Ολάντ: Ευρωπαίος Ρούζβελτ ή νέος Ζοσπέν;
Η αλλαγή φρουράς στο Ελιζέ αποτέλεσε ισχυρό πλήγμα κατά της Μέρκελ, αλλά η ανατροπή της ευρωλιτότητας είναι ακόμη μακριά
Του Πέτρου Παπακωνσταντίνου
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_world_1_13/05/2012_482106)
Στοιχειωμένη από τα φαντάσματα των επαναστάσεων του 1789, του 1830, του 1848 και του 1871, η πλατεία της Βαστίλλης πνίγηκε μέσα σε μια θάλασσα από κόκκινες σημαίες το βράδυ της περασμένης Κυριακής.
Οι παλιότεροι θυμούνταν με συγκίνηση ανάλογες στιγμές λαϊκής ανάτασης από τον Μάιο του 1981, όταν ο Φρανσουά Μιτεράν, υποψήφιος του μετώπου σοσιαλιστών - κομμουνιστών, γινόταν ο πρώτος αριστερός πρόεδρος της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας. Μαζί με τις νίκες των Γκονζάλες και Παπανδρέου σε Ισπανία και Ελλάδα, η αριστερή στροφή της Γαλλίας είχε παγκόσμιο αντίκτυπο, διαμηνύοντας ότι ο επελαύνων νεοφιλελευθερισμός των Ρέιγκαν και Θάτσερ είναι ανατρέψιμος.
Ανάλογες προσδοκίες συνόδευσαν τη νίκη του Φρανσουά Ολάντ. Πολλοί, εντός και εκτός Γαλλίας, έσπευσαν να ερμηνεύσουν την εκλογή του πρώτου σοσιαλιστή προέδρου μετά τον Μιτεράν ως αλλαγή σελίδας για ολόκληρη την Ευρώπη. Ο ίδιος ο «Φρανσουά ΙΙ» ενίσχυσε αυτές τις ελπίδες από την εξέδρα του θριάμβου του, στη Βαστίλλη, διακηρύσσοντας ότι «η Ευρώπη δεν αντέχει άλλο τη λιτότητα» των Σαρκοζί - Μέρκελ. Από τις στήλες της Liberation, ο οικονομολόγος Τομά Πικετί ευχήθηκε να εξελιχθεί ο Ολάντ σε «νέο Ρούζβελτ για την Ευρώπη», ενώ ο νομπελίστας Πολ Κρούγκμαν χαιρέτιζε στους New York Times «αυτούς τους εξεργμένους Ευρωπαίους», Γάλλους και Ελληνες, που σήμαναν την πένθιμη καμπάνα της ευρωλιτότητας.
Γεγονός είναι ότι οι τεκτονικές πλάκες μετακινούνται κάτω από το ευρωπαϊκό πολιτικό εποικοδόμημα. Ο Νικολά Σαρκοζί ήταν ο 11ος Ευρωπαίος ηγέτης που ανετράπη από την έναρξη της κρίσης, υπό το βάρος των λαϊκών αντιδράσεων για πολιτικές συμπίεσης του κόστους εργασίας. Η αλλαγή φρουράς στο Ελιζέ, μαζί με την πολύ πιο «άγρια» ανατροπή ολόκληρου του πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα, δημιούργησε μια νέα, εξαιρετικά ασταθή πολιτική πραγματικότητα. Η «λιτότητα» έγινε κακόφημη έννοια, ενώ το σύνθημα της ημέρας είναι «ανάπτυξη». Ακόμη και συντηρητικές κυβερνήσεις, όπως του Ραχόι στην Ισπανία, ζητούν αλλαγή κατεύθυνσης, ενώ ο πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας, Ρομάνο Πρόντι, καλεί τον Ολάντ να ηγηθεί «κοινού μετώπου των χωρών του Νότου», απέναντι στον γερμανικό άξονα του μονεταρισμού.
Διάψευση προσδοκιών
Ωστόσο, οι προσδοκίες για γρήγορη ανατροπή της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων πιθανότατα θα διαψευσθούν. Πρώτα απ' όλα, η οικονομική υπερδύναμη της Ευρωζώνης, η Γερμανία, δεν είναι διατεθειμένη να αλλάξει στρατηγική απλώς επειδή η Γαλλία άλλαξε πρόεδρο. Η γερμανική Suddeutsche Zeitung υποδέχθηκε με αλαζονική ψυχραιμία τη νίκη Ολάντ, εκφράζοντας τη βεβαιότητα ότι οι Γάλλοι πολύ σύντομα θα ξεμεθύσουν και θα πουν «αντίο σαμπάνια, καλημέρα πραγματικότητα». Υπεροπτικός και ο Χριστιανοδημοκράτης ευρωβουλευτής Ελμαρ Μπροκ εκτιμούσε: «Το 1981, ο Φρανσουά Μιτεράν χρειάστηκε ενάμιση χρόνο για να διορθώσει τη σοσιαλιστική του κατεύθυνση. Στον Ολάντ δεν θα χρειαστούν παρά μόνον οι λίγες μέρες μέχρι να αναλάβει την προεδρία». Η ίδια η Μέρκελ προειδοποίησε ορθά-κοφτά τον νικητή των γαλλικών εκλογών ότι «το δημοσιονομικό σύμφωνο δεν είναι διαπραγματεύσιμο», ενώ ο Σόιμπλε απειλούσε, με το γνωστό, ιταμό ύφος, τους Ελληνες ότι «θα αναλάβουν όλη την ευθύνη» αν τυχόν δεν αναδείξουν κυβέρνηση της αρεσκείας του.
Πέραν της Γερμανίας, ο Ολάντ θα αντιμετωπίσει την οικονομική τρομοκρατία της παγκοσμιοποιημένης αγοράς, αν βέβαια υποτεθεί (κάτι που δεν πιστεύουμε) ότι έχει την πρόθεση να βαδίσει σε ριζοσπαστικούς δρόμους. Στην προεκλογική περίοδο, ο γκωλικός πρωθυπουργός Φρανσουά Φιγιόν κάλεσε τον σοσιαλιστή υποψήφιο «να υποβάλει το πρόγραμμά του για έγκριση στη Standard & Poor's». Κυνική δήλωση, αλλά όχι παράλογη. Με το δημόσιο χρέος σκαρφαλωμένο στο 90% του ΑΕΠ, την ανεργία πάνω από το 10% και τις μεγαλύτερες, αναλογικά, κρατικές δαπάνες στην Ευρωζώνη, η Γαλλία αποτελεί δυνητικό στόχο για τους γύπες των οίκων αξιολόγησης.
Ωστόσο, το μεγαλύτερο εμπόδιο για τις προσδοκίες που έχουν επενδυθεί στον Ολάντ αντιπροσωπεύει ο ίδιος ο… Ολάντ! Το πρόγραμμά του ουδόλως προβλέπει ανατροπή του συμφώνου σταθερότητας υπέρ μιας κεϊνσιανής, επεκτατικής πολιτικής, όπως θα ήθελε να πιστεύει ο Πολ Κρούγκμαν. Η κεντρική του ιδέα είναι ένας συνδυασμός μονεταρισμού στο εσωτερικό της Γαλλίας (αποδέχεται τον «χρυσό κανόνα» που επιβάλλει το Βερολίνο για έλλειμμα και χρέος) και ήπιου κεϊνσιανισμού σε επίπεδο Ευρωζώνης, με τα περίφημα «αναπτυξιακά ομόλογα» που θα στηρίξουν επενδυτικά προγράμματα. Παραμονές εκλογών, ο Ολάντ έστειλε στο Σίτι του Λονδίνου τον στενό συνεργάτη του και πιθανό υπουργό Οικονομικών αύριο, Μισέλ Σαπέν, να καθησυχάσει τις αγορές, διαβεβαιώνοντας τους Financial Times ότι «δεν εννοεί να θέσει υπό αμφισβήτηση τη δημοσιονομική πειθαρχία».
Με αυτά τα δεδομένα, ο συμβιβασμός Μέρκελ - Ολάντ δεν φαίνεται τόσο δύσκολος όσο πολλοί πιστεύουν. Η Γερμανίδα καγκελάριος θα αποδεχθεί να προσθέσει ένα «σύμφωνο ανάπτυξης» στο διαβόητο δημοσιονομικό σύμφωνο, ώστε ο Ολάντ να σώσει τα προσχήματα απέναντι στους ψηφοφόρους του, χωρίς να αμφισβητήσει ουσιαστικά τη «συναίνεση του Βερολίνου». Αλλωστε, η έννοια της «ανάπτυξης» έχει τέτοια ελαστικότητα, που μπορεί άνετα να προσαρμοστεί τόσο στα «οικονομικά της ζήτησης» της παλιάς σοσιαλδημοκρατίας, όσο και στα «οικονομικά της προσφοράς» του νεοφιλελευθερισμού. Μια «ανάπτυξη» βασισμένη στη μερική απασχόληση, σε μισθούς Βουλγαρίας, συντάξεις Ουγγαρίας και δίδακτρα Χιλής, δεν πρόκειται να απομακρύνει από τον ευρωπαϊκό ορίζοντα τις δίδυμες απειλές της κοινωνικής ανάφλεξης και της πολιτικής αποσταθεροποίησης.
Και αν το ζεστό καλοκαίρι της σοσιαλδημοκρατίας, το 1981, αποδείχθηκε σύντομη παρένθεση στον μακρύ, νεοσυντηρητικό χειμώνα, αυτή τη φορά η διάψευση των λαϊκών ελπίδων απειλεί να φέρει στην πόρτα μας τα φαντάσματα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Το 18% του Εθνικού Μετώπου και το 7% της Χρυσής Αυγής μιλούν από μόνα τους.
Αλέν Μπαντιού : Ο ρατσισμός των διανοουμένων
Η νίκη του Φρανσουά Ολάντ εξοστράκισε σε δεύτερο πλάνο τη σκοτεινή πλευρά των γαλλικών εκλογών: την εκτόξευση του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου, υπό τη Μαρίν Λεπέν, στο 18% των ψήφων. Δεν αποκλείεται μάλιστα τα χειρότερα να έπονται, με πρώτο σταθμό τις βουλευτικές εκλογές του ερχόμενου μήνα.
Οι Σοσιαλιστές αναμένεται να μεταφράσουν τη δυναμική της νίκης της περασμένης Κυριακής στην ανάδειξη μιας νέας, αριστερής κυβερνητικής πλειοψηφίας, σε συνεργασία με το Αριστερό Κόμμα του Μελανσόν και του ΚΚΓ. Στο απέναντι στρατόπεδο, το Εθνικό Μέτωπο θα διεκδικήσει για πρώτη φορά ηγεμονικό ρόλο στον χώρο της συντηρητικής παράταξης από το γκωλικό UMP. Ο Σαρκοζί έχει ήδη δηλώσει ότι θα αποχωρήσει από την πολιτική, αφήνοντας το ηττημένο κόμμα του βαθιά διχασμένο: η δεξιά πτέρυγα του UMP, υπό τον σημερινό αρχηγό του, Ζαν Φρανσουά Κοπέ, ερωτοτροπεί με την ιδέα μιας συνεργασίας με τη Λεπέν, που θα του επέτρεπε να περιορίσει τις έδρες της Αριστεράς. Αντίθετα, οι παραδοσιακοί γκωλικοί υπό τον πρωθυπουργό Φρανσουά Φιγιόν αποκρούουν κάθε συνεργασία με την Ακροδεξιά, επιμένοντας σε μια πιο μετριοπαθή, κεντροδεξιά γραμμή.
Η απειλητική άνοδος της Ακροδεξιάς προκαλεί έκρηξη προβληματισμών στον προοδευτικό κόσμο. Ιδιαίτερα ενδιαφέρον ήταν το άρθρο που δημοσίευσε στη Le Monde ο Αλέν Μπαντιού με τίτλο «Ο ρατσισμός των διανοουμένων». Ο πολύ γνωστός και στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό φιλόσοφος στηλιτεύει τα κόμματα εξουσίας της Κεντροδεξιάς και της Κεντροαριστεράς, υποστηρίζοντας ότι με την πλειοδοσία τους στα θέματα της παράνομης μετανάστευσης, της ασφάλειας και της εγκληματικότητας, αλλά και με τον ενδοτισμό τους έναντι της ισλαμοφοβίας (καμπάνιες εναντίον της μουσουλμανικής μαντίλας κ.ά.) χάρισαν ευρύτερη νομιμοποίηση στην Ακροδεξιά.
Εξαιρετικά αιχμηρός ήταν ο Μπαντιού με την κατεστημένη διανόηση της χώρας του, που επισείει το φάντασμα της Ακροδεξιάς για να καλλιεργήσει τα γνωστά (και στην Ελλάδα) στερεότυπα: «Η Γαλλία των από κάτω, των αποπροσανατολισμένων επαρχιωτών, των εργατών, των αμόρφωτων, τρομαγμένη από την παγκοσμιοποίηση, την υποχώρηση της αγοραστικής δύναμης, την κοινωνική αποδόμηση, την παρουσία παράξενων ξένων στις πόρτες τους, αναδιπλώνονται στον εθνικισμό και στην ξενοφοβία».
Σ’ αυτή την «καθυστερημένη» Γαλλία, συνεχίζει ο Μπαντιού, η κατεστημένη διανόηση «αντιπαραθέτει τις μορφωμένες και μοντέρνες μεσαίες τάξεις, το αλάτι της δημοκρατίας και της μετριοπάθειας». Το σοφό κοινωνικό και πολιτικό Κέντρο απέναντι στις ευεπίφορες στον λαϊκισμό «επικίνδυνες τάξεις». Ο Γάλλος φιλόσοφος διερωτάται, με καυστική ειρωνεία: «Πρέπει λοιπόν να συμπεράνουμε ότι το κράτος μας δεν έχει τον λαό που του αξίζει;» Ελα ντε…