Ποιες αρχές για ποια διανόηση
ΝΙΚΟΣ ΜΑΡΑΝΤΖΙΔΗΣ
(Πηγή: http://www.kathimerini.gr)
Το θυμάστε το παλιό ανέκδοτο; Ποιες είναι οι πέντε αρχές της σοβιετικής διανόησης; Πρώτον: μη σκέφτεσαι! Δεύτερον, αν σκέφτεσαι μη μιλάς! Τρίτον, αν σκέφτεσαι και μιλάς, μη γράφεις! Τέταρτον, αν σκέφτεσαι, μιλάς και γράφεις, μην υπογράφεις! Πέμπτον, αν σκέφτεσαι, μιλάς, γράφεις και υπογράφεις, μην απορείς!
Ευτυχώς, δεν βρισκόμαστε εδώ. Ομως είναι ξεκάθαρο πως τα τελευταία χρόνια, οι συνθήκες διεξαγωγής του δημόσιου διαλόγου έχουν επιδεινωθεί δραματικά. Η επικράτηση της εθνολαϊκιστικής κουλτούρας αμφισβητεί ευθέως όχι μόνο βασικές κατακτήσεις της φιλελεύθερης δημοκρατίας, αλλά την ίδια την κληρονομιά του διαφωτισμού.
Στη μεταπολίτευση αναδείχθηκαν δύο βασικά ρεύματα διανόησης, όχι ίδιας βαρύτητας και επιρροής. Κατ’ αρχάς εμφανίστηκε η γαλλικών προδιαγραφών αριστερή μαρξιστική ή μαρξίζουσα διανόηση, που τάραξε τα νερά τόσο στον ακαδημαϊκό χώρο όσο και στην τέχνη. Η ελευθεριακή της στάση σε κοινωνικά θέματα (έντονα επηρεασμένη από την κουλτούρα του γαλλικού Μάη), η πνευματική της εξωστρέφεια (πολύγλωσση και πολυταξιδεμένη) και η κριτική ματιά της συνέβαλαν στην αναζωογόνηση της δημόσιας συζήτησης και της ακαδημαϊκής γνώσης στην Ελλάδα. Η διανόηση αυτή αμφισβήτησε γόνιμα κυρίαρχους εθνικούς μύθους και πρότεινε μια νέα αφήγηση για τη σύγχρονη Ελλάδα. Αν και είχε τα δικά της ταμπού (η δεκαετία του ’40 είναι ένα τέτοιο) που την οδήγησαν συχνά σε αφελείς ή/και προπαγανδιστικές προσεγγίσεις, προσέφερε τα μέγιστα στον εξευρωπαϊσμό της πολιτικής μας κουλτούρας και στην έξοδο από την πνευματική μας απομόνωση.
Η φιλελεύθερη διανόηση, από την άλλη, μειοψηφική αλλά υπαρκτή, με δυναμική κυρίως μετά τη δεκαετία του ’80 όταν ο κομμουνισμός κατέρρευσε και έπαψε να διαμορφώνει τις πνευματικές μόδες, έδωσε τους καρπούς της μέσα από τις δικές της «αιρετικές» προσεγγίσεις στα θέματα της οικονομίας, της πολιτικής και της ιστορίας. Απειλώντας την πρωτοκαθεδρία της αριστερής διανόησης, πέτυχε σε πλείστους τομείς την αμφισβήτηση ή και το ξεπέρασμα παλιομοδίτικων μαρξιστικών αγκυλώσεων.
Παρά τις διαφορές τους, κοινός παρονομαστής των δύο ρευμάτων υπήρξε ο δυτικόστροφος χαρακτήρας τους, η υπεράσπιση της κληρονομιάς του διαφωτισμού και η πεποίθηση πως ο πολιτικός και κοινωνικός πλουραλισμός είναι απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου η χώρα να αποτελεί τμήμα του σύγχρονου ανεπτυγμένου κόσμου. Η υπεράσπιση των μειοψηφιών, η προσήλωση στην υπεράσπιση της ελευθερίας της έκφρασης και η καταδίκη του αυταρχισμού και της λογοκρισίας κάθε μορφής υπήρξε η κοινή συνισταμένη των περισσότερων διανοουμένων μέχρι τουλάχιστον τα χρόνια της κρίσης.
Η νέα διαίρεση μεταξύ μνημονιακών και αντιμνημονιακών κατέστρεψε τις κατακτήσεις και τους παγιωμένους προσανατολισμούς της ελληνικής διανόησης. Από τη μια, το φιλελεύθερο ρεύμα ηττήθηκε κατά κράτος στην προσπάθειά του να επηρεάσει τη δημόσια συζήτηση κουβαλώντας το στίγμα του «μνημονιακού γερμανοτσολιά». Από την άλλη, η αριστερή διανόηση πέτυχε μια πύρρειο νίκη, που αλλοίωσε τη φυσιογνωμία της. Καθώς σύρθηκε στον κόσμο του εθνολαϊκισμού και των αξιών της «βαθιάς» Ελλάδας, υποχρεώθηκε να απαρνηθεί σημαντικό τμήμα της ταυτότητάς της. Ο τυφλός και εντέλει ανόητος αντιμνημονιακός αγώνας υπήρξε το όπιο των αριστερών διανοουμένων και είχε καταλυτικές συνέπειες στην ποιότητα του δημόσιου διαλόγου και στα ήθη που κυριάρχησαν τα τελευταία χρόνια.
Η επιχείρηση τρομοκράτησης, το λιντσάρισμα και ο ξυλοδαρμός των «μνημονιακών», ο σοβινιστικός και εθνικιστικός λόγος, ο λανθάνων αντικοινοβουλευτισμός της μούντζας και της κρεμάλας, όλα εξαγνίστηκαν στην αντιμνημονιακή κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Στο όνομα του αντιμνημονιακού αγώνα, αριστεροί διανοούμενοι υποστήριξαν ή ανέχτηκαν ακραίες μορφές βίας και έκλεισαν τα μάτια στον αναδυόμενο αυταρχικό αντιδυτικισμό και στον αρχέγονο/πρωτόγονο εθνικισμό. Μερικοί δεν κατάλαβαν καν ότι στις πλατείες των Αγανακτισμένων τον τόνο δεν τον έδινε η Αριστερά αλλά ο εθνικισμός. Εντέλει οι αριστεροί διανοούμενοι υποχρεώθηκαν στο τέλος να υιοθετήσουν ό,τι είχαν αντιπαλέψει για δεκαετίες: την ερμηνεία του κόσμου υπό το πρίσμα ενός επαρχιώτικου εθνοκεντρισμού που ήθελε τη χώρα αιώνιο θύμα των ξένων δυνάμεων και την κοινωνία να χωρίζεται στον καλό λαό από τη μία και στις διεφθαρμένες και προδοτικές ελίτ από την άλλη.
Ρητορεύοντας μανιχαϊστικά με όρους Αντίστασης και Εμφυλίου Πολέμου, η αριστερή διανόηση αντιμετώπισε τους «μνημονιακούς» όχι ως πολιτικούς αντιπάλους, αλλά ως εχθρούς. Προκειμένου να ανατρέψει τους «δωσίλογους» και τα «τσιράκια της Μέρκελ» ανέχτηκε το μίσος και την παράνοια. Σε κάποιες περιπτώσεις έγινε ένα με αυτά.
Και τώρα; Τώρα συνειδητοποιούμε όλοι, «μνημονιακοί» και πρώην αντιμνημονιακοί, πως η δημόσια σφαίρα απειλείται από τον ανορθολογισμό και τις κραυγές. Ο βαθύς εθνολαϊκισμός μοιράζει πλέον τα νέα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων και πατριωτισμού. Οποιαδήποτε διαφωνία (από θέματα δημοσκοπήσεων μέχρι αυτό της γενοκτονίας των Ποντίων) μπορεί να εξελιχθεί σε έναν ατελείωτο χορό από ύβρεις, απειλές και θεωρίες συνωμοσίας κάθε είδους. Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί πως δεν κινδυνεύει να μολυνθεί από αυτήν την κατάσταση.
Απέναντι σε όλα αυτά, είτε από φόβο είτε για να μην υπονομεύσει την κυβέρνηση, η αριστερή διανόηση σιωπά ή μιλάει σιγά, σχεδόν ψιθυριστά. Φοβούμαι, εντέλει, πως πλησιάζει η ώρα που θα υιοθετήσει την πέμπτη αρχή της σοβιετικής διανόησης.
* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα.