Αφγανιστάν, ο χαμένος πόλεμος του ΝΑΤΟ
Οι θεαματικές επιθέσεις των Ταλιμπάν ενισχύουν την πίεση στη Δύση για έξοδο από το «νεκροταφείο των αυτοκρατοριών»
Του Πέτρου Παπακωνσταντίνου
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_world_1_29/04/2012_480537)
Τον Ιανουάριο του 1998, ο Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι -μαζί με τον Χένρι Κίσινγκερ, ένα από τα πιο δυνατά μυαλά της αμερικανικής γεωστρατηγικής στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου- παραχώρησε αποκαλυπτική συνέντευξη στο γαλλικό περιοδικό Le Nouvel Observateur.
Ξεχωριστό ενδιαφέρον είχαν οι αναμνήσεις του από την παραμονή Χριστουγέννων του 1979, την ημέρα που σοβιετικά στρατεύματα εισέβαλαν στο Αφγανιστάν. Εκεί που η πλειονότητα των Αμερικανών αξιωματούχων έβλεπε τον κίνδυνο, ο σύμβουλος εθνικής ασφαλείας του Λευκού Οίκου αναγνώριζε την ευκαιρία. Σε επιστολή του προς τον πρόεδρο Τζίμι Κάρτερ έγραφε: «Μας δίνεται η δυνατότητα να δώσουμε στους Ρώσους τον δικό τους πόλεμο του Βιετνάμ». Εννέα χρόνια αργότερα, οι εισβολείς αποχωρούσαν ταπεινωμένοι από το Αφγανιστάν, προοιωνίζοντας τη διάλυση της σοβιετικής αυτοκρατορίας.
Αν και η Αμερική του Ομπάμα βρίσκεται, γενικά, σε πολύ ισχυρότερη θέση από τη Σοβιετική Ενωση του Γκορμπατσόφ, στο θέμα του Αφγανιστάν μοιάζει να βαδίζει στα χνάρια της. Η δική της περιπέτεια στους ορεινούς όγκους της Κεντρικής Ασίας διανύει τον 11ο χρόνο, έχει στοιχίσει τη ζωή 3.000 στρατιωτών και είναι ήδη ο μακρύτερος πόλεμος στην αμερικανική Ιστορία. Την Κυριακή, 15 Απριλίου ισλαμιστές αντάρτες πραγματοποίησαν την πιο θεαματική επίθεση από την έναρξη του πολέμου. Επί 18 ώρες σφυροκοπούσαν στρατιωτικές βάσεις και κυβερνητικά κτίρια σε τέσσερις διαφορετικές επαρχίες, με αποκορύφωμα τις επιθέσεις τους μέσα στον «Ατσάλινο Δακτύλιο», την αυστηρότερα φρουρούμενη περιοχή στην καρδιά της πρωτεύουσας Καμπούλ, όπου πολιόρκησαν μέρα μεσημέρι το Κοινοβούλιο και πρεσβείες.
Ανησυχητικό ερώτημα
Στον διεθνή Τύπο η 15η Απριλίου παραλληλίστηκε με την «Επίθεση του Τετ», τις θεαματικές επιχειρήσεις των Βιετκόγκ, τον χειμώνα του 1968, που σήμαναν την αρχή του τέλους για τους Αμερικανούς. Η σκιά των γεγονότων της Καμπούλ θα πέσει βαριά στο Σικάγο, που θα φιλοξενήσει τον ερχόμενο μήνα σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ, με κεντρικό θέμα την προγραμματισμένη για το 2014 αποχώρηση από το Αφγανιστάν. Το ερώτημα που απασχολεί τους πάντες είναι αυτονόητο: αν κοτζάμ ΝΑΤΟ, με 130.000 άνδρες και υπερσύγχρονο οπλισμό, δεν μπορεί να προστατεύσει σήμερα το κέντρο της Καμπούλ, τι τύχη θα έχουν αύριο τα στρατεύματα του προέδρου Καρζάι απέναντι στους αντάρτες, οι ηγέτες των οποίων έχουν συσσωρεύσει στρατιωτική πείρα 33 χρόνων, πολεμώντας δύο υπερδυνάμεις και αναρίθμητους εσωτερικούς ανταγωνιστές;
Οπως όλα τα κλισέ, ο χαρακτηρισμός του Αφγανιστάν ως «νεκροταφείου των Αυτοκρατοριών» περικλείει έναν ορθολογικό πυρήνα μέσα σε πολλές στρώσεις μυθολογίας και υπερβολής. Ναι, ο Μέγας Αλέξανδρος συνάντησε σφοδρή αντίσταση και λίγο έλειψε να σκοτωθεί από αφγανικό βέλος, κατάφερε όμως να επεκτείνει την αυτοκρατορία του μέχρι τον ποταμό Ινδό και τον Ινδικό Ωκεανό. Οι Βρετανοί γνώρισαν ταπεινωτική ήττα στην Καμπούλ το 1842 και σφαγιάστηκαν υποχωρώντας προς την Τζαλαλαμπάντ: από τους 16.500 στρατιώτες και πολίτες τους, γλίτωσε μόνο ένας για να αφηγηθεί τη φρίκη. Εστω και δύσκολα, όμως, η Βρετανία εδέησε να υπερισχύσει της Ρωσίας στο «Μεγάλο Παιχνίδι» για τον έλεγχο της Κεντρικής Ασίας και της Ινδίας, μετατρέποντας το Αφγανιστάν σε μισοαποικία της με ένα δεύτερο, αιματηρό πόλεμο. Οσο για τους μουτζαχεντίν που απώθησαν τους Σοβιετικούς, δεν θα μπορούσαν ούτε να διανοηθούν ότι θα τα κατάφερναν χωρίς τους συμβούλους της CIA, τα όπλα της Αμερικής, τα χρήματα της Σαουδικής Αραβίας και τις βάσεις του Πακιστάν.
Ξυπόλυτα τάγματα
Αν αυτή τη φορά η Ουάσιγκτον κατόρθωσε να τα θαλασσώσει απέναντι στα εντελώς απομονωμένα, ξυπόλυτα τάγματα του μουλά Ομάρ, σε έναν πόλεμο όπου οι Αμερικανοί είχαν την υποστήριξη ακόμη και των Ρώσων και των Ιρανών, σε μια χώρα την οποία γνώριζαν, χάρη στην αντισοβιετική τζιχάντ, σαν την τσέπη τους, αυτό μάλλον δεν μπορεί να αποδοθεί στα φαντάσματα της Ιστορίας, αλλά σε πιο γήινους παράγοντες.
Το πρώτο, θεμελιώδες λάθος διέπραξε στην αρχή κιόλας του πολέμου το νεοσυντηρητικό επιτελείο Μπους, αντιγράφοντας για ειρωνεία της Ιστορίας τούς εξίσου ιδεοληπτικούς ηγέτες της μπρεζνιεφικής Σοβιετικής Ενωσης: Αν το Κρεμλίνο πίστευε ότι μπορούσε να φέρει πάνω στα τεθωρακισμένα τον ριζικό εκσυγχρονισμό της συντηρητικής, ισλαμικής κοινωνίας στο πρότυπο της «Λαϊκής Δημοκρατίας», η Ουάσιγκτον φαντασιώθηκε ότι μπορεί να ρίξει κάτω από τις φτερούγες των F-16 τους σπόρους μιας «Δημοκρατίας τύπου Τζέφερσον» και να τους δει να βλασταίνουν στα όρη και τις ερήμους του Αφγανιστάν. Ποντάροντας στη «Βόρεια Συμμαχία» των Τατζίκων και των Ουζμπέκων, αποξενώθηκε από τους Παστούν, την πολυπληθέστερη εθνότητα της χώρας, από τους οποίους προέρχονται οι Ταλιμπάν.
Τα πράγματα έγιναν χειρότερα με την επιλογή του παροιμιωδώς διεφθαρμένου Χαμίντ Καρζάι για τον ρόλο του κατοχικού προέδρου. Ιδού πώς τον περιγράφει ο Μάικλ Σόιερ, πρώην αξιωματούχος της CIA, επιφορτισμένος με το κυνήγι του Οσάμα μπιν Λάντεν:
«Χωρίς ισλαμικά διαπιστευτήρια και με ελάχιστη υποστήριξη από τις φυλές, ο Καρζάι, με σπουδές στην Ινδία, ήταν και παραμένει ένας άνθρωπος που διαθέτει την ικανότητα και την άνεση να συναγελάζεται με τις αμερικανικές και βρετανικές ελίτ, αλλά δεν έχει την ίδια έφεση στο να τρώει σκληρό κατσικίσιο κρέας με τα χέρια από μια κοινή γαβάθα, παρέα με μια ομάδα ρυπαρών ισλαμιστών ηγετών αντάρτικων και φυλετικών ομάδων».
Αυτός ο άνθρωπος ανακηρύχθηκε νικητής δύο εκλογικών αναμετρήσεων βίας και απροκάλυπτης νοθείας, πράγμα που δεν εμπόδισε τον Μπαράκ Ομπάμα να του τηλεφωνήσει για να τον συγχαρεί. Στο μεταξύ, 11 χρόνια πολέμου και κατοχής έχουν διαλύσει την οικονομία του Αφγανιστάν (το κατά κεφαλήν εισόδημα είναι περίπου στο ένα ευρώ) με μόνη εξαίρεση την εθνική βιομηχανία της ηρωίνης: το 2001, επί Ταλιμπάν, η παραγωγή ηρωίνης μόλις έφτανε τους 185 τόνους, σήμερα ξεπερνά, σύμφωνα με τον ΟΗΕ, τους 5.800. Είναι παράξενο, υπό αυτό το πρίσμα, που μεγάλο μέρος των Αφγανών εχθρεύεται τους Αμερικανούς περισσότερο από τους εχθρούς τους;
Αναζητώντας τους καλούς Ταλιμπάν
Σάββατο, 18 Ιουνίου 2011. Η είδηση πέφτει σαν βόμβα στα γραφεία των διεθνών ειδησεογραφικών πρακτορείων: στη διάρκεια συνέντευξης Τύπου, στην Καμπούλ, ο Αφγανός πρόεδρος Χαμίντ Καρζάι ανακοινώνει ότι οι Αμερικανοί διεξάγουν «προκαταρκτικές» συνομιλίες με εκπροσώπους των... Ταλιμπάν, αναζητώντας πολιτική λύση στον δεκαετή πόλεμο. Οι άνθρωποι που μετέτρεψαν τη χώρα σε σκοταδιστικό «Ισλαμικό Εμιράτο» από το 1996 μέχρι το 2001, φιλοξένησαν τον Οσάμα μπιν Λάντεν πριν και μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου και πολεμούν επί δέκα χρόνια τους Αμερικανούς σε Αφγανιστάν και Πακιστάν, αναγορεύονται ξαφνικά σε δυνητικούς εταίρους στην ειρήνη.
Σχεδόν απίστευτη ομολογία αποτυχίας της κυβέρνησης Ομπάμα -η οποία θα δυσκολευτεί να εξηγήσει στους συγγενείς των νεκρών στρατιωτών της για ποιο λόγο χρειάστηκε να χύσουν το αίμα τους- η είδηση επιβεβαιώθηκε σύντομα. Πρωτοσέλιδο δημοσίευμα των New York Times στις 28 Ιανουαρίου αποκάλυψε ότι ο ειδικός απεσταλμένος του προέδρου Ομπάμα Μαρκ Γκρόσμαν είχε διερευνητικές επαφές στο Κατάρ με οκταμελή αντιπροσωπεία των Ταλιμπάν. Αντικείμενο των συζητήσεων ήταν η «οικοδόμηση μέτρων εμπιστοσύνης», με την πιθανή απελευθέρωση 20 Αφγανών κρατουμένων από το Γκουαντάναμο και το άνοιγμα γραφείων των Ταλιμπάν στο Κατάρ, στρατιωτικού συμμάχου των ΗΠΑ στον Περσικό Κόλπο.
Ωστόσο, η προοπτική μιας «συμφωνίας με τον διάβολο», που θα επέτρεπε την κατά το δυνατόν ομαλή αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων, φαίνεται ότι απομακρύνεται πέρα από τη γραμμή του ορίζοντα. Η ατμόσφαιρα είχε ήδη επιβαρυνθεί από την αποκάλυψη ότι Αμερικανοί στρατιώτες έκαψαν αντίτυπα του Κορανίου στη βάση Μπαγκράμ, για να γίνει εκρηκτική στις 11 Μαρτίου, όταν 38χρονος Αμερικανός λοχίας σκότωσε εν ψυχρώ 17 Αφγανούς χωρικούς, κυρίως γυναικόπαιδα, ενώ κοιμούνταν.
Κύμα σφοδρών αντιαμερικανικών διαδηλώσεων σάρωσε τη χώρα, ο Καρζάι κάλεσε τους Αμερικανούς να επισπεύσουν την αποχώρησή τους και οι Ταλιμπάν ακύρωσαν τις διερευνητικές επαφές με τον «Μεγάλο Σατανά». Η οργή πήρε ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις όταν οι Los Angeles Times δημοσίευσαν σειρά φωτογραφιών με Αμερικανούς στρατιώτες να απεικονίζονται χαμογελαστοί, πλάι σε διαμελισμένα πτώματα Αφγανών ή κρατώντας ακρωτηριασμένα μέλη.
Το πολιτικό αδιέξοδο δυσκολεύει τη στρατιωτική αναδίπλωση. Την περασμένη εβδομάδα, Ουάσιγκτον και Καμπούλ συνυπέγραψαν προσχέδιο συμφωνίας, η οποία θα ρυθμίζει τα της αμερικανικής παρουσίας στο Αφγανιστάν μετά την αποχώρηση του κύριου όγκου των ΝΑΤΟϊκών στρατευμάτων, το 2014 και για μια δεκαετία. Ωστόσο, όλα τα κρίσιμα ερωτήματα παραμένουν σε εκκρεμότητα.
Προσανατολισμός των Αμερικανών είναι να περιορίσουν την παρουσία τους σε κάποιες μεγάλες βάσεις και στην παροχή βοήθειας προς τις αφγανικές ένοπλες δυνάμεις, οι οποίες θα επωμιστούν το βάρος του πολέμου με τους Ταλιμπάν. Πέραν της αβεβαιότητας γύρω από τη μαχητική ικανότητα και την αξιοπιστία του αφγανικού στρατού, άλυτο παραμένει το οικονομικό πρόβλημα, καθώς οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι των ΗΠΑ δεν είναι πρόθυμοι να επωμιστούν το κόστος σε συνθήκες οικονομικής κρίσης. Επιπλέον, η Ρωσία, η οποία παίζει καθοριστικό ρόλο στον ανεφοδιασμό των ΝΑΤΟϊκών δυνάμεων αφότου το Πακιστάν έκλεισε τα περάσματα προς το Αφγανιστάν, θέτει τους δικούς της όρους και δυσανασχετεί με την προοπτική μακροπρόθεσμης παρουσίας αμερικανικών βάσεων στη σφαίρα των ζωτικών συμφερόντων της.
Το σκοτεινό δίκτυο Χακάνι ανησυχεί την Ουάσιγκτον
Αν και οι Ταλιμπάν ανέλαβαν την ευθύνη για τις αιματηρές επιθέσεις της 15ης Απριλίου, οι Αμερικανοί είναι πεπεισμένοι ότι πίσω από το παράτολμο εγχείρημα κρύβεται ένας άλλος, παλιός τους γνώριμος: το μυστηριώδες Δίκτυο Χακάνι – παραστρατιωτική οργάνωση, οικογενειακή μαφία και άτυπο μικροκράτος μαζί, στις ακυβέρνητες περιοχές του νοτιοανατολικού Αφγανιστάν και του βορειοδυτικού Πακιστάν.
Το δίκτυο ιδρύθηκε από τον βετεράνο του αντισοβιετικού αγώνα Τζαλαλουντίν Χακάνι, με την ενεργό υποστήριξη της CIA και της μυστικής υπηρεσίας του Πακιστάν, ISI. Οταν οι Ταλιμπάν επεκράτησαν στον αφγανικό εμφύλιο πόλεμο, το 1996, το δίκτυο συμμετείχε με έναν υπουργό στην κυβέρνηση του Ισλαμικού Εμιράτου, αν και διατηρούσε πάντα οργανωτική και πολιτική ανεξαρτησία. Μέχρι την εισβολή των Αμερικανών, το 2001, διατηρούσε τα δικά του στρατόπεδα εκπαίδευσης και λειτουργούσε ως κράτος εν κράτει σε τμήμα του Αφγανιστάν, συλλέγοντας φόρους, διευθύνοντας επιχειρήσεις και αντλώντας πρόσθετα έσοδα από λύτρα και λαθρεμπόριο. Με την έναρξη του πολέμου, το δίκτυο του Τζαλαλουντίν Χακάνι -ο οποίος, λόγω προχωρημένης ηλικίας, μεταβίβασε την επιχειρησιακή ηγεσία στους γιους του, κρατώντας για τον εαυτό του τον ρόλο του πνευματικού οδηγού- πέρασε στην ένοπλη αντίσταση, κι ήταν αυτό που έφερε στο Αφγανιστάν τις επιθέσεις αυτοκτονίας. Οι Αμερικανοί είναι πεισμένοι ότι το δίκτυο «λειτουργεί ως πραγματικός βραχίονας των πακιστανικών μυστικών υπηρεσιών», όπως δήλωσε στη Γερουσία ο Μάικ Μιούλεν, μέχρι πρόσφατα αρχηγός του γενικού επιτελείου.
Κάτι τέτοιο θα εναρμονιζόταν με την πάγια επιδίωξη του Ισλαμαμπάντ να έχει πάση θυσία μια φιλική κυβέρνηση στην Καμπούλ, στηριγμένη κυρίως στους Παστούν, ώστε να εξασφαλίζει το απαραίτητο «στρατηγικό βάθος» στον ανταγωνισμό με την Ινδία. Πάντως, οι Αμερικανοί δεν έχουν παραιτηθεί από την ιδέα να τα ξαναβρούν με τους παλιούς συμμάχους, που στράφηκαν εναντίον τους. Το περασμένο καλοκαίρι, η Χίλαρι Κλίντον παραδέχθηκε ότι η Ουάσιγκτον προχώρησε σε διερευνητικές επαφές με το Δίκτυο Χακάνι, ύστερα από παρότρυνση της ISI, αν και τίποτα μέχρι στιγμής δεν προδιαθέτει για ουσιαστική προσέγγιση.
Το Πρόσωπο: Μπαράκ Ομπάμα
Το σύνδρομο Γκορμπατσόφ
Ο Τζόναθαν Στιλ καλύπτει το Αφγανιστάν για λογαριασμό του βρετανικού Guardian εδώ και 30 χρόνια. Το 2001, ήταν ένας από τους ελάχιστους αναλυτές του Δυτικού κόσμου που προέβλεπαν ότι η αμερικανική εισβολή θα καταλήξει σε φιάσκο. Το περασμένο φθινόπωρο κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Φαντάσματα του Αφγανιστάν: Σκληρές αλήθειες και ξένοι μύθοι». Σ’ αυτό, ο έμπειρος δημοσιογράφος -σπούδασε στο Κέμπριτζ και στο Γέιλ, ενώ υπήρξε ανταποκριτής στην Ουάσιγκτον και στη Μόσχα- μοιράζεται τις γνώσεις και τις εμπειρίες του, παροτρύνοντας τον Μπαράκ Ομπάμα να αφομοιώσει τα μαθήματα από την αφγανική περιπέτεια του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ.
Οταν ο τελευταίος Σοβιετικός ηγέτης, μας υπενθυμίζει ο Στιλ, κατάλαβε πόσο ουτοπική ήταν η φιλοδοξία να οικοδομήσει μια σύγχρονη «Λαϊκή Δημοκρατία» στο Αφγανιστάν, «άδειασε» τον κομμουνιστή Μπαμπράκ Καρμάλ και έβαλε στη θέση του τον Μοχάμεντ Νατζιμπουλάχ, αρχηγό της αφγανικής μυστικής αστυνομίας. Πραγματιστής και επιδέξιος, ο Νατζιμπουλάχ παραμέρισε τα κομμουνιστικά σύμβολα και άφησε ευρύ πεδίο δραστηριότητας στο πολιτικό Ισλάμ, ώστε να συγκρατήσει την ανερχόμενη επιρροή των μουτζαχεντίν, ενώ ταυτόχρονα αξιοποιούσε τα όπλα που του έδινε ο Γκορμπατσόφ για να τους τσακίσει στρατιωτικά. Ο Νατζιμπουλάχ κατάφερε να μείνει στην εξουσία σχεδόν τρία χρόνια μετά την αποχώρηση των Σοβιετικών και δεν αποκλείεται να κέρδιζε τον εμφύλιο πόλεμο αν η χαοτική Ρωσία του Γέλτσιν δεν του έκοβε τη βοήθεια, με αποτέλεσμα να βρει φριχτό τέλος στα χέρια των Ταλιμπάν, το 1996 (τον κρέμασαν, αφού προηγουμένως τον ευνούχισαν).
Η συμβουλή του Στιλ στον Ομπάμα αναδύεται φυσιολογικά: Να ακολουθήσει με μεγαλύτερη συνέπεια τη λογική Γκορμπατσόφ, αδειάζοντας τον αποτυχημένο Καρζάι, διευκολύνοντας τον σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας με τη συμμετοχή των πιο λογικών Ταλιμπάν και στηρίζοντας αποφασιστικά το νέο καθεστώς, μετά την απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων από τη χώρα. Πάντως, στο εσωτερικό της Αμερικής ο παραλληλισμός του Ομπάμα με τον Γκορμπατσόφ δεν προκαλεί και τόσο θετικούς συνειρμούς - αντιθέτως, αποτελεί βέλος στη φαρέτρα των Ρεπουμπλικανών, που αρέσκονται να εμφανίζουν τον Δημοκρατικό πρόεδρο ως αδύναμο ηγέτη, υποχωρητικό απέναντι στους εχθρούς της υπερδύναμης.