Καληνύχτα, Κεμάλ
ΝΙΚΟΣ ΜΑΡΑΝΤΖΙΔΗΣ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr)
Από πολλές πλευρές, οι εκλογές αυτές παρουσιάζουν απροσδόκητο ενδιαφέρον. Τα ερωτήματα γύρω από τον τελικό νικητή, τα ποσοστά των κομμάτων ή το κυβερνητικό σχήμα που θα προκύψει παραμένουν προς το παρόν αναπάντητα.
Δεν το κρύβω, όμως, πως περισσότερο και από το ρευστό πολιτικό τοπίο αρέσκομαι να παρατηρώ την καθημερινή μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ από ένα ριζοσπαστικό κόμμα της Αριστεράς σε ένα συνηθισμένο κόμμα.
Δεν το κρύβω, όμως, πως περισσότερο και από το ρευστό πολιτικό τοπίο αρέσκομαι να παρατηρώ την καθημερινή μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ από ένα ριζοσπαστικό κόμμα της Αριστεράς σε ένα συνηθισμένο κόμμα.
Είναι γεγονός πως πολλοί είχαν προβλέψει την «εξημέρωση του θηρίου», τον μετασχηματισμό δηλαδή του ΣΥΡΙΖΑ σε μια σοσιαλδημοκρατική εκδοχή κόμματος. Οπως είχα, φερ’ ειπείν, επισημάνει σε ένα άρθρο μου τον Σεπτέμβριο του 2014 με τίτλο «Ιδεολόγοι ή ρεαλιστές;»: «Αργά ή γρήγορα, οι ρεαλιστές θα επικρατήσουν εντός του κόμματος, έστω και με ρήξεις και διασπάσεις. Το κρίσιμο ερώτημα όμως δεν είναι αυτό, αλλά πόσος πολύτιμος χρόνος θα έχει χαθεί στο μεταξύ για τη χώρα και πόσο κόστος θα πληρώσουμε και πάλι μέχρι να ωριμάσει και ο ΣΥΡΙΖΑ».
Η πολύπλοκη διαδικασία σοσιαλδημοκρατικοποίησης του ΣΥΡΙΖΑ συνιστά ένα μείγμα από μεταβολές, που άλλες αφορούν πολιτικές θέσεις και άλλες είναι ψυχολογικού και κοινωνιολογικού χαρακτήρα. Δεν χρειάζεται να σταθεί κανείς στις νέες πολιτικές θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ, γιατί απλούστατα δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία. Βρίσκονται σε φάση εξέλιξης, σε τέτοιο βαθμό που για την ώρα είναι του τύπου «βλέποντας και κάνοντας».
Μεγαλύτερο ενδιαφέρον βρίσκω πως έχει η ψυχολογική αλλαγή που παρατηρεί κανείς στα πρόσωπα και στη συμπεριφορά των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, τα οποία πράγματι δείχνουν να βρίσκονται σε ένα μετατραυματικό σοκ ή σε μια κατάσταση «αριστερής μελαγχολίας». Η αυτοπεποίθηση των προηγούμενων ετών, η αυτάρεσκη βεβαιότητα πως η έλευση του ΣΥΡΙΖΑ θα άλλαζε τον γερασμένο κόσμο μας έχουν πλέον χαθεί. Τα στελέχη του κόμματος, στην πλειονότητά τους, δείχνουν να έχουν καταληφθεί από αβεβαιότητα και να έχουν απολέσει την προηγούμενη επαναστατική επιθετικότητα που τους έδινε η σιγουριά πως «έγραφαν ιστορία» όπως διακήρυτταν. Οι περισσότεροι σήμερα παρουσιάζονται με το ύφος του ηττημένου ή προβληματισμένου, κουβαλώντας πλέον την επώδυνη εμπειρία αυτού που έχει εγκαταλείψει το όραμά του στο πεδίο της μάχης. Οι πλέον ανθεκτικοί και κυνικοί επιχειρούν να προσεγγίσουν τα πράγματα από τον δρόμο του ρεαλισμού. Δεν θα είναι εύκολο, πιθανόν μάλιστα θα είναι και επώδυνο, καθώς η διανοητική διεργασία που απομακρύνει από την πίστη και οδηγεί στον ορθολογισμό δεν προσφέρει καμία γοητεία ούτε μαγεία.
Η πιο κυνική πτυχή της παραπάνω διαδικασίας είναι η απομάγευση της εξουσίας. Η τελευταία θα πάψει να έχει τις μαγικές ιδιότητες που οι ριζοσπάστες πίστευαν ακράδαντα πως θα τους αποκάλυπτε μόλις την καταλάμβαναν. Καθώς θα διαπιστώνουν μέρα με τη μέρα πως ο κόσμος δεν αλλάζει εκ βάθρων όπως λαχταρούσαν, το βίωμα της εξουσίας θα χάνει τη μεταφυσική του γοητεία και θα αποκτά γήινες διαστάσεις.
Η πολιτική θα μετατραπεί από αποστολή σε επάγγελμα, που οι σύντροφοι θα μάθουν να το ασκούν σταδιακά τηρώντας τους κανόνες του και ζώντας τα μικρά του πάθη και τις επαγγελματικές αντιζηλίες. Ο συγχρωτισμός με την άδεια πλέον, από επαναστατικά νοήματα, εξουσία θα εξελιχθεί σε έναν εθισμό σε μικρο-εξουσίες, σε μικρές δηλαδή πολυτέλειες και προνόμια, που ικανοποιούν ανθρώπινους μικροεγωισμούς και ματαιοδοξίες. Τα κρατικά και επαγγελματικά στελέχη του κόμματος θα απολαμβάνουν τους πληρωμένους από τους φορολογουμένους μισθούς τους, βυθιζόμενα μέσα στην καθημερινή, συχνά άχαρη, διαχείριση των θεμάτων της διοίκησης. Θα κάνουν καλύτερα ή χειρότερα τη δουλειά τους, θα εκμεταλλεύονται τη θέση τους για μικρές (ή μεγάλες) χάρες στους φίλους τους και για να εκδικούνται τους εχθρούς τους, αλλά φευ!
Η έλλειψη δυνατών συγκινήσεων, η ρουτίνα και η πλήξη είναι αναπόφευκτες. Στη συνέχεια θα έρθουν και τα μικρά ή μεγάλα σκάνδαλα. Κάπως έτσι, οι επαναστάτες θα χάσουν την ψυχή τους. Θα κάνουν καιρό, βέβαια, να ξεχάσουν. Στα κομματικά συνέδρια και στις προεκλογικές ρητορείες θα ξεσπαθώνουν με δυνατά λόγια και απειλές θυμίζοντάς μας, μα περισσότερο στους εαυτούς τους, από πού ξεκίνησαν. Αλλά μέχρις εκεί.
Οι πιο ευαίσθητοι και ρομαντικοί θα εγκαταλείψουν πληγωμένοι. Θα γυρίσουν στις δουλειές τους, στις σπουδές τους, στην τέχνη τους. Θα ιδιωτεύσουν. Θα απομονωθούν από πρώην συντρόφους, θα κάνουμε καιρό να τους ακούσουμε ή ίσως πάλι να μη μάθουμε ποτέ τι απέγιναν. Οι πεισματάρηδες, οι φανατικοί και μεγαλομανείς θα ξαναρχίσουν από την αρχή τη σισύφεια προσπάθεια των επαναστατών να φέρουν τον κόσμο στα μέτρα τους. Θα μισήσουν τους επιτυχημένους πλέον πρώην συντρόφους τους όσο τίποτε στον κόσμο. Ο φθόνος και η μνησικακία συνιστούν, βλέπετε, μερικά από τα δυνατότερα ανθρώπινα συναισθήματα.
«Καληνύχτα, Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ», θα έλεγε τώρα ο Νίκος Γκάτσος.
* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα.