Κυριακή 31 Ιουλίου 2016

Άρθρο γιατί ο Τραμπ μπορεί να κερδίσει


Να γιατί ο Τραμπ μπορεί να κερδίσει
Αθανάσιος Έλλις
Πολλοί αδυνατούν να κατανοήσουν πώς θα μπορούσε ο Ντόναλντ Τραμπ να εκλεγεί πρόεδρος της Αμερικής. Πολιτικοί αντίπαλοι, και όχι μόνον, τον περιγράφουν από άσχετο έως επικίνδυνο.
Κι όμως, η συγκυρία τον ευνοεί. Για μια σειρά από λόγους, εάν οι εκλογές διεξάγονταν σήμερα, πιθανώς να κέρδιζε και να εκλεγόταν πρόεδρος της υπερδύναμης.
Πρώτον, η συσπείρωση των Ρεπουμπλικανών. Παρά τις σκληρές εσωκομματικές συγκρούσεις στη διάρκεια των προκριματικών, τις κόντρες που συνεχίζονται και το γεγονός ότι μεγάλη μερίδα των Ρεπουμπλικανών δεν έχει ενθουσιαστεί με την προοπτική μιας προεδρίας Τραμπ, αναπτύσσεται δυναμική συσπείρωσης γύρω από τον άνθρωπο που «καλώς ή κακώς» είναι πλέον ο επίσημος υποψήφιος του κόμματος.
Δεύτερον, ο παράγων Σάντερς. Οι οπαδοί του αντισυστημικού εκφραστή της αριστερής τάσης του Δημοκρατικού Κόμματος δεν μπορούν να συμβιβασθούν με την ιδέα ότι θα ψηφίσουν την Κλίντον, την οποία θεωρούν όχι απλώς μέρος του συστήματος, αλλά από τους πιο πανούργους εκφραστές του. Για πολλούς εξ αυτών –σίγουρα όχι για όλους– δεν είναι αρκετό ότι ο Τραμπ επιτίθεται σε μουσουλμάνους, μαύρους, γυναίκες, ομοφυλόφιλους, κ.λπ. και εμφανίζονται αποφασισμένοι να μην συμβιβαστούν και να μην κάνουν εκπτώσεις από το όραμα και την ελπίδα που γέννησε η προοδευτική υποψηφιότητα του 74χρονου σοσιαλδημοκράτη γερουσιαστή από το Βερμόντ.
Τρίτον, η μετακίνηση της Χίλαρι προς τα αριστερά. Παρότι ο Μπιλ Κλίντον ήταν ο κατεξοχήν κεντρώος πρόεδρος και η Χίλαρι είναι σαφώς μετριοπαθής, υπό την πίεση των εσωκομματικών συσχετισμών που δημιούργησε η υποψηφιότητα Σάντερς, η υποψήφια των Δημοκρατικών μετακινείται προς τα αριστερά. Το προεκλογικό πρόγραμμα του Δημοκρατικού Κόμματος έχει τα πιο προοδευτικά χαρακτηριστικά των τελευταίων ετών (π.χ. υποστηρίζει την παροχή δωρεάν πανεπιστημιακής εκπαίδευσης για παιδιά οικογενειών με συνολικό ετήσιο εισόδημα κάτω από 125.000. δολάρια). Αυτή η μετακίνηση δεν δείχνει αρκετή για να προσελκύσει πολλούς υποστηρικτές του Σάντερς, ωστόσο λειτουργεί ως εμπόδιο για φιλελεύθερους Ρεπουμπλικανούς που δυσφορούν με τον Τραμπ και συντηρητικούς Δημοκρατικούς να ψηφίσουν τη Χίλαρι.
Τέταρτον, η προσωπικότητα της Κλίντον. Οι υπαρκτές αμφιβολίες για την αξιοπιστία και την ειλικρίνεια της Δημοκρατικής υποψήφιας αυξήθηκαν από τις ατυχείς ενέργειες και τον μετέπειτα χειρισμό της υπόθεσης της ηλεκτρονικής της αλληλογραφίας κατά τη θητεία της στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, αλλά και των παρασκηνιακών σχεδίων και δράσεων του κομματικού μηχανισμού κατά της υποψηφιότητας Σάντερς.
Πέμπτον, η τρομοκρατία. Οι επιθέσεις, όπως και τα περιστατικά ακραίας βίας στην Αμερική και σε όλο τον κόσμο, λειτουργούν υπέρ του υποψηφίου που ταυτίζεται με «τον νόμο και την τάξη». Σε περιόδους φόβου και αβεβαιότητας, δεν χρειάζεται να είναι κανείς ακροδεξιός για να αναζητήσει τη σιγουριά της «μηδενικής ανοχής». Το έκανε με επιτυχία ο Ρίτσαρντ Νίξον όταν η Αμερική βίωνε τις φοιτητικές εξεγέρσεις και τις μεγάλες διαδηλώσεις κατά του πολέμου στο Βιετνάμ.
Εκτον, οι μεγάλες «αμφίρροπες» πολιτείες. Σε σημαντικό βαθμό, οι εκλογές θα κριθούν στο Μίσιγκαν, στην Πενσιλβάνια και στο Οχάιο, όπου η βαριά βιομηχανία της Αμερικής αιμορραγεί. Ο Τραμπ υπόσχεται λαϊκίστικα μέτρα υπέρ της παραμονής των επιχειρήσεων και τη διατήρηση των θέσεων εργασίας και εμφανίζει την Κλίντον ως υπέρμαχο του απολύτως ελεύθερου εμπορίου –δεν είναι στον βαθμό που ισχυρίζεται ο Τραμπ– που «διώχνει δουλειές» από την Αμερική.
Εβδομον, ο ρόλος των Πρασίνων. Αν προσθέσει κανείς στην ήδη «εκρηκτική εξίσωση» τις απώλειες που μπορεί να προκαλέσει στη Χίλαρι η υποψήφια των Πρασίνων Τζιλ Στάιν –που έχει απήχηση κυρίως σε ψηφοφόρους του Σάντερς– η ζυγαριά γέρνει ακόμη περισσότερο υπέρ του Τραμπ. Το σκηνικό θυμίζει τις εκλογές του 2000, οπότε ο υποψήφιος των Πρασίνων Ραλφ Νέιδερ έλαβε σχεδόν 3% των ψήφων, ποσοστό μικρό μεν αλλά ίσως καθοριστικό, με δεδομένη την οριακή διαφορά μεταξύ Τζορτζ Μπους και Αλ Γκορ. Για όλους αυτούς τους λόγους, ο Ντόναλντ Τραμπ έχει πολύ περισσότερες ελπίδες να κερδίσει από ό,τι θα νόμιζε κανείς. Από την άλλη, για όσους εδώ και δεκαετίες παρακολουθούμε στενά τις αμερικανικές εκλογές, είναι ακόμη νωρίς και ο δρόμος μακρύς.