Τρίτη 12 Ιουλίου 2016

Εξαιρετικός Στ. Κασιμάτης για την ευχή της καλά προετοιμασμένης υποψήφιας


Η ευχή της καλά προετοιμασμένης υποψήφιας
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ
«Welcome to the year of living improbably». Σοκαρισμένος με το αποτέλεσμα, παρά τις εβδομάδες που είχαν ήδη περάσει, ο ιστορικός Nάιαλ Φέργκιουσον καλωσόρισε τους αναγνώστες της εβδομαδιαίας στήλης του στους Times στον νέο κόσμο που ξημέρωσε μετά το βρετανικό δημοψήφισμα. Για κανένα χρόνο, υπολογίζει, οι Βρετανοί θα ζουν σε έναν κόσμο όπου το απίθανο θα μπορεί να γίνεται πιθανό και, γι’ αυτό, ο καλός καθηγητής θεωρεί χρέος του να προετοιμάσει τους αναγνώστες του.
Εμείς ζούμε από το 2015, μετά την πρώτη εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, στον κόσμο του απίθανου και, κανονικά, οι σχετικές υπενθυμίσεις θα ήσαν περιττές. Ομως η παρατεταμένη συνάφεια με την υπερβολή του απίθανου μας κάνει να το συνηθίζουμε και η εξοικείωση οδηγεί ανεπαισθήτως στην αποδοχή. Συγχωρήστε μου λοιπόν την απότομη βύθιση του ύφους, καθώς θα αφήσουμε τον Νάιαλ Φέργκιουσον για να περάσουμε στον Βαγγέλη Μεϊμαράκη, ο οποίος με πρόσφατη συνέντευξή του αποδεικνύει πόσο χρήσιμη είναι ακόμη η υπενθύμιση ότι ζούμε εδώ στην Ελλάδα.
Η κεντρική ιδέα της παρέμβασης του τέως προέδρου (μεταβατικού) της Ν.Δ. είναι «η εθνική συνεννόηση». Ζητεί λοιπόν να πάψουν οι κραυγές «φύγετε» από την αντιπολίτευση, επειδή η συνεννόηση στην οποία αναφέρεται αφορά τη Ν.Δ. και τον ΣΥΡΙΖΑ. Αν μου επιτρέπετε να συνοψίσω με τον τρόπο μου τη θέση του κ. Μεϊμαράκη, θα χρησιμοποιούσα, ποιητική αδεία, τον στίχο του Βιργιλίου: amor vincit omnia. Δυστυχώς, δεν βλέπω πουθενά στον σημερινό κόσμο, ούτε έχω δει ποτέ στην Ιστορία, την αγάπη να κάνει το θαύμα της και να ενώνει τους ανθρώπους. Εκτός βέβαια από κάποιες πολύ σπάνιες και πολύ σύντομες περιόδους –στιγμές μέσα στη ροή του χρόνου– που έρχονται έπειτα από μεγάλες καταστροφές. Αλλά ο σκοπός, νομίζω, είναι να βρούμε τη λύση προτού έλθουμε στο σημείο να μάθουμε αν αληθεύει η διαπίστωση και για την περίπτωσή μας.
Αντιθέτως, αυτό που βλέπω να επιτείνεται είναι η σχιζοφρένεια της κυβέρνησης. Ηταν αναμενόμενη αυτή η κλιμάκωση του κινδύνου και μόνον οι τελείως αγαθοί δεν το έβλεπαν να έρχεται. Διότι, μετά την αναστροφή του περυσινού Ιουλίου και την αποδοχή του ευρωπαϊκού προγράμματος, ο κατά βάσιν νεοκομμουνιστικός ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να μεταλλαχθεί σε κάτι πιο ευρωπαϊκό και σοσιαλδημοκρατικό. Το βλέπετε να συμβαίνει;
Από την πλευρά μου, βλέπω ότι, παρά τον λογαριασμό των 100 δισεκατομμυρίων της «αυταπάτης» (που περιελάμβανε και ένα χάπενινγκ με τανκς έξω από τις τράπεζες...), η κυβέρνηση κινείται με ταχύτητα προς δύο αντίθετες κατευθύνσεις. Εφαρμόζει ένα δεξιό πρόγραμμα, το οποίο κατήγγελε ως αντιπολίτευση, ενώ την ίδια ώρα προωθεί και ένα σχέδιο σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας. (Μη σας φαίνεται υπερβολικός ο όρος· αυτό ακριβώς είναι.) Φαινομενικά, όλο αυτό είναι τελείως αντιφατικό ως πολιτική.
Μόνον φαινομενικά, όμως. Από τη δική τους οπτική γωνία, είναι η σωστή στρατηγική και βασίζεται στην παραδοχή μιας υπόθεσης που δεν τολμούν να την εκστομίσουν δημοσίως: ότι το πρόγραμμα που φορτώθηκαν δεν βγαίνει με τίποτα από τη δική τους κυβέρνηση και, συνεπώς, η πολιτική κρίση τούς περιμένει στη γωνία. Δεν τους πειράζει και πολύ αυτό – ποτέ δεν πίστεψαν άλλωστε το πρόγραμμα, τους επεβλήθη. Εφαρμόζουν, λοιπόν, επιμέρους πολιτικές με τις οποίες εμπεδώνουν την εκλογική πελατεία τους και, συγχρόνως, αφήνουν ένα «δημοκρατικό αποτύπωμα», κατά την έκφραση του πρωθυπουργού, προωθώντας έναν εκλογικό νόμο που εγγυάται την ακυβερνησία.
«Μεγάλη αναταραχή, θαυμάσια κατάσταση», όπως είπε ο Μάο και επανέλαβε ο πρωθυπουργός σε συζήτησή του με δημοσιογράφους επιστρέφοντας από το Πεκίνο. Το είπε σε διαφορετικό πλαίσιο συμφραζομένων, αλλά ισχύει απολύτως για το πολιτικό μέλλον που προβλέπει το κακό σενάριο του πρωθυπουργού. Μια Ελλάδα εξουθενωμένη από έξι-επτά χρόνια αποτυχιών, χωρίς χρηματοδότηση, χωρίς κυβέρνηση και με αβέβαιες τις σχέσεις της με την Ενωση, θα είναι μια «θαυμάσια κατάσταση» για ένα σχετικά ισχυρό λαϊκίστικο κόμμα. Παρότι γύρισε το «Οχι» του δικού μας δημοψηφίσματος σε «Ναι», θα μπορεί να παρουσιάζεται και δικαιωμένος. Του έλειψε ποτέ το θράσος;
Τι είδους συνεννόηση, αναρωτιέμαι, μπορεί να υπάρξει μεταξύ της Ν.Δ. και αυτού του ΣΥΡΙΖΑ. Πώς συνεννοείσαι με κάποιον που επιβάρυνε την κατάσταση της χώρας με 100 δισεκατομμύρια συν την ακυβερνησία και ο οποίος, επιπλέον, ξέρεις –και το βλέπεις κάθε μέρα– ότι δεν έχει τον ίδιο εθνικό προσανατολισμό μαζί σου; Σε ποια βάση γίνεται η συνεργασία; Η «εθνική συνεννόηση», υπό τις σημερινές συνθήκες, είναι το ανάλογο της ευχής που δίνει η καλά προετοιμασμένη υποψηφία σε διαγωνισμό ομορφιάς: «Να σταματήσει παντού ο πόλεμος και η αγάπη να επικρατήσει». Είναι, επίσης, το ανάλογο αυτού που ακούς μόνο από τους πολύ χαζούς: «Δεν είναι Αριστερά αυτή που φέρνει ανεργία και φόρους». Σωστά! Η Αριστερά φέρνει παντού μόνο την ευτυχία...
Το όνειρο της «εθνικής συνεννόησης» θα μπορούσε να πραγματωθεί μόνον επί τη βάσει της αμοιβαίας συγκάλυψης για τις ευθύνες στη διαχείριση της οικονομίας. Είμαι βέβαιος, όμως, ότι ο κ. Μεϊμαράκης δεν είχε κάτι τέτοιο στον νου του – ήταν άδολος, όπως και η απλή αναλογική. Μια τέτοια συνεννόηση καλύτερα να μην γίνει ποτέ. Αν η συγκάλυψη των ευθυνών για την αποτυχία της χώρας γίνει η βάση του πολιτικού μέλλοντός μας, δεν έχουμε καμία ελπίδα. Απλώς θα επαναλάβουμε τα ίδια και τίποτε δεν θα έχει αλλάξει παρά μόνο στην επιφάνεια. Επομένως, η Ν.Δ. έχει δίκιο που επιμένει να θυμίζει πόσο επικίνδυνη είναι αυτή η κυβέρνηση και πόσο απαραίτητη η αποχώρησή της. Λείπει, βέβαια, μέχρι στιγμής, η θετική πρόταση στον λόγο της Ν.Δ. Γι’ αυτό όμως χρειάζεται χρόνος.