Το Σίτι θα επιβιώσει και μετά το Brexit
DOMINIC ELLIOTT / REUTERS BREAKINGVIES
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr)
Το Σίτι του Λονδίνου θα παραμείνει χρηματοπιστωτικό κέντρο για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα απ’ ό,τι θα παραμείνει η Βρετανία μέλος της Ε.Ε. Οι διαπραγματεύσεις για την έξοδο της Βρετανίας θα μπορούσαν να ολοκληρωθούν με την επιβολή επιπλέον ρυθμίσεων, υψηλότερο κόστος και υψηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις για τις τράπεζες.
Ωστόσο είναι απίθανο ότι θα φύγουν πολλοί πελάτες, κυρίως διαχειριστές κεφαλαίων και εταιρείες πέραν του χρηματοπιστωτικού τομέα. Χάρη σε αυτούς παρατηρείται το φαινόμενο της συγκέντρωσης (δηλαδή της ευεργετικής επίδρασης που έχει η γεωγραφική συγκέντρωση επιχειρήσεων του ίδιου κλάδου και των υποστηρικτικών προς αυτές υπηρεσιών, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η παραγωγικότητά τους αλλά και η καινοτομία). Πρώτον, αναλογιστείτε τη χειρότερη επίπτωση που θα μπορούσαν να έχουν οι διαπραγματεύσεις του Brexit. Αυτή θα ήταν η απώλεια του λεγόμενου ευρωπαϊκού διαβατηρίου για τις τράπεζες, δηλαδή της δυνατότητας να πωλούν υπηρεσίες σε ολόκληρη την Ε.Ε. έχοντας την έδρα τους στη Βρετανία, δηλαδή χωρίς να αναγκάζονται να δημιουργούν θυγατρικές σε κάθε ένα κράτος-μέλος. Χωρίς αυτό το δικαίωμα, η Βρετανία θα αναγκαστεί να αντιγράψει τις όχι ιδιαίτερα θελκτικές συμφωνίες που έχουν υπογράψει Νορβηγία και Ελβετία ή θα αναγκαστεί να εφαρμόζει κάθε νέο νόμο που ψηφίζει η Ε.Ε., προφανώς προδίδοντας την υπόσχεση όσων υποστήριζαν την έξοδο από την Ε.Ε. για «εκ νέου ανάληψη του ελέγχου».
Ορισμένες επιχειρήσεις θα φύγουν από το Σίτι, όπως τα εκκαθαριστήρια συναλλαγών σε ευρώ. Αυτές πιθανότατα θα μετεγκατασταθούν στη Φρανκφούρτη ή στο Παρίσι, παίρνοντας μαζί τους περίπου 30 με 50 χιλιάδες εργαζομένους ή το 10% των εργαζομένων στην τραπεζική βιομηχανία. Ωστόσο άλλες επιχειρήσεις είναι πιθανό ότι θα παραμείνουν στο Λονδίνο. Οι αγορές συναλλάγματος και εμπορευμάτων δεν υπόκεινται σε πανευρωπαϊκές κανονιστικές ρυθμίσεις. Ολα αυτά θα επιβαρύνουν τον χρηματοπιστωτικό κλάδο, ιδιαίτερα τις επενδυτικές τράπεζες, με δύο ειδών κόστη. Αν δεν διαθέτουν πλέον το ευρωπαϊκό διαβατήριο το ετήσιο λειτουργικό τους κόστος θα μπορούσε να αυξηθεί κατά 3%, σύμφωνα με την Boston Consulting Group. Η αύξηση του κόστους για προσωπικό και διοίκηση θα είναι μεγαλύτερη για τις αμερικανικές τράπεζες. Κατά μέσον όρο διατηρούσαν στη Βρετανία, το 2014, το 88% του προσωπικού στην Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και την Αφρική. Το δεύτερο κόστος σχετίζεται με το κεφάλαιο. Οι ευρωπαϊκές τράπεζες μπορεί να χρειαστεί να ιδρύσουν θυγατρικές με ξεχωριστή κεφαλαιοποίηση στην ηπειρωτική Ευρώπη και στη Βρετανία, κίνηση που είναι πιθανό να αυξήσει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις κατά 40 δισ. ευρώ, σύμφωνα με εκτίμηση της BCG. Αυτή η εξέλιξη θα επηρέαζε περισσότερο ευρωπαϊκές τράπεζες όπως οι BBVA, BNP Paribas, Deutsche Bank, Intesa Sanpaolo, Societe Generale και UniCredit παρά τις αμερικανικές ανταγωνίστριές τους, οι οποίες διαθέτουν ήδη θυγατρικές στο Λονδίνο. Βέβαια, το κόστος για τις τράπεζες θα μπορούσε να είναι ακόμη υψηλότερο και είναι δυσκολότερο να υπολογιστούν. Δεν υπάρχει μια πόλη η οποία να αποτελεί την ιδανική εναλλακτική επιλογή αντί του Λονδίνου. Η Φρανκφούρτη και το Δουβλίνο αποτελούν τις καλύτερες προτάσεις και ακολουθούν Παρίσι, Μιλάνο, Μαδρίτη και Αμστερνταμ. Ολες έχουν προβλήματα. Στο Δουβλίνο υπάρχει έλλειψη κατοικιών. Στη Μαδρίτη υπάρχουν περισσότερα διαθέσιμα γραφεία, αλλά αυτά δεν είναι τόσο καλής ποιότητας σύμφωνα με την JPMorgan. Επιπλέον, η μετακίνηση προσωπικού κοστίζει πολύ, με την εταιρεία συμβούλων Synechron να υπολογίζει το κόστος μετεγκατάστασης κάθε εργαζομένου στις 50 χιλιάδες λίρες στερλίνες.
Τελικά ο σημαντικότερος παράγοντας θα μπορούσε να αποδειχτεί το φαινόμενο της συγκέντρωσης. Δεν είναι τόσο ότι αρέσει στους τραπεζίτες να βρίσκονται κοντά στους ανταγωνιστές τους. Περισσότερο τους αρέσει να βρίσκονται κοντά στους πελάτες τους. Οι ασφαλιστές και οι διαχειριστές κεφαλαίων, δύο σημαντικοί πελάτες, πιθανότατα θα επηρεαστούν λιγότερο από το Brexit απ’ ό,τι οι τράπεζες.