Ο Εμφύλιος σε ιστορική τροχιά
Ερευνητικές προσεγγίσεις της δεκαετίας του 1940 από δύο μελετητές, σε μια κρίσιμη για το μέλλον της Ελλάδας συγκυρία
Του Στέφανου Χελιδόνη
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr)
Εχουν περάσει 63 χρόνια από τη λήξη του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα. Πολλές από τις πληγές του έχουν κλείσει, άλλες όμως με τον καιρό έχουν μολυνθεί και πλέον, αν η ασθενής κοινωνία μας δεν λάβει την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή, απειλούν να την οδηγήσουν σε αργό θάνατο.
Τώρα σαφώς δεν βρισκόμαστε σε εμφύλιο, παρόλο που η εμφυλιοπολεμική ρητορική έχει εσχάτως φουντώσει. Το πλαίσιο της ελληνικής κρίσης το 2012 είναι εντελώς διαφορετικό από εκείνο της δεκαετίας του 1940 και οι λύσεις της σημείο αναφοράς πρέπει να έχουν το μέλλον και όχι το παρελθόν. Το κλίμα πόλωσης που διαμορφώνεται καθημερινά, με λεξιλόγιο που παραπέμπει στον Εμφύλιο, μόνο σε μεγαλύτερη βία μπορεί να οδηγήσει. Η λεκτική βία των τελευταίων ετών όλο και περισσότερο δίνει τη θέση της στη σωματική, με τρόπο εμφανή, είτε σε πορείες στο κέντρο της Αθήνας είτε μέρα μεσημέρι στα καλά καθούμενα, μέχρι και στην τηλεόραση. Ωστόσο, η μεμβράνη που μας χωρίζει από ένα σύμπαν πραγματικά εκτεταμένης πολιτικής βίας, στο οποίο όλοι θα φοβόμαστε για τη ζωή μας και θα μετράμε νεκρούς, ολοένα και λεπταίνει. Οταν αυτή η μεμβράνη σπάσει, θα είναι πολύ αργά. Χρειάζεται, λοιπόν, πολύ μεγάλη προσοχή, για να μην μας οδηγήσουν οι ιαχές των άκρων στο σημείο δίχως επιστροφή. Εχει περάσει αρκετός καιρός από την αδελφοκτόνο σύρραξη, ώστε να υπάρχει σήμερα σοβαρή ιστορική μελέτη της περιόδου και από τα δύο ιδεολογικά αντίπαλα στρατόπεδα. Η καλύτερη κατανόηση του Εμφυλίου και συγκεκριμένα του πώς αυτός επιβιώνει στις μέρες μας ως μνήμη, αλλά και ως εργαλείο ερμηνείας του παρόντος, μπορεί να μας βοηθήσει να αποφύγουμε λάθη του παρελθόντος στην κρίσιμη συγκυρία που βρισκόμαστε. Διότι, όποιο και να είναι το αποτέλεσμα των σημερινών εκλογών, η χώρα έχει μπροστά της ένα δρόμο μακρύ και ανηφορικό. Και μόνο χωρίς έναν ακόμη γύρο διχόνοιας θα καταφέρουμε να πορευτούμε προς ένα καλύτερο αύριο.
Περιγραφή σε τρεις χρονικές διαστάσεις
Του Στάθη Ν. Καλύβα
Μια αποτίμηση του ελληνικού εμφυλίου πολέμου στη σημερινή ιδιότυπη συγκυρία απαιτεί την περιγραφή της λειτουργίας του σε τρεις χρονικές διαστάσεις: παρελθόν, παρόν και μέλλον.
Ο ελληνικός εμφύλιος του 1946-1949 ήταν μια πολεμική σύγκρουση ανάμεσα σε δύο πολιτικά στρατόπεδα: από τη μια, η «αστική» ή «εθνικόφρων» παράταξη που ξεκινούσε από τα δεξιά των βασιλοφρόνων και κατέληγε στα αριστερά των βενιζελικών, και από την άλλη το ΚΚΕ (και μόνο αυτό). Οι πρώτοι επεδίωκαν τη συνέχιση της σύνδεσης της Ελλάδας με τη Δύση, ενώ το δεύτερο την εγκατάσταση ενός κομμουνιστικού καθεστώτος και την προσκόλλησή της στο σοβιετικό άρμα. Η έκβαση του πολέμου οδήγησε στην παραμονή της Ελλάδας στη Δύση και γλίτωσε τη χώρα από μια μοιραία περιπέτεια, για την οποία η Ιστορία απεφάνθη τελεσίδικα.
Τα αίτια του πολέμου αυτού μπορούν να αναζητηθούν στην Κατοχή, όταν το ΚΚΕ επεδίωξε μέσω του ΕΑΜ την κατάκτηση της εξουσίας, αποτυγχάνοντας εξαιτίας της βρετανικής επέμβασης στην Αθήνα, τον Δεκέμβριο του 1944. Η αποτυχία του ΚΚΕ, που βρέθηκε κυριολεκτικά μιαν ανάσα από την εξουσία, υπήρξε ο κυριότερος ίσως λόγος που οδήγησε την ηγεσία του ΚΚΕ και ιδιαίτερα τον Νίκο Ζαχαριάδη στο να επιδιώξει μια ρεβάνς, βασιζόμενος στη διάθεση του Στάλιν να παίξει με την Ελλάδα δίχως να εκτεθεί ανοιχτά. Η επιλογή αυτή υπήρξε πράξη απίστευτου τυχοδιωκτισμού, που προκάλεσε τεράστιο κόστος στη χώρα και λίγο έλειψε να οδηγήσει στον διαμελισμό της.
Παρά το γεγονός πως το υλικό και ανθρώπινο κόστος του Εμφυλίου υπήρξε τεράστιο, η χώρα κατάφερε να ορθοποδήσει και να αναπτυχθεί. Η πολιτική κυριαρχία των νικητών συνοδεύτηκε από διώξεις εναντίον των ηττημένων, που σταδιακά περιορίστηκαν. Ομως, το καθεστώς της χώρας παρέμεινε κοινοβουλευτικό, ενώ η Αριστερά μπόρεσε να συμμετάσχει σ' αυτό, ενίοτε με καθοριστικό ρόλο. Την εξέλιξη αυτή ανέτρεψε η χούντα. Η κατάρρευσή της όμως το 1974 οδήγησε στην ανάδειξη ενός δημοκρατικού καθεστώτος με νομιμοποιημένο το ΚΚΕ, τερματίζοντας έτσι συμβολικά τον Εμφύλιο.
Η έρευνα για τη δεκαετία του '40 εμπλουτίστηκε πρόσφατα με νέες προσεγγίσεις και ερμηνείες. Η ανανέωση αυτή υπήρξε επιτυχημένη αν κρίνει κανείς από την εκδοτική επιτυχία που συνάντησε η δημοσίευση των ερευνών αυτών και από τη διεθνή τους αναγνώριση. Η ερευνητική αυτή προσπάθεια αναπτύχθηκε σε τρεις κυρίως κατευθύνσεις.
Η πρώτη αφορά τη μελέτη της Κατοχής και επεσήμανε σημαντικές διαστάσεις και πτυχές της. Η έμφαση σε λεπτομερείς τοπικές μελέτες ανέδειξε την πολυμορφία, ρευστότητα και συχνά συγκυριακή διάσταση που διέκριναν τα στρατόπεδα τόσο της αντίστασης όσο και της συνεργασίας. Αναδείχθηκε επίσης ο κομβικός ρόλος της βίας και του εξαναγκασμού, κάτι που είχε τονιστεί για την πλευρά των νικητών, αλλά είχε αγνοηθεί ή ελαχιστοποιηθεί σε σχέση με τις πρακτικές της Αριστεράς. Ταυτόχρονα, η συστηματική μελέτη της βίας έριξε φως πάνω σ' ένα σκληρό εμφύλιο, τόσο μεταξύ των αντιστασιακών οργανώσεων όσο και ανάμεσα σ' αυτές και τους συνεργάτες. Με κριτήριο το ποσοστό των αμάχων επί του συνόλου των θυμάτων, ο πόλεμος του 1943-44 υπήρξε χειρότερος εμφύλιος απ' αυτόν του 1946-49. Η δεύτερη κατεύθυνση επικεντρώνει στην ενδιάμεση περίοδο 1945-46, αναδεικνύοντας ανάμεσα στα άλλα και τη σχετικά άγνωστη «εαμοκρατία», τους θεσμούς δηλαδή που εγκαθίδρυσε το ΚΚΕ στις περιοχές που έλεγχε ιδίως μετά την απελευθέρωση και ώς την άνοιξη του 1945, τεκμηριώνοντας την ομοιότητά τους με τους θεσμούς που στήθηκαν την ίδια εποχή στις Λαϊκές Δημοκρατίες της Ανατολικής Ευρώπης, την ανασυγκρότηση του κράτους, των κομμάτων και του πολιτικού ανταγωνισμού, τις διώξεις όσων χαρακτηρίστηκαν αριστεροί αλλά και τη διαπλοκή εθνοτικών και πολιτικών ανταγωνισμών, κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα. Τέλος, η τρίτη κατεύθυνση έδωσε έμφαση στη μελέτη της περιόδου 1946-1949 με βάση νέα αρχειακά τεκμήρια, κυρίως από χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, αποδεικνύοντας την έκταση της υλικής στήριξης του Δημοκρατικού Στρατού από τις Λαϊκές Δημοκρατίες, και επομένως τον ρόλο του παράγοντα αυτού στην έκρηξη του Εμφυλίου.
Συνολικά οι πρόσφατες αυτές έρευνες συνέβαλαν στο ξεπέρασμα των ασπρόμαυρων προσεγγίσεων της δεκαετίας του '40, αντικαθιστώντας το απλουστευτικό δίδυμο «πατριώτες και προδότες» με μια πιο σύνθετη αντίληψη του παρελθόντος.
Σύγχρονοι παράδοξοι «πόλεμοι της μνήμης»
Το νέο ερευνητικό ρεύμα για τον Εμφύλιο μπορεί να σημάδεψε την ιστορική μελέτη της δεκαετίας του '40 μετά το 2000, αλλά στηρίχθηκε πάνω σε προηγούμενες ερευνητικές προσπάθειες όπως τη διπλωματική ιστορία της δεκαετίας του '80 και της «ιστορίας από τα κάτω» του Mark Mazower. Σήμερα οι μελετητές του Εμφυλίου προέρχονται τόσο από τον χώρο της Ιστορίας όσο και από αυτόν της πολιτικής επιστήμης και άλλων πεδίων των κοινωνικών επιστημών. Χρησιμοποιούν πλειάδα αρχειακών πηγών από το εξωτερικό αλλά και την Ελλάδα, όπως και εργαλεία σαν τη στατιστική ανάλυση. Η ποιότητα και η γονιμότητα του έργου που έχει παραχθεί είναι πλέον απολύτως συγκρίσιμη με χώρες που έχουν αντίστοιχες ιστορικές εμπειρίες και μεγαλύτερη επιστημονική παράδοση.
Αν κάτι ίσως ξεχωρίζει στην ελληνική περίπτωση, αυτό είναι αναμφισβήτητα η υποδοχή που επεφύλαξε στις έρευνες αυτές μερίδα του εγχώριου πανεπιστημιακού και δημοσιογραφικού κατεστημένου. Αναμφίβολα, οι διαμάχες γύρω από τη μελέτη ενός δύσκολου παρελθόντος, οι λεγόμενοι «πόλεμοι της μνήμης», είναι συνηθισμένο φαινόμενο. Παραμένει γεγονός πάντως, πως ο χαρακτήρας, η ένταση και η διάρκεια των αντιδράσεων υπήρξαν ακραίες και σύντομα έχασαν τον επιστημονικοφανή μανδύα τους, περνώντας στον χώρο των συνειδητών διαστρεβλώσεων και των χυδαίων προσωπικών επιθέσεων. Παρατηρήθηκαν έτσι ορισμένα παράδοξα φαινόμενα: πανεπιστημιακοί που είτε είχαν διδάξει σε δευτεροκλασάτα αγγλικά ιδρύματα πριν επιστρέψουν στη θαλπωρή του ελληνικού πανεπιστημίου, είτε δεν την εγκατέλειψαν ποτέ, διατύπωναν κατηγορίες περί επιστημονικής ανεπαρκείας· άνθρωποι με σαφή και προσδιορισμένο κομματικό προσανατολισμό, όπως ο πανεπιστημιακός και νυν βουλευτής του ΚΚΕ Γιώργος Μαργαρίτης, ή αρθρογράφοι κομματικών εντύπων, όπως η «Αυγή», καταλόγιζαν κομματικές εξαρτήσεις και πολιτικές στοχεύσεις. Συχνά, οι επιθέσεις αυτές εκδηλώνονταν από τις σελίδες του «αστικού» Τύπου, τις οθόνες των «καθεστωτικών» ΜΜΕ και τις αίθουσες του δημοσίου πανεπιστημίου. Ως πρόσφατα, θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς τις αντιδράσεις αυτές ως γραφικές ενδοπανεπιστημιακές έριδες. Η σημερινή συγκυρία όμως προσφέρει τη δυνατότητα μιας διαφορετικής ανάγνωσης.
Εργαλείο υποκατάστασης παρόντος και μέλλοντος
Αν εξετάσει κανείς τον πολιτικό λόγο που κυριαρχεί στη χώρα από το καλοκαίρι του 2011 και δώθε, θα διαπιστώσει πως προέρχεται απευθείας από το ρητορικό οπλοστάσιο του ΕΑΜ: προδότες, γερμανοτσολιάδες, κουίσλιγκ, κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου, κυβέρνηση δωσίλογων κ.λπ. Σε ένα δεύτερο, ίσως λιγότερο άναρθρο αλλά εξίσου ιστορικά αναλφάβητο επίπεδο, διακρίνει κανείς, ήδη από τα επεισόδια του Δεκεμβρίου 2008, συνθηματολογικές αναφορές αριστερίστικων και αναρχικών γκρουπούσκουλων στην ίδια περίοδο με κεντρικό θέμα το «Βάρκιζα τέλος». Τέλος, σε ένα τρίτο πιο εκλεπτυσμένο επίπεδο, οι διανοούμενοι της Αριστεράς, που κατασκεύασαν και διέδωσαν το πολιτικό αυτό ιδίωμα, παρουσιάζουν την εκλογική επίδοση του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Μαΐου με αντίστοιχους όρους: ως τη γαργαλιστική προοπτική μιας φαντασιακής επιστροφής στο ΕΑΜ, δηλαδή στην απόλυτη κυριαρχία της κομμουνιστικής Αριστεράς. Ενδεικτικά, ο συγγραφέας Νίκος Κουνενής κάνει λόγο για «συνθήκες ανοιχτού -πλέον- κοινωνικοπολιτικού πολέμου» και παραλληλίζει τις σημερινές εξελίξεις με την «εποποιία της αντίστασης», καταλήγοντας πως αν θα επαναληφθεί η Βάρκιζα «εξαρτάται από μας και μόνο, όχι απ' αυτούς». Στο ίδιο μήκος κύματος, ο καθηγητής Αντώνης Λιάκος εύχεται το τέλος των «μετανοημένων αριστερών» που «ολοφύρονται για τις αμαρτίες τους προσκυνώντας όσα απέρριπταν» και διακηρύσσει πως έφθασε η ώρα η ιστορία της Αριστεράς να μετασχηματισθεί από μοιρολόι για ήττες σε ευκαιρία να χτυπηθεί ο «πάγος της ευρωπαϊκής συντηρητικής παλινόρθωσης». «Ενέχει κινδύνους αλλά είναι συναρπαστικό αυτό που ζούμε», καταλήγει με εφηβικό ενθουσιασμό.
Στη φαντασία των ανθρώπων αυτών, η Ελλάδα της κρίσης δεν αποτελεί παρά τον τερματισμό ενός εφιάλτη που ξεκίνησε με τη συνθήκη της Βάρκιζας τον Φεβρουάριο του 1945 και την αφετηρία μιας ανέλπιστης όσο και μεγαλειώδους ρεβάνς πάνω στην Ιστορία, αφού (εντελώς ναρκισσιστικά) αφορά το «παρόν και το μέλλον όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά και της Ευρώπης» και γιατί όχι του κόσμου ολόκληρου.
Με τον παράξενο αυτό τρόπο, ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος συνεχίζει την ιστορική του τροχιά, δείχνοντάς μας πως οι άνθρωποι που δήθεν τον μελέτησαν για να κατανοήσουν το παρελθόν, στην πραγματικότητα επεδίωκαν να υποκαταστήσουν το παρόν και το μέλλον. Και πως οι κατ' εξοχήν προνομιούχοι της μεταπολίτευσης, που απόλαυσαν μιαν άνετη ζωή στην αγκαλιά του ελληνικού δημόσιου πανεπιστημίου και διαμόρφωσαν την ιστορική και πολιτική συνείδηση του ελληνικού λάου, απαρνούνται το ίδιο το σύστημα που τους ανέδειξε, ξεχνώντας πως δίχως αυτό χάνουν τον λόγο που υπάρχουν.
* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Yale.