρξη» των αμερικανορωσικών σχέσεων από το 2009.
Ομως, οι Ρεπουμπλικανοί είναι καχύποπτοι απέναντι στον ρεαλισμό της παγκόσμιας πολιτικής και προτιμούν το ρομαντικό ιδεώδες του μοναχικού καβαλάρη, όπως προκρίνει το νεοσυντηρητικό κομμάτι της παράταξής τους. Ο Ρόμνεϊ, για παράδειγμα, απορρίπτει την ιδέα των διαπραγματεύσεων με τους Ταλιμπάν, κάτι που δεν συμμερίζονται ούτε καν οι σύμβουλοί του. Στο Μεσανατολικό, ο Γκίνγκριτς δεν συναινεί ούτε καν στη λύση των δύο κρατών, την οποία έχουν υιοθετήσει όλα τα άλλα κράτη του κόσμου, συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου του Ισραήλ! Μάλιστα, αποκαλεί τους Παλαιστίνιους «φαντασιακό» έθνος, υποδηλώνοντας έτσι ότι δεν αξίζουν δικό τους κράτος. Τέτοιες απόψεις δεν είναι ρεαλιστικές.
Οσο για τον Ομπάμα, αναλύει το παιχνίδι στα λόγια, καλύτερα απ’ ό,τι το παίζει. Καταλαβαίνει τα προβλήματα της αμερικανικής οικονομίας, των υποδομών, της παιδείας, αλλά δεν έχει κάνει μεγάλα βήματα για να τ’ αλλάξει. Το να κατηγορεί το Κογκρέσο δεν είναι καλή δικαιολογία. Εξελέγη για να κάνει την κυβέρνηση να δουλεύει. Αν δεν μπορεί, ας αφήσει να δοκιμάσει κάποιος άλλος.