Η δημιουργία των θεσμών μιας νέας υπερδύναμης
Το αμερικανικό ΓΕΕΘΑ, η CIA και το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας
Επιμέλεια: Νίκος Xρυσολωρας
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_world_1_22/01/2012_469807)
Οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι έθεσαν οριστικό τέλος στην κοσμοκρατορία της Ευρώπης, που διήρκεσε σχεδόν πέντε αιώνες στον πλανήτη (από την εποχή της ανακάλυψης του Νέου Κόσμου).
Τόσο η ηττημένη και κατεστραμμένη Γερμανία, όσο και οι οικονομικά και δημογραφικά εξαντλημένες από την πολεμική προσπάθεια παραδοσιακές δυνάμεις της ηπείρου μας (Βρετανία, Γαλλία), αδυνατούσαν πλέον να προβάλλουν στρατιωτική ισχύ σε παγκόσμια κλίμακα. Ηδη από το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, είχε διαφανεί ότι η επόμενη ημέρα θα ανήκε στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, προοπτική που επιβεβαιώθηκε από τις εξελίξεις στα μέτωπα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Εντούτοις, με την κατάρρευση του Γ΄ Ράιχ, κατέστη εμφανές ότι η νέα υπερδύναμη δεν διέθετε τους πολιτικούς, στρατιωτικούς και διπλωματικούς θεσμούς και μηχανισμούς, ώστε να υποστηρίξει τον ασύγκριτα αναβαθμισμένο ρόλο της. Χωρίς ενιαίο υπουργείο Αμυνας, μόνιμη υπηρεσία πληροφοριών και αντικατασκοπείας, συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας ή ΓΕΕΘΑ, η ούτως ή άλλως άπειρη στις ασκήσεις διπλωματικών ελιγμών Αμερική αδυνατούσε να επιβάλει την ηγετική της θέση στον υπόλοιπο κόσμο. Υπό την απειλή του ιδεολογικού, πολιτικού και οικονομικού αντιπάλου που αναδύθηκε από τις στάχτες του Πολέμου, δηλαδή της Σοβιετικής Ενωσης, οι ελλείψεις αυτές αντιμετωπίστηκαν σχετικά γρήγορα, κυρίως με τη «Νομοθετική Πράξη περί Εθνικής Ασφάλειας», της κυβέρνησης Τρούμαν. Η CIA, το Πεντάγωνο, η κραταιά πολεμική αεροπορία των ΗΠΑ και οι υπόλοιποι βραχίονες της αμερικανικής ισχύος που σημάδεψαν τον μεταπολεμικό κόσμο, γεννήθηκαν αυτή την εποχή των ραγδαίων ανακατατάξεων στους θεσμούς της χώρας. Οι μηχανισμοί αυτοί προετοίμασαν το έδαφος και για τον Ψυχρό Πόλεμο, στη διάρκεια του οποίου ο πλανήτης μας ισορρόπησε σε τεντωμένο σχοινί, πάνω από την άβυσσο του πυρηνικού ολέθρου...
Η παράδοση της σκυτάλης από τη Βρετανία στις ΗΠΑ
Του Χαράλαμπου Παπασωτηρίου
Η ανάδειξη των ΗΠΑ ως σημαντικότερης δύναμης στον κόσμο υπήρξε εξαιρετικά απότομη με ιστορικούς όρους. Είναι γεγονός ότι ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα η αμερικανική οικονομία ήταν και έκτοτε παραμένει η μεγαλύτερη παγκοσμίως. Επιπλέον μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, το αμερικανικό ναυτικό έγινε ίσο με το ναυτικό της Μεγάλης Βρετανίας, που τα προηγούμενα εκατό χρόνια θαλασσοκρατούσε μόνο του. Ωστόσο, κατά τον μεσοπόλεμο οι ΗΠΑ ακολούθησαν πολιτική απομονωτισμού, που αποκορυφώθηκε κατά τη δεκαετία του 1930. Ασήμαντη ήταν η επιρροή της Ουάσιγκτον στις κρίσιμες εξελίξεις του 1938-1939, όταν οι αποφάσεις του Βερολίνου, του Λονδίνου, της Μόσχας και του Παρισιού οδήγησαν στο ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο λόγος ήταν, ότι προστατευμένες από τον Ατλαντικό και τον Ειρηνικό Ωκεανό οι ΗΠΑ δεν χρειάζονταν να εμπλέκονται στις υποθέσεις των μεγάλων δυνάμεων του Ανατολικού Ημισφαιρίου, εφόσον υπήρχε μια ισορροπία ισχύος μεταξύ τους. Μονάχα αν μια ευρωπαϊκή μεγάλη δύναμη απειλούσε να ανατρέψει την ευρωπαϊκή ισορροπία της ισχύος και να κατακτήσει τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές μεγάλες δυνάμεις, θα μπορούσε να αποκτήσει τόσους βιομηχανικούς πόρους ώστε να απειλήσει την ασφάλεια των ΗΠΑ. Μια τέτοια ανατροπή της ευρωπαϊκής ισορροπίας της ισχύος επαπειλήθηκε με τις αρχικές επιτυχίες της Γερμανίας στους δύο παγκόσμιους πολέμους, επιφέροντας ως εκ τούτου την επέμβαση των ΗΠΑ. Παρόμοια απειλή ανατροπής της ευρωπαϊκής ισορροπίας της ισχύος παρουσιάσθηκε εκ νέου μετά το 1945, όταν η Σοβιετική Ενωση βρέθηκε να έχει τον, με απόσταση, ισχυρότερο ευρωπαϊκό στρατό. Η καταστροφή της Γερμανίας και η αποφασιστική αποδυνάμωση της Γαλλίας και της Βρετανίας σήμαιναν ότι δεν υπήρχε δυνατότητα εξισορρόπησης της σοβιετικής στρατιωτικής υπεροχής εντός της Ευρώπης.
Η κατάσταση αυτή ήταν ορατή στον Τσώρτσιλ ήδη από το 1944 και σε κάποιους Αμερικανούς αξιωματούχους όπως ο Τζορτζ Κέναν από τις αρχές του 1946 το αργότερο. Η αμερικανική κοινωνία όμως ήθελε καλές σχέσεις με τη Σοβιετική Ενωση -παρά την ήδη διαφαινόμενη κομμουνιστοφοβία στο εσωτερικό των ΗΠΑ- και εναντιωνόταν σε κάθε αντισοβιετική κίνηση. Χαρακτηριστικά, όταν ο Τσώρτσιλ μίλησε για το «σιδηρούν παραπέτασμα» τον Μάιο του 1946, η αντίδραση του αμερικανικού Τύπου ήταν πολύ αρνητική. Ως εκ τούτου η κυβέρνηση Τρούμαν παρέμεινε αδρανής ενώπιον της ευρωπαϊκής ανισορροπίας ισχύος μέχρι τις αρχές του 1947.
Η αμερικανική στάση άλλαξε στις 21 Φεβρουαρίου 1947, όταν η εξουθενωμένη Βρετανία διαμήνυσε στις ΗΠΑ ότι σε 40 ημέρες θα αποσυρόταν από την Ελλάδα και την Τουρκία, δημιουργώντας ένα κενό ισχύος στην Ανατολική Μεσόγειο που θα μπορούσε να οδηγήσει σε σοβιετική επικυριαρχία στην περιοχή. Ουσιαστικά δηλαδή η Βρετανία περνούσε τη σκυτάλη στις ΗΠΑ, ζητώντας από αυτές να αναλάβουν το έργο της εξισορρόπησης της σοβιετικής ισχύος στην Ευρώπη. Μόλις συνειδητοποίησε η αμερικανική ηγεσία ότι μονάχα οι ΗΠΑ μπορούσαν να εξισορροπήσουν τη Σοβιετική Ενωση, η αντίδρασή της υπήρξε άμεση. Μέσα σε λίγους μήνες πάρθηκαν αποφάσεις, που ενέπλεξαν τις ΗΠΑ μονίμως έκτοτε στις υποθέσεις του ανατολικού ημισφαιρίου. Στις 12 Μαρτίου ο πρόεδρος Τρούμαν εξήγγειλε το «δόγμα Τρούμαν» και ζήτησε από το Κογκρέσο να περάσει μεγάλο πακέτο βοήθειας προς την Ελλάδα και την Τουρκία. Στις 5 Ιουνίου ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Τζορτζ Μάρσαλ εξήγγειλε ένα πολύ πιο μαζικό πρόγραμμα οικονομικής βοήθειας για την οικονομική ανόρθωση ολόκληρης της Ευρώπης - το Σχέδιο Μάρσαλ, που τελικά αφορούσε μόνο τη Δυτική Ευρώπη, καθώς, όπως ορθά υπολόγισε η αμερικανική ηγεσία, η Σοβιετική Ενωση αρνήθηκε να συμμετάσχει με τους δορυφόρους της. Με τις κινήσεις αυτές οι ΗΠΑ έγιναν η πρωταγωνίστρια δύναμη στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή.
Για να μπορέσουν, ωστόσο, να χειριστούν οι ΗΠΑ τη μόνιμη και βαθιά εμπλοκή τους στις υποθέσεις του ανατολικού ημισφαιρίου ως αντίβαρο στη Σοβιετική Ενωση, έπρεπε να αναπτύξουν τους κατάλληλους θεσμούς. Λόγω του προγενέστερου απομονωτισμού τους, δεν είχαν αναπτύξει παραδόσεις εξωτερικής πολιτικής και στρατηγικής ικανές να καθοδηγούν την πολιτική, διπλωματική και στρατιωτική ηγεσία τους ενώπιον προκλήσεων παγκόσμιας εμβέλειας.
Οι ΗΠΑ δεν είχαν καν μια μόνιμη υπηρεσία πληροφοριών. Το Γραφείο Στρατηγικών Υπηρεσιών, που ιδρύθηκε στα μέσα του 1942, καταργήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1945, σαν να μη χρειάζονταν οι ΗΠΑ μια υπηρεσία πληροφοριών σε καιρό ειρήνης.
Ο νόμος περί εθνικής ασφάλειας
Τις θεσμικές ανάγκες της νέας υπερδύναμης κάλυψε ο νόμος περί εθνικής ασφάλειας του Ιουλίου 1947.
Πρώτον, με τον νόμο αυτό απέκτησαν οι ΗΠΑ για πρώτη φορά μια μόνιμη υπηρεσία πληροφοριών, τη CIA (Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών), επιφορτισμένη με την αποστολή να συλλέγει πληροφορίες από κάθε γωνιά του κόσμου, να τις αναλύει και να τις επεξεργάζεται για την εξαγωγή πολιτικά ωφέλιμων διαγνώσεων, καθώς και να παρεμβαίνει με τις ενίοτε διαβόητες μυστικές επιχειρήσεις της.
Δεύτερον, ο νόμος αυτός θεσμοθέτησε το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας ως μέρος του Λευκού Οίκου, ώστε ο εκάστοτε πρόεδρος να έχει στη διάθεσή του ένα συμβουλευτικό και συντονιστικό όργανο για το σύνολο των πτυχών της διεθνούς παρουσίας των ΗΠΑ. Στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας προεδρεύει ο πρόεδρος των ΗΠΑ και συμμετέχουν υπουργοί και άλλοι υψηλοί αξιωματούχοι. Το σημαντικό πάντως είναι ότι το συμβούλιο υποστηρίζεται από μεγάλο επιτελείο στον Λευκό Οίκο, που στελεχώνεται από αξιωματούχους όλων των σημαντικών υπηρεσιών σχετικών με διεθνή ζητήματα, ώστε να παρέχει μια συνολική εικόνα για τις διεθνείς προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ. Ουσιαστικά πρόκειται για επιτελείο στο επίπεδο της υψηλής στρατηγικής. Επικεφαλής του επιτελείου αυτού είναι ο σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας του προέδρου των ΗΠΑ, που στην περίπτωση του Κίσινγκερ επί προεδρίας Νίξον επισκίασε τους υπουργούς Εξωτερικών και Αμυνας (λίγοι θυμούνται σήμερα τους Ρότζερς και Λερ).
Τρίτον, ο νόμος αυτός θεσμοθέτησε το υπουργείο Αμυνας, ενώνοντας τα προγενέστερα υπουργεία Πολέμου και Ναυτικού. Επίσης δημιούργησε την Πολεμική Αεροπορία ως ανεξάρτητο όπλο. Σκοπός ήταν τα τρία όπλα -στρατός, ναυτικό και αεροπορία- να λειτουργούν σε ένα ενιαίο υπουργικό πλαίσιο, ώστε να συνεργάζονται στενότερα για την εξυπηρέτηση των στρατηγικών αναγκών των ΗΠΑ. Χρειάστηκε βέβαια να περάσουν αρκετές δεκαετίες έως ότου τα τρία όπλα και οι ειδικές δυνάμεις των ΗΠΑ να αναπτύξουν κουλτούρα και πρακτικές αποτελεσματικής διακλαδικότητας. Οι βάσεις πάντως τέθηκαν με τον νόμο του 1947.
Με το «δόγμα Τρούμαν», το Σχέδιο Μάρσαλ και τον νόμο περί εθνικής ασφάλειας τέθηκαν τα θεμέλια για την αμερικανική υψηλή στρατηγική σε ολόκληρο τον Ψυχρό Πόλεμο. Οι αποφάσεις που πήρε η κυβέρνηση Τρούμαν μέσα σε λίγους μήνες, την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1947, συνεχίζουν ακόμα και σήμερα να καθορίζουν σε σημαντικό βαθμό τους θεσμούς, τη διαδικασία λήψης αποφάσεων και τους κεντρικούς προσανατολισμούς της υψηλής στρατηγικής των ΗΠΑ.
* Ο κ. Χαράλαμπος Παπασωτηρίου είναι καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου.