Other People’s Money
Γιώργος Στρατόπουλος
(Πηγή : http://www.protagon.gr/)
Στη γλώσσα των επενδυτών με τη φράση του τίτλου χαρακτηρίζονται επενδυτικές αποφάσεις που λαμβάνονται όχι με αυστηρά επενδυτικά κριτήρια αλλά επειδή εξυπηρετούν αλλότριους σκοπούς. Ασύμφορες επενδύσεις που δρομολογούνται από κέντρα αποφάσεων που φυσικά δεν τοποθετούν δικά τους κεφάλαια, αλλά «Other People’s Money».
Θυμήθηκα την έκφραση όταν αναρωτήθηκα με τίνος κεφάλαια θα χρηματοδοτηθεί το Παράλληλο Τραπεζικό Σύστημα που ανέφερε στη Βουλή ο κ. Δραγασάκης.
… πρέπει να δημιουργήσουμε ένα παράλληλο σύστημα τραπεζών που να μην είναι υπό την εποπτεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και που να μην κάνει το σύστημα τόσο συγκεντρωτικό όσο είναι σήμερα. Απ’ αυτήν την άποψη, έχει σημασία η στήριξη των συνεταιριστικών τραπεζών και της Τράπεζας Αττικής…
Είναι απόλυτα θεμιτή στρατηγική της κυβέρνησης να αναπτύξει περαιτέρω -πάντα σε υγιή βάση- τον θεσμό των συνεταιριστικών τραπεζών, διότι ως θεσμός προσιδιάζει σε ένα εναλλακτικό τραπεζικό σύστημα. Η αναφορά όμως στην Τράπεζα Αττικής, μια εμπορική τράπεζα που χρειάζεται επιπλέον τεράστια κεφάλαια -συνολικά 1 δισ. κεφάλαια για μια τράπεζα με 3,5 δισ. ενεργητικό- δημιουργεί ερωτηματικά πολλά και εύλογα. Διότι η Αττικής δεν χρειάζεται πολιτική στήριξη αλλά ιδιωτικά κεφάλαια για την ανακεφαλαιοποίησή της, όπως και οι υπόλοιπες εμπορικές τράπεζες.
Ας δούμε, με την ευκαιρία αυτή, τι έγινε στον προηγούμενο γύρο των ανακεφαλαιοποιήσεων των τραπεζών το 2013.
Οι Τράπεζες τότε βρίσκονταν σε τόσο δεινή θέση που ούτε ένας -μα κανένας!- από τους τότε κύριους μετόχους δεν θεωρούσε συμφέρουσα επένδυση την ανακεφαλαιοποίηση των Τραπεζών. Αυτή η αντίληψη διέτρεχε γενικότερα την επενδυτική κοινότητα, με αποτέλεσμα οι αυξήσεις τότε να καλυφθούν κατά το μέγιστο (ακόμα και εξ ολοκλήρου, όπως στην περίπτωση της Eurobank) από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Από ιδιώτες καλύφθηκε πολύ μικρό ποσοστό των αυξήσεων -μέχρι 15%- και τούτο, μόνον αφού προηγήθηκαν δωράκια-κίνητρα τύπου warrants προς τους ιδιώτες.
Υπήρξε μόνο μια εξαίρεση το 2013: ο βασικός μέτοχος της Τράπεζας Αττικής, το Ταμείο των Μηχανικών (ΤΣΜΕΔΕ). Με απορία η επενδυτική κοινότητα αναρωτιόταν πού βασίζει το ΤΣΜΕΔΕ την αισιοδοξία του και αποφάσισε να καλύψει την αύξηση με κεφάλαια των ασφαλισμένων. Ήταν βέβαια ο κύριος μέτοχος, γνώριζε την αξία του οργανισμού (Τράπεζα Αττικής) καλύτερα από όλους, ωστόσο η επένδυση σε ελληνική τράπεζα ήταν, κυρίως, στοίχημα πάνω στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Οι οποίες κάθε άλλο παρά ευοίωνες ήταν, γι' αυτό και κανένας κερδοσκόπος, επενδυτής, παλαιός ή νέος μέτοχος, Έλληνας ή ξένος, δεν δέχτηκε να το διακινδυνεύσει χωρίς κίνητρα από το κράτος. Από πού λοιπόν αντλούσε αυτήν την παράτολμη αισιοδοξία η διοίκηση του ΤΣΜΕΔΕ;
Δυο χρόνια αργότερα, από τα 200 εκατ. που τοποθέτησε το ΤΣΜΕΔΕ στην ανακεφαλαιοποίηση της Τράπεζας Αττικής, έχασε το 90-95%. Και μείναμε όλοι άναυδοι από το ιλιγγιώδες μέγεθος (1 δισ.) της κεφαλαιακής ένεσης που χρειάζεται σήμερα η Τράπεζα. Δεδομένου του μεγέθους των κεφαλαιακών αναγκών, τα 200 εκατ. της αύξησης του 2013 κατά το μεγαλύτερο μέρος τους μάλλον χάθηκαν δια παντός. Δεν χρεώνω, ωστόσο, την κακή απόδοση στη διοίκηση του ΤΣΜΕΔΕ. Το ίδιο συνέβη και σε μπαρουτοκαπνισμένους επενδυτές, σε γεράκια των hedge funds και στις επενδύσεις τους στις υπόλοιπες ελληνικές Τράπεζες. Ούτε είναι σωστό να κρίνουμε εκ των υστέρων μια επένδυση, επειδή δεν είχε καλή απόδοση.
Είναι όμως, στοιχειώδες και σημαντικό το δίδαγμα: οι επενδυτικές αποφάσεις να λαμβάνονται μετά από εμπεριστατωμένη, θεμελιώδη ανάλυση και αξιολόγηση των κινδύνων και των προοπτικών της επένδυσης και πάντα με γνώμονα το συμφέρον των επενδυτών. Με αυτήν την έννοια, η πρόσφατη ανακοίνωση των τεράστιων κεφαλαιακών αναγκών της Τράπεζας Αττικής απλά υπενθυμίζει το αναπάντητο ερώτημα από την εποχή της αύξησης του 2013: τι έβλεπε το ΤΣΜΕΔΕ το 2013, που δεν έβλεπε η υπόλοιπη επενδυτική κοινότητα;
Ειδικότερα για τον πρώην πρόεδρο του ΤΕΕ και νυν Υπουργό Υποδομών κ. Σπίρτζη που επιδεικνύει ιδιαίτερη ευαισθησία για την περιουσία των Ελλήνων και «κλαίει» για τις αποκρατικοποιήσεις, θα παρατηρούσα πως για την ώρα κλαίνε οι ασφαλισμένοι του Ταμείου του, εξαιτίας επενδυτικών αποφάσεων που κι εκείνος υποστήριξε και συνυπέγραψε.
Σήμερα λοιπόν η διοίκηση του ΤΣΜΕΔΕ θα αντιμετωπίσει τα ίδια διλήμματα. Έχοντας επενδύσει 200 εκατ.€ στην Τράπεζα Αττικής μέχρι το 2012 κι άλλα 200 το 2013, καλείται το 2015 να επενδύσει άλλα 400 εκατ. ευρώ.
Αν το κάνει, αυτή τη φορά η ριψοκίνδυνη απόφαση δεν γεννά επενδυτικές απορίες. Πρόκειται για πολιτική απόφαση, εφόσον πλέον Κυβέρνηση και συνδικαλιστές έχουν συναντίληψη των θεμάτων. Σίγουρα η συμμετοχή του ΤΣΜΕΔΕ στη νέα αύξηση έχει την πολιτική έγκριση και στήριξη της Κυβέρνησης, όπως φαίνεται και από τη δήλωση του Αντιπροέδρου της. Ο υπουργός Οικονομικών, μάλιστα, λίγες μέρες νωρίτερα άνοιξε τον δρόμο με νομοτεχνική βελτίωση που έδινε τη δυνατότητα στο ΤΧΣ να συμμετάσχει και σε αυξήσεις μη συστημικών τραπεζών.
Τα πρώτα, όμως, 850 εκατ. της αύξησης της Αττικής πρέπει να καλυφθούν από ιδιώτες. Άρα χρειάζονται «πρόθυμοι επενδυτές». Τοποθέτησα σε εισαγωγικά τον χαρακτηρισμό γιατί, όπως κι αν το δει κάποιος, η ριψοκίνδυνη τοποθέτηση 1 δισ. σε μια τράπεζα με ενεργητικό 3,5 δισ., επενδυτικά δεν βγάζει νόημα. Και αν στην περίπτωση συμμετοχής του ΤΣΜΕΔΕ δεν υπάρχουν απορίες, για τους υπόλοιπους θεσμικούς ιδιώτες που θα συμμετάσχουν, θα πλανάται το ερώτημα τι ανταλλάγματα έλαβαν για να συμμετάσχουν σε μια επένδυση που δεν βγάζει νόημα.
Εύστοχα ο κ. Χάρης Θεοχάρης τουίταρε προχθές πως «παράλληλο τραπεζικό σύστημα = μας πήραν τον έλεγχο οι Ευρωπαίοι στις συστημικές και θα δώσουμε θαλασσοδάνεια μέσω Αττικής…». Μένει να δούμε αν θα δοθούν με χρήματα των ασφαλισμένων του ΤΣΜΕΔΕ. Ερωτηματικό αποτελεί και η στάση που θα τηρήσει η Επιτροπή Ανταγωνισμού της ΕΕ (DG Comp). Αυτή τη στιγμή τηρεί πολύ αυστηρή στάση απέναντι στις 4 συστημικές τράπεζες. Δεν θα είναι έκπληξη, αν απαιτήσει πραγματικούς και όχι «πρόθυμους» μετόχους στην Αύξηση Κεφαλαίου της Αττικής.
Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, σημειώνω ότι η ενδεχομένως επενδυτικά λανθασμένη απόφαση του ΤΣΜΕΔΕ το 2013 δεν ήταν ζημιογόνα για το δημόσιο συμφέρον. Αν δεν κάλυπτε το Ταμείο την αύξηση, θα την κάλυπτε το κράτος, δηλαδή οι φορολογούμενοι. Σε επίπεδο Γενικής Κυβέρνησης, όπου ενοποιούνται και οι Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, διαφορά δεν υπάρχει. Παραμένει βέβαια άδικο το γεγονός ότι ζημιώθηκε μια ομάδα μόνο φορολογούμενων (οι ασφαλισμένοι του ΤΣΜΕΔΕ) αντί για το σύνολο των φορολογουμένων.
Από την άλλη βέβαια το ΤΣΜΕΔΕ σε μεγάλο βαθμό οφείλει τη σχετική οικονομική ευρωστία και τα αποθεματικά του στις έμμεσες εισφορές όλων των φορολογούμενων μέσω πολλών κοινωνικών πόρων: 1% επί του προϋπολογισμού πάσης φύσεως τεχνικών έργων και οικοδομικών με εξαίρεση τα έργα του Δημοσίου, 1% επί της αξίας των εισαγόμενων μηχανημάτων για έργα οδοποιίας, οικοδομικών, υδραυλικών και λιμενικών, 1% επί των πιστοποιήσεων παντός δημοσίου έργου κ.α.
Τέτοιο κουβάρι που είναι τα προβλήματα, δύσκολα ξεχωρίζεις σε βάθος χρόνου το δίκιο απ' το άδικο!