Μέσες-άκρες ο Σίλντενφελντ απέδωσε την πραγματικότητα
Αλέξης Σπυρόπουλος
(Πηγή : http://www.sdna.gr/)
Επειδή έχουν de facto σβηστεί οι γραμμές, και μαζί έχουν τσαλαπατηθεί τα όρια που διαχωρίζουν τις έννοιες, με συνέπεια να μπερδευόμαστε άσχημα «σε μια κουταλιά νερό», γι’ αυτό έγινε απαραίτητο να διευκρινίζει κανείς το αυτονόητο. Για την ακρίβεια, να αρχίζει διευκρινίζοντάς το.
Το οποίον αυτονόητο είναι ότι ο Γκόρντον Σίλντενφελντ έδωσε συνέντευξη. Σε δημοσιογράφο. Ο Γκόρντον Σίλντενφελντ δεν έδωσε κατάθεση. Σε ανακριτή. Δημοσιογράφος, συνέντευξη. Ανακριτής, κατάθεση. Συνέντευξη, κατάθεση. Άλλο το ένα, άλλο το άλλο. Ελπίζεται ότι, πλέον, συνεννοούμαστε.
Ούτε μία κατάθεση νοείται να προσεγγίζεται σαν συνέντευξη, γιατί το κείμενο παραείναι ξερό, ξύλινο για να ενθουσιάσει ένα αρχισυντάκτη. Ούτε μία συνέντευξη νοείται να προσεγγίζεται σαν κατάθεση, γιατί το κείμενο παραείναι ελευθέριο, όχι επιμελές λέξη προς λέξη, μάλλον αδύναμο για να συγκινήσει τη δικαστική αρχή.
Ο Κροάτης, στα χρόνια του κοντά μας, δεν κρατούσε ημερολόγιο, δεν μαγνητοφωνούσε κρυφά, δεν στρατολογούσε μάρτυρες, δεν συνέλεγε συνειδητά μελλοντικό υλικό για τον ανακριτή. Ποδόσφαιρο έπαιζε. Αίσθηση αποκόμισε. Ζωγράφισε ακριβώς αυτή την αίσθησή του, διηγούμενος περιστατικά.
Είναι η διήγηση του ναυτικού, ή του μετανάστη, που επέστρεψε και εξιστορεί. Ατμόσφαιρα, τι έζησε εκεί που ήταν, θα δώσει. Όχι…αδιάσειστα στοιχεία. Να πούμε ότι έβαλε και σάλτσα στις ιστορίες, σαν τους κυνηγούς ή τους ψαράδες; Να το πούμε. Η «ατμόσφαιρα» του ελληνικού πρωταθλήματος, όμως, μέσες-άκρες αυτή είναι.
Αυτή που ο Σίλντενφελντ χρωμάτισε. Ανθρωποι που μπορεί να γίνουν όσο χυδαίοι χρειάζεται, όταν είναι ντυμένοι διαιτητές. Και κακορίζικες ομάδες που κάνουν τα κοκόρια όπου νιώθουν ότι τις παίρνει, και τις κότες όπου νιώθουν ότι δεν τις παίρνει. Τον Σίλντενφελντ περιμέναμε, να μας διαφωτίσει;
Άλλη μία διευκρίνιση (του αυτονόητου), εδώ. Ο Ολυμπιακός παίρνει τα πρωταθλήματα, διότι διαθέτει την πιο ακριβή και την πιο ισχυρή ομάδα. Η χρηματιστηριακή αξία του δικού του ρόστερ ισούται με το άθροισμα των αντίστοιχων μεγεθών Παναθηναϊκού+ΠΑΟΚ+ΑΕΚ.
Ο Ολυμπιακός παίρνει, όχι τα πρωταθλήματα, αλλά…όλα τα πρωταθλήματα, μηδενός εξαιρουμένου, και πάντοτε με χαρακτηριστική άνεση από νωρίς, δίχως περιττές αγωνίες στο φινάλε, επειδή και τα ζάρια του παιγνιδιού είναι δικά του. Σαν να τα φέρνει απ’ το σπίτι του.
Το ένα συμπληρώνει το άλλο. Με σωστά ζάρια η ακριβή+ισχυρή, αλλ’ ασφαλώς τρωτή, ομάδα μπορεί και να χάσει ένα (πρωτάθλημα) στα πέντε. ‘Η μπορεί να κάνει πέντε στα πέντε, αλλά σε πρωτάθλημα που κάθε χρόνο θα έχει το ενδιαφέρον του, τη ζύμωσή του στην κορυφή, ως την άνοιξη.
Με τα ζάρια απ’ το σπίτι του, η πιθανότητα γίνεται βεβαιότητα. Βεβαιότητα, κατάκτησης ενός πρωταθλήματος που παύει στην κορυφή να έχει ενδιαφέρον, ήδη από το φθινόπωρο, το πολύ ως τις Γιορτές. Δεν το προεξοφλούν…οι άλλοι. Το προεξοφλούν οι ίδιοι. Είκοσι σερί για αρχή «και μετά βλέπουμε», δεν λένε;
Ένα τέτοιο πρωτάθλημα, η αγορά το αξιολογεί με τα δικά της «ουδέτερα» αντανακλαστικά. Ουδέτερα, υπό την έννοια ότι η αγορά δεν νοιάζεται πώς λέγεται ο πρωταθλητής, ας λέγεται και Κουκουρούκου, αρκεί (εκεί που θα δώσει χρήματα και θα περιμένει ανταπόδοση) να «γίνεται παιγνίδι». Με φυσιολογικά ζάρια.
Η χορηγική αγορά αποτιμά αυτό το πρωτάθλημα, χαμηλά. Χαμηλότερα από ποτέ, στη ζώσα μνήμη. Δίνει τόσο, όσο. Ούτ’ ευρώ, παραπανίσιο απ’ ό,τι αντιστοιχεί στην «αίσθηση Σίλντενφελντ». Φταίει…η αγορά; ‘Η, μήπως, το προϊόν; Ο αποτιμητής ή ο αποτιμώμενος;
Σχετκό Περιεχόμενο
Για ένα δικαίωμα, ρε γαμώτο