Εγκλωβισμός στα αφηγήματα των ηρώων και του τρόμου
Του Θανάση Δ. Σφήκα
Τι είναι η Ιστορία εκτός από ένας συμφωνημένος μύθος;
Ναπολέων Βοναπάρτης
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr)
«Αποτιμώντας», και όχι «αποτίμηση», εφόσον η διαδικασία της αποτίμησης ενός ιστορικού φαινομένου συχνά αποδεικνύεται προσαρμοστική στις παρανοήσεις, τις επιθυμίες, τους φόβους και τις ελπίδες όσων έπονται.
Για τον λόγο αυτό απαιτεί κάποιες προϋποθέσεις. Ομως σε έναν χώρο όπου περισσεύουν οι κανονιστικοί λόγοι, οι προϋποθέσεις εδώ ας εκληφθούν όχι ως άλλη μια απόπειρα κανονάρχησης, αλλά ως δύο απέλπιδα διαβήματα προς διερεύνηση μιας μάλλον ανέφικτης συνεννόησης για το τι, το πού, το πότε, και το γιατί του παρελθόντος.
Για το πρώτο διάβημα, ας τεθεί έστω ως υπόθεση εργασίας ότι «ιστορίες» του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου γραμμένες από διαφορετικές «οπτικές», ενδεχομένως έχουν διαφορετική δομή και αρκετές αποκλίσεις σε πολλά σημεία. Ομως το βασικό περίγραμμα θα μπορούσε να είναι το ίδιο υπό την αίρεση ότι το πόνημα που προκύπτει είναι ιστορία και όχι πολεμική, είναι αφήγηση και ανάλυση και όχι αξιολογική κρίση, είναι εξερεύνηση ενός πυκνού ιστορικού φαινομένου και όχι ομολογία πίστεως ή κατάθεση μάρτυρα σε κάποιο ανώτατο ιδεολογικό δικαστήριο.
Το δεύτερο διάβημα έχει να κάνει με τις ναφθαλίνες: για τον ιστορικό, καμία συζήτηση δεν μυρίζει ναφθαλίνη - και αναφέρομαι στην καταγεγραμμένη αποστροφή ότι «η συζήτηση για τον κομμουνισμό μυρίζει ναφθαλίνη». Η «αποτίμηση» έλκει από την ιστορικότητα του παρόντος και όχι τον παροντισμό του παρελθόντος, αλλιώς εκπίπτει σε αυτό που ο T.S. Eliot αποκαλούσε «επαρχιωτισμό, όχι του χώρου, αλλά του χρόνου· επαρχιωτισμό για τον οποίον η Ιστορία είναι απλώς το χρονικό των ανθρώπινων επινοημάτων που εξυπηρέτησαν τον σκοπό τους και πετάχτηκαν ως άχρηστα, επαρχιωτισμό για τον οποίον ο κόσμος αποτελεί περιουσία μόνο των ζωντανών, περιουσία στην οποία οι νεκροί δεν έχουν μερίδιο».
Πολιτικά διακυβεύματα
Ισως τα διαβήματα αυτά να ήταν περιττά εάν τα εκάστοτε πολιτικά διακυβεύματα, οι ιστοριογραφικές μόδες και οι διακυμάνσεις μετοχών στο ακαδημαϊκό χρηματιστήριο δεν είχαν εγκλωβίσει τη μελέτη του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου και ολόκληρης της δεκαετίας του 1940 στην αντιπαράθεση μεταξύ ενός ηρωικού αφηγήματος και της αντίληψης ότι το ΕΑΜ και το ΚΚΕ ήταν τρομοκρατικές οργανώσεις. Η ΕΑΜική και η κομμουνιστική παρέμβαση της εποχής εκείνης ως εναλλακτική εκδοχή της νεωτερικότητας παραμένει στις αποθήκες απολεσθέντων ενός διαλόγου, ο οποίος ανακάλυψε το «νόημα» της δεύτερης ζωής του παρελθόντος στον κατακερματισμό του αντικειμένου και στην ιστορική εγκληματολογία.
Η «αντικειμενοποίηση» και η «ποσοτικοποίηση» του παρελθόντος προσφέρουν στον παρατηρητή την ευκαιρία να ξεμπερδέψει συνοπτικά με έννοιες, ιδέες και πολιτικά και κοινωνικά κινήματα, αντικαθιστώντας τα με τα πολιτικά καθεστώτα που τα αντιπροσώπευαν και που τώρα πια «μυρίζουν ναφθαλίνη». Η συνάφεια της πολιτικής με τη σύγχρονη Ιστορία είναι υπαρκτή, αλλά δεν ακολουθεί γραμμική διαδρομή. Ο Εμφύλιος και η δεκαετία του 1940 αφορούσαν την ίδια την ουσία της πολιτικής, ενώ η μετεμφυλιακή περίοδος αντλούσε μέρος του πολιτικού περιεχομένου και της ιδεολογικής νομιμοποίησής της από την Ιστορία εκείνων των χρόνων. Η έως το 1974 αποτίμηση της περιόδου έφερε σαφώς το στίγμα των νικητών, αν και μια αντίπαλη εκδοχή των ηττημένων συγκροτήθηκε για ένα ακροατήριο μέρος του οποίου βρισκόταν εντός των τειχών και άλλο μέρος του στην υπερορία γη της Ανατολής.
Μετά το τέλος του Εμφυλίου η Αριστερά περιέσωσε από τη δεκαετία του 1940 ένα σιωπηλό πολιτιστικό αφήγημα ηρωισμού και ήττας, ενώ οι νικητές κατοχύρωσαν και θεσμοθέτησαν το πολιτικά και κοινωνικά ηγεμονικό αφήγημα της νίκης και της σωτηρίας, η κυριαρχία του οποίου παρέμενε περισσότερο ιστοριογραφική και πολιτική και λιγότερο πολιτισμική. Μετά τη μεταπολίτευση του 1974 οι νικητές έβρισκαν ολοένα και πιο δύσκολο να υποστηρίξουν το αφήγημά τους, καθώς η συγκυρία πολιτικών και ερευνητικών συνθηκών διευκόλυνε την επιστημονική μελέτη της Κατοχής, της Αντίστασης και του Εμφυλίου. Για τις επόμενες τρεις δεκαετίες η αποτίμηση των νικητών υπονομεύτηκε από ερμηνευτικά σχήματα και περιοδολογήσεις που «έκλιναν επ’ αριστερά». Η αποδόμηση της «αριστερής» αποδόμησης του «δεξιού» αφηγήματος και ο ακαδημαϊκός και δημόσιος «διάλογος για την Ιστορία» που άρχισε το 1999 ήταν μια επίθεση εναντίον του προγονικού κειμηλίου που οι ηττημένοι είχαν περισώσει από τη δεκαετία του 1940· όχι γιατί ήταν προγονικό κειμήλιο, αλλά γιατί εμφανιζόταν περισσότερο πειστικό.
Ο μαρξιστικός λόγος περί επανάστασης
Σε ένα ρευστό αναλυτικό πλαίσιο και με τη δεκαετία του 1940 -ακριβέστερα: τα χρόνια 1941-1944- να διαθέτουν κάποια από τα χαρακτηριστικά επαναστατικής περιόδου, η «αριστερή» αποτίμηση του Εμφυλίου μπορούσε να επενδύσει στην εκπλήρωση του μαρξιστικού οράματος. Το αναπόφευκτο της επανάστασης δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί. Ενας ελληνικός εμφύλιος-επανάσταση ως λογική αναγκαιότητα αθώωνε την Ιστορία από το λάθος. Ανάλογα με τη θέση του ιστορούντος, η ήττα μπορούσε να οφείλεται σε σφάλμα ή σε αποτυχία ή ακόμη και σε προδοσία από τους δράστες της Ιστορίας. Οποια όμως και αν ήταν η εξήγηση, το πραγματικά σημαντικό είχε συμβεί, η Ιστορία ήταν αθώα και ο μαρξιστικός λόγος περί επανάστασης είχε εκπληρωθεί. Η «επανάσταση» είχε ηττηθεί αλλά είχε γίνει, και κατά τούτο μπορούσε να αποδοθεί με τους κατά τον Ρεϊμόν Αρόν «θαυμαστά αμφίσημους» όρους του μαρξισμού. Η «επανάσταση» ήλθε ύστερα από καταστροφές που προοιωνίζονταν τη σωτηρία, καταστροφές που ήταν γόνιμες και λυτρωτικές, καταστροφές που άγγιξαν εξίσου ευσεβείς χριστιανούς και ζηλωτές της εκδίκησης των «κολασμένων», αλλά και όσους πίστευαν ότι η επιστήμη και η ορθολογική οργάνωση μπορούσαν να επηρεάσουν αποφασιστικά την πορεία του κόσμου. Οταν «καιρός λυτήριος επέστη», η Αριστερά μπόρεσε να οικοδομήσει το αφήγημά της και να το καταστήσει κυρίαρχο επειδή ακριβώς το τοποθέτησε σε έναν χώρο όπου η πολιτική ήττα και η πολιτική νίκη δεν μπορούσαν παρά μόνον να το ενισχύσουν ως τα διαλεκτικώς αντίθετα μιας πολιτικής πράξης που αναλήφθηκε.
Η αξιοπρέπεια των πιθανοτήτων
Η δυσανεξία έναντι του κυρίαρχου «αριστερού» αφηγήματος για τον Εμφύλιο ελέγχεται πρωτίστως για την ανακρίβειά της: δεν υπάρχει ένα «αριστερό» αφήγημα παρά μόνον στα μάτια τρίτων, οι οποίοι έχουν την τάση να διακρίνουν την ομοιομορφία στους άλλους και τις περισσότερο ή λιγότερο λεπτές αποχρώσεις στον λόγο που παράγουν οι ίδιοι. Κατά δεύτερο λόγο, η δυσανεξία αυτή έρχεται να υπηρετήσει μια κοινωνική αναγκαιότητα: μια επιστημονική αποτίμηση λαθών, εγκλημάτων και πτωμάτων που κοσμούν το παρελθόν χρειάζεται για να επικυρώσει αυτό που φέρνει το μέλλον, χωρίς ενοχλητικές υποσημειώσεις για πιθανότητες, για χαμένες ευκαιρίες, για εναλλακτικούς δρόμους. Και όμως: «πιθανότητα», σημείωνε ο Γκράμσι, «σημαίνει ”ελευθερία”»: «Κατά πόσον ένας άνθρωπος μπορεί ή δεν μπορεί να κάνει κάτι έχει τη σημασία του στην αξιολόγηση αυτού που γίνεται στην πραγματικότητα».
Με τον τρόπο αυτό, με την εξάλειψη των πιθανοτήτων, φιλοτεχνούνται η αποτίμηση του Εμφυλίου ως προσχεδιασμένης ενέργειας εγχώριων και αλλοδαπών κομμουνιστών, και κυρίως η αποτίμηση της έκβασής του ως θεμέλιου λίθου της αληθινής μεταπολεμικής ελληνικής «νεωτερικότητας»: η ήττα της Αριστεράς στον Εμφύλιο αποτιμάται ως «προϋπόθεση» για το μεταπολεμικό «άλμα» της χώρας, και η Ιστορία επιτέλους υποκύπτει στη σαγήνη του «επαρχιωτισμού του χρόνου», αποκληρώνοντας τους νεκρούς από το μερίδιό τους στο παρελθόν.
Ο αλγόριθμος της βίας
Ισως όχι όλους, αφού μερικοί από αυτούς, ιδίως όσοι έχουν την ιδιότητα του θύματος της (κατά προτίμηση ερυθράς) βίας, παραμένουν χρήσιμοι. Η «αποτίμηση» του Εμφυλίου που βασίζεται στη θεωρητικοποίηση της βίας και την αναγωγή της σε μείζον εργαλείο έρευνας, ανάλυσης και ερμηνείας παρακάμπτει δύο θεμελιώδεις παραδοχές: η βία υπήρξε βασικό οικοδομικό υλικό κάθε πολιτικής τάξης, ενώ η ιδεολογία μπορεί να περιορίζει ή να διευκολύνει τις επιδιώξεις και τις πράξεις των ανθρώπων, αλλά δεν τις προκαθορίζει νομοτελειακά. Εν τούτοις, η χρησιμότητα του αλγόριθμου της βίας έγκειται στη διευκόλυνση της μετάβασης από το ηρωικό αφήγημα σε εκείνο του τρόμου και του αίματος, προσπερνώντας το νεωτερικό διάβημα της Αριστεράς. Αντί της σύνθεσης, η «αποτίμηση» κατακερματίζεται σε πολλαπλά σπαράγματα διαφορετικών παρελθόντων, με το καθένα από αυτά προσημειωμένο με τη δική του διακριτή και κατηγορηματική θυματοποίηση. Σε εκκρεμότητα παραμένει μια άλλη «αποτίμηση» που θα συνέθετε ιδέες και υλικότητες σε ένα συνεκτικό σχήμα ερμηνείας του παρελθόντος, όχι δικαίωσής του με τη βοήθεια μιας διαβρωτικής δόσης ύστερης γνώσης και σοφίας.
Και αυτό διότι μια επιστημονική αποτίμηση ενός μείζονος ιστορικού φαινομένου οφείλει να είναι σε διαρκή ένταση, διαπραγμάτευση και σύγκρουση με τη διάχυτη «συλλογική μνήμη». Αυτός που θέλει να αποφύγει τη σύγκρουση με τους διανοητικούς δεσμούς που υφίστανται μεταξύ της συμβατικής «σοφίας» και του επιστημονικού λόγου μπορεί βεβαίως να βυθίσει το σκάφος της Ιστορίας στα άγρια νερά μιας αδυσώπητης πολιτικής πραγματικότητας και μετά να περισυλλέξει ως καλός ναυαγοσώστης μόνον εκείνα τα κλάσματα μνήμης που η πολιτική μπορεί ευκολότερα να χειραγωγήσει και να διαχειριστεί.
Η «αντικειμενικότητα» ως άποψη για τα πράγματα
Χρειάζεται να παρακολουθεί κανείς συστηματικά την πρόσφατη ιστοριογραφική παραγωγή για την ιστορία του «Ψυχρού Πολέμου», στην οποία ανήκει ο ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος, για να αντιληφθεί ότι οι εμμονές που ενδημούν σε κάθε προσπάθεια κανονάρχησης διευρύνουν το χάσμα μεταξύ της εγχώριας και της διεθνούς «συζήτησης». Ενα παράδειγμα ως υστερόγραφο: για την τέχνη και την τεχνική του υπολογισμού των «θυμάτων του κομμουνισμού» στη Σοβιετική Ενωση, και για τις ακροβασίες των δυτικών σοβιετολόγων, ο Ρωσο-αμερικανός ιστορικός Moshe Lewin υπενθύμιζε ότι ο αντικομμουνισμός δεν συνιστά επιστημονικό εργαλείο για την προσέγγιση της Ιστορίας της Σοβιετικής Ενωσης, όπως άλλωστε στερείται περιεχομένου η προσπάθεια «εκσταλινισμού» ολόκληρου του σοβιετικού φαινομένου, σαν ολόκληρη η ΕΣΣΔ να ήταν ένα αχανές γκουλάγκ από το 1917 ώς το 1991. Κατ’ αναλογίαν, η αλγοριθμοποίηση της βίας ή η ανακήρυξη ενός ιστοριογραφικού Ετους Μηδέν δεν συγκροτούν επιστημονικό λόγο περί Εμφυλίου.
Δεκτόν, η διαδικασία αποτίμησης συγχρωτίζεται με την εμπλοκή της Ιστορίας και της πολιτικής σε μια αδιάλειπτη σύγκρουση για κατίσχυση, νομιμοποίηση και «νόημα». Υπάρχει όμως και μια εκδοχή της «αντικειμενικότητας» ως άποψης για τα πράγματα που προκύπτει από τα ίδια τα πράγματα. «Αυτά στη γλώσσα [της Ιστορίας]. Κι άλλοι άλλα σ’ άλλες».
* Ο κ. Θανάσης Δ. Σφήκας είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς και Ελληνικής Ιστορίας του 20ού αιώνα στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.