Εμφύλια πάθη και ο ρόλος των Σοβιετικών
ΣΩΤΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ
(Πηγή : http://www.athensvoice.gr/)
Επανέρχομαι στο βιβλίο «Εμφύλια πάθη» του Στάθη Καλύβα και του Νίκου Μαραντζίδη για να κάνω ένα σύντομο σχόλιο γύρω από τον ρόλο της Σοβιετικής Ένωσης στον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο.
Κι εδώ, όπως στην περίπτωση των ΗΠΑ, η συνωμοσιολογία και η προπαγάνδα μας έχουν απομακρύνει από την πραγματικότητα.
Κι εδώ, όπως στην περίπτωση των ΗΠΑ, η συνωμοσιολογία και η προπαγάνδα μας έχουν απομακρύνει από την πραγματικότητα.
Το ΚΚΕ και οι μετωπικές του οργανώσεις επιθυμούσαν, όπως ήταν φυσικό, να εκμεταλλευτούν τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο και τα επακόλουθά του για να επιβάλουν καθεστώς σοβιετικού τύπου. Αυτό ήταν το όραμά τους που είχε αποκτήσει μεγάλη δημοτικότητα εξαιτίας του ρόλου της ΕΣΣΔ στον πόλεμο και της προσωπολατρίας η οποία είχε αναγάγει τον Στάλιν σε ζωντανό μύθο. Όπως γράφουν ο Στάθης Καλύβας και ο Νίκος Μαραντζίδης, το ΚΚΕ πήρε αποφάσεις και κινήθηκε, και πάλι όπως ήταν φυσικό, με τη λογική και τις μεθόδους των κομμουνιστικών κομμάτων εκείνης της εποχής: ως ένα μέρος του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος που είχε στόχο τη συμβολή του στην παγκόσμια επανάσταση. Τότε, παρά τις πολλαπλές διασπάσεις του διεθνούς αριστερού κινήματος, η επανάσταση ταυτιζόταν με το σοβιετικό κράτος που αποτελούσε πρότυπο και τροφοδότη. Διαφωνίες και παρεκκλίσεις από την κομμουνιστική ορθοδοξία είχαν εκφραστεί ήδη από την δεκαετία του 1930 με αποτέλεσμα εσωτερικά μαχαιρώματα και ανθρώπινες θυσίες. Αλλά η ΕΣΣΔ διατηρούσε το κύρος της σαν ένα θαύμα: σοσιαλισμός με καπιταλιστικό περίγυρο.
Οι Έλληνες κομμουνιστές –τόσο η ηγεσία, όσο και η βάση– προσδοκούσαν και θεωρούσαν μάλιστα αυτονόητη τη σοβιετική βοήθεια η οποία θα απομάκρυνε τις άλλες ξένες δυνάμεις (τις ΗΠΑ και τη Βρετανία) που στήριζαν τη δεξιά, τους Κεντρώους και τη μοναρχία. Όμως, η στάση της ΕΣΣΔ δεν ήταν σταθερή· ούτε θα μπορούσε να είναι: όχι επειδή ο Στάλιν ήταν αναξιόπιστος, αλλά επειδή, από τη θέση όπου βρισκόταν, έβλεπε τη μεγάλη εικόνα των διεθνών σχέσεων και τους μεταβαλλόμενους συσχετισμούς τους. Με αυτή την οξυδέρκεια και από αυτό το πλεονεκτικό σημείο θέασης του κόσμου είχε κερδίσει χρόνο υπογράφοντας το 1939 το σύμφωνο Μόλοτοφ-Ρίμπεντροπ: κατά τη γνώμη μου, είχε πράξει σωστά – μια διαφορετική μακρά συζήτηση.
Οι συγγραφείς του βιβλίου διακρίνουν τη σοβιετική πολιτική έναντι του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος σε τρεις περιόδους. Κατά την πρώτη περίοδο, από το 1941 μέχρι το 1944, επικρατούσε η στρατηγική της δημιουργίας εθνικών μετώπων: οι κομμουνιστές κλήθηκαν να συνεργαστούν με όλες τις αντιφασιστικές δυνάμεις – έτσι, ταυτίστηκαν με τον αντιφασιστικό αγώνα και η επιρροή τους επεκτάθηκε σε κοινωνικά στρώματα που ήταν προσηλωμένα στον κοινοβουλευτισμό. Δηλαδή, αν και οι κομμουνιστές δεν είχαν καμιά σχέση με την κοινοβουλευτική δημοκρατία αναδείχτηκαν σε προστάτες της και, σε κάποιες περιπτώσεις, όπως στη Γαλλία και στην Ιταλία, ενσωματώθηκαν σε αυτή. Στη διάρκεια του πολέμου, οι επαφές των Ελλήνων κομμουνιστών με την ΕΣΣΔ ήταν δύσκολες από πρακτική άποψη: έτσι, η οργάνωση ένοπλης αντίστασης καθυστέρησε. Εξάλλου, αντίθετα από μερικούς Έλληνες θερμοκέφαλους, η σοβιετική ηγεσία συμβούλευε συνεργασία με τα λεγόμενα «αστικά κόμματα» και σεβασμό στη Συμφωνία του Λιβάνου.
Λίγους μήνες μετά τη Συμφωνία του Λιβάνου, τον Οκτώβριο του 1944, ορίστηκαν οι σφαίρες επιρροής, αλλά οι εξελίξεις στα πεδία της Γιουγκοσλαβίας και της Αλβανίας επιβεβαίωναν την άποψη ότι υπήρχαν περιθώρια τροποποίησης αυτών των σφαιρών επιρροής κι ότι οι διεθνείς σχέσεις δεν ορίζονταν απαράβατα στη «σκακιέρα». Γι’ αυτό, η ΕΣΣΔ κράτησε στάση αναμονής: αν το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα προχωρούσε με πολλές πιθανότητες νίκης, θα το στήριζε· αλλιώς θα το εγκατέλειπε. Φαίνεται λογικό εκ των υστέρων -- η πολιτική ωστόσο δεν μπορεί να κριθεί μέσω της υστερινής γνώσης.
Στη δεύτερη περίοδο, το ΚΚΕ επέλεξε τον δρόμο του εμφυλίου αλλά όχι καθ’ υπόδειξη της ΕΣΣΔ. Οι Σοβιετικοί είχαν δουλειές με φούντες: εκτός από την εσωτερική τους ανοικοδόμηση, ήταν απασχολημένοι με την εγκατάσταση «λαοκρατικών» καθεστώτων στην Ανατολή Ευρώπη. Κι από το 1946, οι ήδη «λαοκρατικές» χώρες, που είχαν κοινά σύνορα με την Ελλάδα, ανέλαβαν να ικανοποιήσουν τα αιτήματα του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος που είχε ήδη πάρει τα βουνά. Η ενεργή βοήθεια της ΕΣΣΔ, της Γιουγκοσλαβίας, της Βουλγαρίας και της Αλβανίας εκφράστηκε συγκροτημένα και πανηγυρικά μετά την ίδρυση της Κομινφόρμ το φθινόπωρο του 1947: τη διακριτική στάση του Στάλιν –ο οποίος φοβόταν μήπως αποσταθεροποιηθούν τα Βαλκάνια και χαθούν οι σοβιετικές κατακτήσεις– διαδέχτηκε η επιθετική στάση του Ζντάνοφ και του Δημητρόφ. Μάλιστα, η ενθουσιώδης υποστήριξη του λεγόμενου «σοσιαλιστικού στρατοπέδου» στους Έλληνες αντάρτες επέζησε του σχίσματος Στάλιν-Τίτο.
Τον Φεβρουάριο του 1949 οι αντάρτες ηττήθηκαν οικτρά: οι ενδοιασμοί του Στάλιν αποδείχτηκαν βάσιμοι και ζήτησε από τον Ζαχαριάδη να δώσει τέλος στον εμφύλιο πόλεμο. Η βοήθεια διακόπηκε για λίγο, ξανάρχισε απρόθυμα και το φθινόπωρο του 1949 σταμάτησε οριστικά. Και σ’ αυτό το χρονικό σημείο, ο Στάλιν είχε δίκιο: το ΚΚΕ έπρεπε να συμβιβαστεί όχι μόνον για χάρη της ειρήνης αλλά και της σταθερότητας στα Βαλκάνια, που ευνοούσε την ΕΣΣΔ και το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα.
Όπως έγραφα σχολιάζοντας τον ρόλο των ΗΠΑ στον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο, οι Έλληνες είχαν επαρκή χώρο για λήψη και εφαρμογή αποφάσεων. Οι Σοβιετικοί ήταν προσεκτικοί παίκτες, πράγμα που φάνηκε αργότερα στην πολιτική τους στον Τρίτο Κόσμο: ακολουθούσαν ένα σχέδιο λαοκρατικοποίησης – αν οι ντόπιες δυνάμεις (τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα ας πούμε) τα κατάφερναν σ’ αυτή την κατεύθυνση τις ενίσχυαν, αν όχι τις άφηναν να αυτοσχεδιάσουν. Το ότι η τακτική αυτή, που αποδίδεται με τη λέξη «σβερνούτ» (свернуть: «ξανατυλίγω το χαλί», ή «αναδίπλωση»), θεωρήθηκε «προδοσία» καταδεικνύει την επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά μας στην πορεία της ιστορίας: για όλες τις τραγωδίες ευθύνονται οι άλλοι – είτε επειδή μας υπονομεύουν, είτε επειδή δεν μας συμπαραστέκονται αρκετά.