Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2012

Ένα ενδιαφέρον ιστορικό άρθρο για την ίδρυση του ΝΑΤΟ



Η ίδρυση του ΝΑΤΟ
Η υπογραφή του Συμφώνου το 1949 αποτέλεσε κομβικό σημείο για την εξέλιξη του Ψυχρού Πολέμου
Επιμέλεια: Στέφανος Xελιδόνης
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_world_1_19/02/2012_473099 )
Πριν από εξήντα χρόνια ακριβώς, η Ελλάδα μαζί με την Τουρκία προσχώρησαν στο ΝΑΤΟ. Η ένταξή τους στις 18 Φεβρουαρίου 1952 σηματοδοτούσε την πρώτη διεύρυνση του Οργανισμού του Βορειοατλαντικού Συμφώνου, ο οποίος είχε ιδρυθεί από δώδεκα κράτη στις 4 Απριλίου 1949 προκειμένου η Δυτική Ευρώπη να αποκτήσει μία αίσθηση ασφάλειας έναντι της σοβιετικής απειλής, επικυρώνοντας έτσι και στο στρατιωτικό πεδίο τη διαίρεση της Γηραιάς Ηπείρου.
Ηταν η πρώτη φορά που η Ελλάδα μετείχε σε μία μεγάλη συμμαχία, σε συνθήκες τυπικής ισότητας, μαζί με τις Μεγάλες Δυνάμεις της Δύσης. Εκτοτε, η ελληνική συμμετοχή στο ΝΑΤΟ αποτέλεσε ένα από τα μεγάλα θέματα της δημόσιας συζήτησης στη χώρα μας. Ακολούθησε η ένταξη της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, το 1955, η οποία προκάλεσε ως αντίδραση τη σύναψη του Συμφώνου της Βαρσοβίας από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Η Ισπανία, που προσχώρησε το 1982, ήταν και το τελευταίο νέο μέλος πριν από τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου. Μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, το ΝΑΤΟ απέκτησε δώδεκα ακόμη μέλη, αριθμώντας σήμερα συνολικά 28. Με τη διάλυση της ΕΣΣΔ, η Βορειοατλαντική Συμμαχία έχανε το αντίπαλον δέος και αναγκαζόταν να επανεξετάσει τον ρόλο της σε έναν ταχέως μεταβαλλόμενο κόσμο. Το 1999, με αφετηρία την κρίση στο Κοσσυφοπέδιο, το ΝΑΤΟ αποφάσισε ότι πλέον θα έδινε έμφαση στην πρόληψη συγκρούσεων και τη διαχείριση κρίσεων σε ολόκληρη την υφήλιο.

Γιατί δημιουργήθηκε το νέο ΣύμφωνοΤου Ευάνθη Xατζηβασιλείου
Στις 4 Απριλίου 1949, υπογράφηκε στην Ουάσιγκτον ο Οργανισμός του Βορειοατλαντικού Συμφώνου (North Atlantic Treaty Organization). Επρόκειτο για τη συμμαχία των ΗΠΑ και του Καναδά με χώρες της Δυτικής Ευρώπης (Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία, Βέλγιο, Ολλανδία, Λουξεμβούργο, Νορβηγία, Δανία, Πορτογαλία, Ισλανδία), με σκοπό την προστασία της Γηραιάς Ηπείρου από ενδεχόμενη στρατιωτική επίθεση της Σοβιετικής Ενωσης. Οι ΗΠΑ είχαν πολεμήσει σε δύο παγκοσμίους πολέμους στην Ευρώπη, και είχαν επίσης, μετά το 1945, αναλάβει υποχρεώσεις πολιτικής και οικονομικής υφής (με το Δόγμα Τρούμαν και το Σχέδιο Μάρσαλ). Ηταν όμως η πρώτη φορά που η νεόκοπη υπερατλαντική υπερδύναμη επωμιζόταν, επίσημα και μακροπρόθεσμα, στρατιωτικές υποχρεώσεις στο ανατολικό ημισφαίριο σε καιρό ειρήνης. Υπό την έννοια αυτή, η ίδρυση του ΝΑΤΟ αποτέλεσε κομβικό σημείο για την εξέλιξη του Ψυχρού Πολέμου. Ηταν η επισημοποίηση του γεγονότος ότι ο Ψυχρός Πόλεμος περιλάμβανε και τη στρατιωτική αντιπαράθεση των δύο «κόσμων» στην καρδιά της Ευρώπης.
Τα αίτια της δημιουργίας του ΝΑΤΟ πρέπει να αναζητηθούν σε δύο επίπεδα: πρώτον, την εντεινόμενη δυτικοευρωπαϊκή ανασφάλεια, και δεύτερον τη συμπεριφορά της Σοβιετικής Ενωσης το έτος 1948, που τελικά έπεισε τους Αμερικανούς για την ανάγκη δικής τους παρέμβασης. Στο πρώτο επίπεδο, οι Δυτικοευρωπαίοι -κυρίως οι Βρετανοί και οι Γάλλοι- είχαν πλήρη επίγνωση της στρατιωτικής αδυναμίας τους έναντι της Μόσχας, και επίμονα πίεζαν την Ουάσιγκτον για εγκαθίδρυση μιας συμμαχικής σχέσης. Είναι ενδεικτικό ότι μετά τη σύναψη της αγγλογαλλικής Συνθήκης της Δουνκέρκης το 1947 (μιας συμμαχίας των δύο κρατών), τα βρετανικά στρατιωτικά σχέδια ασχολούνταν αποκλειστικά με το πώς ο βρετανικός στρατός θα έβρισκε λιμάνι για να φύγει από την Ευρώπη, και όχι με το πώς και πού θα πολεμούσε... Ωστόσο, έως το 1948, οι Αμερικανοί ήταν απρόθυμοι να εμπλακούν σε μια στρατιωτική συμμαχία στη Γηραιά Ηπειρο, που θα τερμάτιζε και επίσημα τη «μεγάλη συμμαχία» του 1941 με τους Σοβιετικούς. Αφενός η Ουάσιγκτον δεν θεωρούσε ότι οι Σοβιετικοί επιδίωκαν ένοπλη αναμέτρηση, και αφετέρου η αμερικανική κοινή γνώμη ζητούσε την επιστροφή των στρατιωτών στην πατρίδα τους - «to bring the boys home». Η Ουάσιγκτον διαμήνυσε στους Δυτικοευρωπαίους ότι σε κάθε περίπτωση, θα εξέταζε το αίτημά τους μόνον εάν οι ίδιες οι ευρωπαϊκές χώρες αποδείκνυαν την προθυμία τους να υπερβούν τις παλαιές εθνικιστικές διενέξεις τους και να συνεργαστούν. Τούτο οδήγησε στη σύναψη του Συμφώνου των Βρυξελλών, τον Μάρτιο του 1948, μεταξύ της Βρετανίας, Γαλλίας, Βελγίου, Ολλανδίας και Λουξεμβούργου. Ετσι, οι Δυτικοευρωπαίοι ικανοποίησαν έναν όρο που έθεταν οι Αμερικανοί για να εξετάσουν τη δική τους ανάμειξη. Ωστόσο, το Σύμφωνο των Βρυξελλών (που αργότερα εξελίχθηκε στη Δυτικοευρωπαϊκή Ενωση) δεν εκπροσωπούσε επαρκή στρατιωτική ισχύ.
Οι Δυτικοευρωπαίοι, επομένως, συνέχιζαν να νιώθουν ανασφαλείς. Και -κατά τρόπο ειρωνικό- το πρόβλημά τους το έλυσε η ίδια η Σοβιετική Ενωση, η οποία το 1948-49 έκανε ό,τι μπορούσε ώστε να πείσει τους Δυτικούς για τις επιθετικές της προθέσεις. Το πραξικόπημα της Πράγας, τον Φεβρουάριο του 1948, έδωσε αποφασιστική ώθηση στη δημιουργία του Συμφώνου των Βρυξελλών, ενώ επίσης ενίσχυσε τις αμερικανικές τάσεις για μια συμμαχία με τη Δυτική Ευρώπη. Κυρίως, ο αποκλεισμός του Βερολίνου από τον Ιούνιο του 1948 έπεισε τους Αμερικανούς ότι οι Σοβιετικοί θα μπορούσαν να προκαλέσουν έναν νέο πόλεμο, αν μη τι άλλο λόγω της μεγάλης ανισορροπίας ισχύος που υπήρχε στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Οι διαπραγματεύσεις για την ίδρυση του ΝΑΤΟ άρχισαν μετά την επιβολή του αποκλεισμού του Βερολίνου, και εξελίχθηκαν ταυτόχρονα με τις δικές του εντάσεις. Με τη σκληρή στάση τους, οι Σοβιετικοί συνένωσαν τις δυτικές χώρες εναντίον τους. Στην ίδρυση του ΝΑΤΟ, αναγνωρίζεται ευρέως ο ρόλος που έπαιξε ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών, Ερνεστ Μπέβιν, εκ των ηγετών του Εργατικού Κόμματος.
Ο ρόλος των Αμερικανών και ο «αυτοματισμός»Η απόφαση των Αμερικανών να αποδεχθούν μια συμμαχία με τους Δυτικοευρωπαίους εδραζόταν στην ανάγκη που διέβλεψαν να παρέμβουν ώστε να αποκαταστήσουν την ισορροπία στη Γηραιά Ηπειρο: έκριναν δηλαδή ότι η δική τους ανάμειξη ήταν αναγκαία ώστε να μην ελέγξουν οι Σοβιετικοί τη Δυτική Ευρώπη και επομένως το σύνολο του ευρασιατικού χερσαίου χώρου. Ηταν επίσης και παροχή μιας διαβεβαίωσης στους Δυτικοευρωπαίους, το ηθικό των οποίων είχε καταρρακωθεί από τις σοβιετικές κινήσεις στην Τσεχοσλοβακία και το Βερολίνο. Πάντως, σε αυτή την πρώτη φάση, το ΝΑΤΟ δεν διέθετε σημαντική στρατιωτική δύναμη και οργάνωση, τις οποίες απέκτησε μόνον μετά τον πανικό που δημιούργησε στη Δύση ο πόλεμος της Κορέας. Το 1949-50, το ΝΑΤΟ παρέμενε μια κατά βάση πολιτική εγγύηση των ΗΠΑ για την ανεξαρτησία των δυτικοευρωπαϊκών κρατών από τη Μόσχα.
Η έκταση της δυτικοευρωπαϊκής ανασφάλειας διαφάνηκε από τη σημασία που προσέλαβε, κατά τις διαπραγματεύσεις, το περιλάλητο ζήτημα του «αυτοματισμού» της εγγύησης, η οποία ενσωματωνόταν στο άρθρο 5 του Βορειοατλαντικού Συμφώνου. Το σύμφωνο όριζε ότι επίθεση εναντίον ενός μέλους θα αντιμετωπίζεται ως επίθεση εναντίον όλων. Εξ ορισμού, όμως, η αξιοπιστία μιας συμμαχίας αυξάνεται όταν προβλέπει πως, σε περίπτωση επίθεσης εναντίον ενός μέλους, όλα τα υπόλοιπα βρίσκονται «αυτομάτως» σε κατάσταση πολέμου με τον επιτιθέμενο. Ωστόσο, όπως έκαναν σαφές οι Αμερικανοί στους Δυτικοευρωπαίους, τούτο δεν μπορούσε να προβλεφθεί στο Βορειοατλαντικό Σύμφωνο, καθώς βάσει του αμερικανικού Συντάγματος, η κήρυξη του πολέμου ανήκει στις αρμοδιότητες του Κογκρέσου και όχι της κυβέρνησης. Εάν μια τέτοια «αυτόματη» ρύθμιση ενσωματωνόταν στη συμφωνία (τόνιζαν οι Αμερικανοί) ήταν πολύ πιθανόν να απορριφθεί από το Κογκρέσο, το οποίο θα προστάτευε τα συνταγματικά του δικαιώματα. Για τούτο, το άρθρο 5 του Συμφώνου όριζε ότι εάν κράτος-μέλος δεχόταν επίθεση, τα υπόλοιπα θα εμπλέκονταν στον πόλεμο σύμφωνα με τις «συνταγματικές τους διαδικασίες». Η πρόβλεψη προκάλεσε τη δυσφορία των Δυτικοευρωπαίων, που θεωρούσαν ότι ενείχε τον κίνδυνο της «εγκατάλειψής» τους από τους Αμερικανούς σε περίπτωση σοβιετικής επίθεσης. Και αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο -στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και ιδίως των πρώτων του φάσεων- με δυτικοευρωπαϊκή επιμονή, τα στρατεύματα προκαλύψεως του ΝΑΤΟ στη Γερμανία (δηλαδή τα στρατεύματα της πρώτης γραμμής του λεγόμενου Κεντρικού Μετώπου) περιλάμβαναν αμερικανικές δυνάμεις: οι Δυτικοευρωπαίοι ήθελαν, σε περίπτωση σοβιετικής επίθεσης, να σκοτωθούν Αμερικανοί στρατιώτες από την πρώτη ημέρα, ώστε να υποχρεωθεί το Κογκρέσο να κηρύξει τον πόλεμο. Η έντονη ανασφάλεια των Δυτικοευρωπαίων, η ανάγκη τους να διατηρήσουν τους Αμερικανούς εμπλεγμένους στη Γηραιά Ηπειρο και η φοβία τους ότι οι Αμερικανοί θα μπορούσαν να τους «εγκαταλείψουν» αποτέλεσαν μόνιμα μοτίβα της ιστορίας του ΝΑΤΟ στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.
Η πολιτική ταυτότητα της ΣυμμαχίαςΘα ήταν λάθος να μονοπωληθεί η προσοχή μας αποκλειστικά από τη στρατιωτική λειτουργία του ΝΑΤΟ στην ψυχροπολεμική αντιπαράθεση. Η σύγχρονη βιβλιογραφία επισημαίνει την -ήδη από την αρχή- έντονη αίσθηση των εμπλεκομένων χωρών ότι το ΝΑΤΟ δεν ήταν απλώς μια στρατιωτική διευθέτηση: ήταν μια ένωση κρατών βασισμένη σε κοινές αξίες, πολιτικές και πολιτισμικές, οι οποίες αποτελούσαν την ουσιαστική συνεκτική του ουσία. Τούτο άλλωστε έγινε σαφές και στα σημαντικότερα πολιτικά κείμενα της συμμαχίας κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, δηλαδή την Εκθεση των Τριών του 1956, και την Εκθεση Χάρμελ του 1967. Το ΝΑΤΟ είχε μια πολιτική ταυτότητα: ήταν -πάνω από όλα- ουσιώδες τμήμα μιας θεσμικά οργανωμένης κοινότητας των δυτικών κρατών. Η οργάνωση τούτη ήταν και στρατιωτική, αλλά και οικονομική (μέσω του Οργανισμού για την Ευρωπαϊκή Οικονομική Συνεργασία, την GATT και άλλους οργανισμούς), και πολιτική/πολιτισμική (μέσω του Συμβουλίου της Ευρώπης). Παρά τα συχνά προβλήματα που δημιουργούνταν από την ανισομέρεια της ισχύος μεταξύ του βορειοαμερικανικού και του ατλαντικού πυλώνα του, ο μεταπολεμικός δυτικός κόσμος συνδύαζε τον σεβασμό των εθνικών ταυτοτήτων των μελών του, τη διεθνή τους συνεργασία σε διάφορα επίπεδα, αλλά και δι-εθνικά (transnational) στοιχεία, όπως τις αρχές του πολιτικού φιλελευθερισμού, την πίστη στις αρχές της μετριοπάθειας και της εξελικτικότητας, την ίδια την αίσθηση του ανήκειν σε έναν πολιτισμό με βαθιές ιστορικές ρίζες. Μία από τις κορυφώσεις της συγκρότησης αυτής της θεσμικά οργανωμένης μεταπολεμικής Δύσης ήταν και η ίδρυση του ΝΑΤΟ.

* Ο κ. Ευάνθης Χατζηβασιλείου είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.