Αρνητές αλλά και περήφανοι γενοκτόνοι
Η σχέση της σύγχρονης Τουρκίας με την αρμενική καταστροφή του 1915
Μάριος Λ. Ευρυβιάδης
(Πηγή : http://foreignaffairs.gr)
«Πάντοτε βρίσκω διασκεδαστικό (amusing) το γεγονός πως οι Τούρκοι είναι αρνητές αλλά ταυτόχρονα και περήφανοι για την γενοκτονία που διέπραξαν κατά των Αρμενίων», ήταν η απάντηση του Αμερικανο-αρμένιου ακτιβιστή Andrew Kevorkian, σε ανταλλαγή μηνυμάτων που είχα πρόσφατα μαζί του μέσω του διαδικτύου.
Αφορμή της επικοινωνίας μας υπήρξε η βεβήλωση αρμενικής εκκλησίας στην Πόλη, που έγινε γύρω στις 25 Μαρτίου. Στους τοίχους της εκκλησίας, με την επωνυμία «Sourp Astuanzazh», γράφηκε «1915 ευλογημένο έτος» καθώς επίσης «Τί σημαίνει πως είστε όλοι Αρμένιοι, εφόσον υπάρχει ήδη ένας Ogun Samast»;
Το έτος 1915 άρχισαν οι οργανωμένες τζιχαντιστικές σφαγές των Αρμενίων και των άλλων αυτόχθονων χριστιανικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας από τους Νεότουρκους, αν και των Ελλήνων ειδικά είχαν ήδη αρχίσει από το 1914, όπως τεκμηριώνει ο παγκοσμίου φήμης Ελληνο-αμερικανός ιστορικός Speros Vryonis Jr., στο εμβληματικό του έργο, «The Mechanism of Catastrophe» ( 2005). O δε Ogun Samast υπήρξε ο δεκαεφτάχρονος που το 2007 δολοφόνησε, έξω από τα γραφεία της αρμενικής εφημερίδας Agos, τον αρχισυντάκτη και ιδιοκτήτη της, Αρμενο-τούρκο ακτιβιστή και θιασώτη της αρμενο- τουρκικής φιλίας, Hrant Dink. Σε διαδηλώσεις πριν και κατά την κηδεία του Dink στην Πόλη, χιλιάδες διαδηλωτές φώναζαν «Είμαστε όλοι Hrant, είμαστε όλοι Αρμένιοι». Φέτος και μετά από οκτώ χρόνια ηθελημένης κωλυσιεργίας και παραπλάνησης από το τουρκικό βαθύ κράτος, ο Samast παραδέχθηκε, τελικά, πως αξιωματούχοι της αστυνομίας και των μυστικών υπηρεσιών του κράτους τον «ενέπνευσαν», τον καθοδήγησαν και τον όπλισαν ώστε να διαπράξει την δολοφονία.
Η τοποθέτηση του Κεβορκιάν μου θύμισε ένα περιστατικό που συνέβη αρχές του 1980 στην Νέα Υόρκη και το οποίο αφηγήθηκε κατ´ιδίαν ο πρωταγωνιστής του, δημοσιογράφος των The New York Times, Κarl E. Meyer, τότε επίσημος σχολιογράφος (editorial writer) της εφημερίδας.
Μέχρι το 1965, πρέπει να υπομνησθεί, αναφορές στον διεθνή τύπο για την γενοκτονία των Αρμενίων από τους Τούρκους ήταν ένα μεγάλο ταμπού στην Δύση. Οι ίδιοι κυνικοί λόγοι «στρατηγικής σκοπιμότητας» που ισχύουν και σήμερα, κυρίως σε Ουάσιγκτον και Λονδίνο ώστε να μην ενοχλείται και να «εξαγριώνεται» η Άγκυρα, ίσχυαν και τότε. Όμως το 1965 και 50 χρόνια μετά από τις γενοκτονικές σφαγές, στην Σοβιετική Αρμενία αλλά και στην ισχυρή και μεγάλη αρμενική κοινότητα του Λιβάνου υπήρξαν, για πρώτη φορά, δημόσιες διαδηλώσεις μνήμης για τα θύματα των Νεοτούρκων καθώς επίσης και η απαίτηση διεθνούς αναγνώρισης του ειδεχθούς αυτού εγκλήματος. Το ίδιο έτος και επίσης για πρώτη φορά, υπήρξε αναφορά στο γενοκτονικό έγκλημα στην Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ από τον αείμνηστο Σπύρο Κυπριανού , τότε υπουργό Εξωτερικών της Κύπρου. Έτσι, όταν το 1985 θα είχαμε την 75η επέτειο, το ζήτημα και η απαίτηση για αναγνώριση της γενοκτονίας βρισκόταν ήδη στην διεθνή πολιτική ατζέντα με την Τουρκία να το πολεμά μετωπικά.
Κύριο πεδίο αντιπαράθεσης τότε, δηλαδή το 1985, όπως και σήμερα, υπήρξε η Αμερική και συγκεκριμένα η αναγνώριση της γενοκτονίας από το αμερικανικό Κογκρέσο. Τα έτη 1982-3 η εφημερίδα Τhe New York Times αφιέρωσε αρκετές σελίδες ερευνώντας το θέμα και φιλοξενώντας διάφορες απόψεις. Υπήρχε βέβαια μια ειρωνεία σ’ αυτό, διότι το αρχείο της εφημερίδας είχε εκτενή και λεπτομερέστατη κάλυψη των σφαγών από ανταποκριτές της στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Όμως, το ερώτημα ήταν κατά πόσο οι σφαγές υπήρξαν προμελετημένες και συστημικά οργανωμένες από τους Νεότουρκους, ώστε να πληρούν το κριτήριο ηθελημένης εξόντωσης εθνότητας και να συνιστούν, έτσι, «γενοκτονία». Οι Τούρκοι και οι απολογητές τους αρνούνταν και συνεχίζουν μέχρι σήμερα να αρνούνται κάτι τέτοιο.
Κατέχοντας την νευραλγική θέση του σχολιαστή στην εφημερίδα, ο Karl Meyer είχε βαρύνουσα άποψη και προσεγγίστηκε και από τις δύο πλευρές. Όπως αφηγείται, τον προσέγγισε ειδικά ένας πολύ αξιόλογος επαγγελματικά Τουρκο -αμερικανός που προσπαθούσε να τον πείσει πως κάθε άλλο παρά υπήρξε γενοκτονία, πως δεν υπήρξαν θύτες και θύματα και πως Τούρκοι και Αρμένιοι υπέφεραν αμοιβαία ως θύματα του χάους και της τραγωδίας του πολέμου. Μετά από αρκετές συναντήσεις και τηλεφωνήματα ήταν προφανές στον Τούρκο πως η προσπάθειά του θα αποτύγχανε. Έκανε ωστόσο ένα τελευταίο τηλεφώνημα και αφού πλέον δεν τον πήγαινε άλλο να συνεχίσει την συνομιλία, εκνευρισμένος έκλεισε το τηλέφωνο με έναν άναυδο Meyer να τον ακούει να του λέει , «Ναι, τους σφάξαμε και έπρεπε να τους είχαμε σφάξει τότε όλους ώστε να μην έχουμε σήμερα αυτό το πρόβλημα και εμείς αυτή την κουβέντα»!
Στις 23 Απριλίου 1983, στον χώρο του Editorial Notebook της εφημερίδας, ο Μeyer άρχιζε το κείμενο του «Armenian Memory, Turkish Amnesia» ως εξής: «Η πιo θλιβερή μέρα στο αρμενικό ημερολόγιο είναι η 24η Απριλίου, όταν ένας διασκορπισμένος λαός θυμάται μια καταστροφή την οποία οι πλείστοι από εμάς έχουν ξεχάσει. Έλαβε χώρα στις 24 Απριλίου 1915, όταν μια μεγάλη και ανθούσα Αρμένικη κοινότητα στην Τουρκία έγινε το αντικείμενο της πρώτης επίσημης γενοκτονίας του αιώνα».
Η θέση του επίσημου τουρκικού κράτους όπως και του μέσου Τούρκου πολίτη, με κάποιες σημαντικές εξαιρέσεις την τελευταία δεκαετία από μια μερίδα επώνυμων διανοουμένων, είναι πως ποτέ δεν υπήρξε γενοκτονία των Αρμενίων και των άλλων χριστιανικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας, αλλά είναι περιχαρείς που έγινε!
Κατά γενική παραδοχή, το κορυφαίο γεγονός της τουρκικής προπαγάνδας περί άρνησης
της γενοκτονίας έλαβε χώρα στις 19 Μαΐου του 1985, όταν 69 πανεπιστημιακοί, ιστορικοί, ερευνητές, κ.α. μεταξύ των οποίων αρκετοί επώνυμοι, υπέγραψαν καταχώρηση στις εφημερίδες Τhe New York Times και Τhe Washington Post με την οποία αμφισβητούσαν το γεγονός της αρμενικής γενοκτονίας και καλούσαν το αμερικανικό Κογκρέσο να μην υιοθετήσει «Ψήφισμα Μνήμης» για τα θύματα των γενοκτονικών σφαγών. Η καταχώρηση πληρώθηκε από την οργάνωση- ομπρέλα Assembly of Turkish American Associations. Μετέπειτα έρευνα από, αμερικανο-αρμενικές οργανώσεις τεκμηρίωσε πως οι πλείστοι από τους 69 υπήρξαν αποδέκτες χορηγιών από το ίδρυμα Institute of Turkish Studies, ή είχαν «αλισβερίσι» εξαρτήσεων με την Τουρκική πρεσβεία στην αμερικανική πρωτεύουσα και την Τουρκία. Το ´ίδρυμα λάμβανε όλη την χρηματοδότησή του από την Τουρκική κυβέρνηση και είχε ως έδρα του την πρεσβεία της Άγκυρας στην αμερικανική πρωτεύουσα.
Η πληρωμένη καταχώρηση χαιρετίστηκε στην Άγκυρα ως κορυφαία επιτυχία και τα εύσημα δόθηκαν στον Τούρκο πρέσβη στην Ουάσινγκτον, Sukru Elekdag, που όντως ως επαγγελματίας τα άξιζε, διότι υπήρξε ο οργανωτής και συντονιστής του όλου εγχειρήματος. Ωστόσο, 15 χρόνια αργότερα ο Elekdag , αρθρογράφος πλέον και αργότερα βουλευτής του κεμαλικού κόμματος, θα παραπονιέται δημόσια («How can the genocide ballon be burst?», Turkish Daily News, October 2, 2000) πως η μάχη ουσιαστικά χάθηκε και πως από τους 69 που υπέγραψαν τότε, μόνο ένας, ο γνωστός φιλότουρκος Justin McCarthy, θα ξανα-υπόγραφε την καταχώρηση!
Είχε δίκιο ο Sukru Elekdag. Τεκμήρια από επίσημες αρχειακές πηγές πολλών κρατών όπως π.χ. ΗΠΑ, Μεγάλης Βρετανίας Γερμανίας, Αυστρίας, Γαλλίας, Σοβιετικής Ένωσης κ.α., επιβεβαιώνουν τα γενοκτονικά κίνητρα των Νεοτούρκων σφαγέων. Τα κίνητρά τους για τις σφαγές ήταν κοινός τόπος στις Δυτικές καγκελαρίες και οι σφαγές είχαν χαρακτηριστεί, από τότε, ως «εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας» (crimes against humanity) από τις δυνάμεις της Αντάντ, για τα οποία οι δράστες έπρεπε να λογοδοτήσουν. Πληθώρα μαρτυριών, επίσημα καταχωρημένων, φέρουν τον αρχιτέκτονα των σφαγών, τον Ταλαάτ Πασά, να περηφανεύεται στα διπλωματικά σαλόνια της Πόλης για την υπό εξέλιξη «εξολόθρευση» των Αρμενίων, ενώ ο έτερος της τριανδρίας των Νεοτούρκων, ο Ενβέρ Πασάς, χαρακτήριζε τους χριστιανούς ως «μικρόβιο της πανώλης» που έπρεπε να εξολοθρευτεί! Όλα αυτά «ξεχάστηκαν» για λόγους σκοπιμότητας κυρίως λόγω του Ψυχρού Πολέμου αλλά όχι μόνο.
Πέραν, όμως, του ξένου αρχειακού υλικού, πολυετής, επίπονη, πρωτογενής αλλά και ριψοκίνδυνη έρευνα στα οθωμανικά αρχεία, κυρίως από τον πιονέρο Τούρκο ιστορικό Τaner Akcam, αποδεικνύουν την προμελετημένη βούληση των Νεοτούρκων να εξαλείψουν τους Αρμένιους όπως και τους άλλους χριστιανικούς πληθυσμούς της Μικράς Ασίας. Ο Akcam, που καταδιώχθηκε ανηλεώς από το τουρκικό κράτος και σήμερα διδάσκει στις ΗΠΑ, υπήρξε ο πρώτος Τούρκος ιστορικός που χρησιμοποίησε την λέξη «γενοκτονία» (soykirim) για να περιγράψει αυτό που συνέβη το 1915. Θα ακολουθήσουν και άλλοι, με πιο γνωστό τον Τούρκο νομπελίστα Ορχάν Παμούκ που αναγκάσθηκε και αυτός να ξενιτευτεί για την ασφάλειά του.
Οι οργανωμένες σφαγές των χριστιανικών πληθυσμών στην οθωμανική επικράτεια είχαν αρχίσει πολύ πριν τους Νεότουρκους, από τον σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ, κατά των Βουλγάρων και αργότερα, το 1894-95, εναντίον της ηγεσίας των Αρμενίων στην Πόλη. Η γραμμή άμυνας του σουλτάνου ήταν η επίθεση: Για τις σφαγές δεν έφταιγαν οι θύτες αλλά τα θύματα. Την γραμμή αυτή υιοθέτησαν οι Νεότουρκοι και οι διάδοχοί τους, οι Κεμαλιστές. Οι τελευταίοι κατάφεραν για μεγάλο χρονικό διάστημα να επιβάλουν την λήθη αλλά και να εξαφανίσουν και τα φυσικά τεκμήρια του εγκλήματος, αλλοιώνοντας την ανθρωπογεωγραφία της Μικράς Ασίας.
Η πιο αξιομνημόνευτη τοποθέτηση του Τζώρτζ Όργουελ στην ανατριχιαστική νουβέλα του για τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, με τίτλο «1984», είναι η προειδοποίησή του πως αυτός που ελέγχει το παρελθόν, ελέγχει το παρόν και το μέλλον. Το παρελθόν ελέγχεται με την λήθη ή την παραχάραξη της μνήμης. Αυτό προσπάθησαν να πράξουν οι Τούρκοι τα τελευταία εκατόν χρόνια, αλλά απέτυχαν.
Όπως ακριβώς συμβαίνει και με την Κόζα Νόστρα, δεν είναι αρκετή η δολοφονία και η εξαφάνιση του πτώματος. Πρέπει ταυτόχρονα να εξαφανισθεί και η μνήμη. Γι'αυτό και στις μαφιόζικες εκτελέσεις της σικελιανής μαφίας, όπως μάθαμε από τον συγγραφέα Mario Puzo στον «Νονό», έπρεπε να φονευθούν και τα παιδιά του δολοφονημένου αλλιώς, ως συνεχιστές της μνήμης του, θα αναζητούσαν εκδίκηση και δικαίωση με τον χρόνο, όπως και έπραξαν. Οι Αρμένιοι επιβίωσαν και μαζί τους και η μνήμη τους.
Όταν πριν από εβδομάδες ο Τούρκος πρόξενος στην Ελλάδα ζήτησε από την δήμαρχο της Καβάλας να αφαιρέσει από την είσοδο και το δημαρχείο της πόλης το συμβολικό σύνθημα ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ, της κυπριακής τραγωδίας διότι «δεν ωφελούσε», τάχα, την ελληνο-τουρκική φιλία και εκείνη του αρνήθηκε, ο Τούρκος διπλωμάτης λειτουργούσε ως συνεχιστής του σουλτάνου Χαμίτ, των Νεοτούρκων, των Κεμαλιστών και σήμερα των Ισλαμιστών του Ερντογάν, που επαξίως εκπροσωπεί.
Η ιστορία δεν πρέπει να γίνεται βραχνάς και να εγκλωβίζει σε αδιέξοδα τους λαούς. Και είναι φορές που επιβάλλεται οι λαοί να «δραπετεύουν» από αυτήν και
να συμφιλιώνονται για χάρη της ειρήνης. Όμως η «απόδραση» δεν πρέπει να γίνεται
διά της λήθης και της παραχάραξης, ή ακόμη χειρότερα, διά της επιβολής των σκοπιμοτήτων των ισχυρών και των απολογητών τους, ξένων και ντόπιων. Αυτό μας διδάσκει η γενοκτονία των Αρμενίων και, 100 χρόνια μετά, η πεισματικά ηρωική ιστορία των απογόνων αυτών που επέζησαν και που στις 24 Απριλίου θα τιμήσουν την μνήμη τους και μαζί τους και την μνήμη όλων των χριστιανικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας (Ελλήνων, Ασσυρίων, Νεστοριανών κ.α.) που, ας σημειωθεί, στις αρχές του 20ού αιώνα ξεπερνούσαν τα 30% του συνολικού της πληθυσμού.
* Ο ΜΑΡΙΟΣ Λ. ΕΥΡΥΒΙΑΔΗΣ είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.