Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2011

Ένα πολύ αξιόλογο άρθρο για το παγκόσμιο κίνημα των "αγανακτησμένων"


Όλος ο κόσμος μια πλατεία...
Tου Παντελη Μπουκαλα
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathpolitics_2_23/10/2011_1296603)
Δεν χωράει αμφιβολία ότι οι πραγματιστές του πλανήτη, αυτοθαυμαζόμενοι για την πολλή σοφία με την οποία τον διοικούν οδηγώντας τον στην ευδαιμονία και τη δικαιοσύνη, θα χαρακτήριζαν αφελώς ρομαντικό και παιδαριωδώς ιδεαλιστικό το σύνθημα «Ολος ο κόσμος μια πλατεία», που έχει την τιμητική του τούτες τις μέρες, αρθρωμένο σε ποικίλες γλώσσες – γλώσσες που, με όλες τις διαφορές τους, βρέθηκαν να λειτουργούν ενωτικά παρά χωριστικά.
Δεν θα χρειαζόταν άλλωστε να μπουν στον κόπο της σκέψης για να βρουν τα επίθετα της ειρωνείας και της απαξίωσης. Τα έχουν ήδη χρησιμοποιήσει τα προηγούμενα χρόνια, όταν με τα κάλπικα σταθμά τους ζύγιζαν το σύνθημα «Ενας άλλος κόσμος είναι εφικτός», για να το καταδικάσουν αφ’ υψηλού σαν βεβαρημένο από υπερβολικό συναισθηματισμό ή και «λυρισμό» (η κατηγορία του «λυρισμού» προσάπτεται συνήθως σε ό,τι επιχειρεί, ενδεχομένως άτακτα και σπασμωδικά, να ανοίξει κάποιες ραγισματιές στη σιδερένια γλώσσα του κυνικού «ρεαλισμού»· εν προκειμένω η λέξη ρεαλισμός μοιάζει να κατάγεται από τα «ρεάλια», τα νομίσματα κι όλα τα συμφραζόμενα της στυγνής υλοφροσύνης, και όχι από το αγγλικό realism ή τους λατινικούς προγόνους του).
Είναι φανερό ότι εκτός από το μονοπώλιο των διαφόρων υλικών ή και φαντασματικών πλέον προϊόντων, οι πραγματιστές μας, οι ηθικά έκπτωτοι κυνιστές (ας τους πούμε έτσι, για να μην τους μπερδεύουμε με τους αθώους του αίματος Κυνικούς της αρχαιότητας) διεκδικούν και το μονοπώλιο της Πολιτικής και της Ιστορίας. Μόνο αυτοί, υποτίθεται, είναι ικανοί να συγγράψουν το επόμενο Μεγάλο Αφήγημα.
Ναι. Δεν μπορεί εύκολα να γίνει μια πλατεία ο κόσμος όλος, ένας κόσμος περίπλοκος και αντιφατικός, χωρισμένος από εθνικά σύνορα αλλά και βαθιά διχασμένος από αντίπαλα συμφέροντα, συγκρουόμενες ιδεολογίες και αλληλοπολεμούμενες θρησκείες που δρουν διαλυτικά μέσα στα εθνικά όρια αλλά και πάνω από αυτά. Μολαταύτα, όσοι συγκεντρώθηκαν στις πλατείες 951 πρωτευουσών και μεγάλων πόλεων του πλανήτη το Σάββατο 15 Οκτωβρίου, όσοι διαδήλωσαν στους δρόμους 82 χωρών, ανήκουν σε μια κοινότητα ανθρώπων που, εν γνώσει των πολλών διαφορών τους και δίχως να τις ξορκίζουν, δεν μοιράζονται μονάχα το θυμό, την αγανάκτηση και την αγωνία όχι πια για το αύριο αλλά για το σήμερα, έτσι μουντό και δυστοπικό όπως ξημέρωσε. Μοιράζονται και μια μεγάλη, μια πολύ μεγάλη υπόθεση: αν ο κόσμος δεν μπορέσει να λειτουργήσει όντως σαν μια μεγάλη πλατεία, σαν ένα οικουμενικό χωριό, δεν είναι κόσμος. Δεν είναι δηλαδή ένας τόπος που αφορά και περιέχει τη συντριπτική πλειονότητα· «είμαστε το 99%», λέει άλλωστε ένα άλλο σύνθημα, με τη θεμιτή υπερβολή του, και πάλι στις ποικίλες γλώσσες του κόσμου.
Μοιράζονται δηλαδή την ελπίδα για μια οργάνωση των πολιτειών τέτοια που, πρώτον, θα επαναποδώσει στην πολιτική τα πρωτεία που από οκνηρία ή ιδιοτελές συμφέρον άφησε να της αρπάξει η οικονομία, η αγορά· και δεύτερον, θα υποχρεώσει την πολιτική αυτή να ξαναθυμηθεί δυο - τρεις λέξεις, να τις ανασύρει από τον κάλαθο των αχρήστων όπου τις πέταξε περιφρονητικά η άρχουσα ωμότητα: ηθική, δικαιοσύνη, στοιχειώδης μέριμνα για τους αδύναμους που, μέσα στις ισχυρές ή και πανίσχυρες χώρες, μετριούνται πια όχι με τις εκατοντάδες χιλιάδες αλλά με τα εκατομμύρια. Φαίνεται ότι η κρατική ισχύς, για να αυξηθεί, προϋποθέτει την εξουθένωση μεγάλου τμήματος των υπηκόων, που, σαν νεόπτωχοι πια, εγκλωβίζονται σε μια προβιομηχανική κοινωνική κατάσταση, όσον αφορά την οικονομική τους δυνατότητα και τα εργασιακά και άλλα δικαιώματά τους, όταν οι ελίτ των ομοεθνών τους χαριεντίζονται με τα τελευταία επιτεύγματα της πιο προωθημένης τεχνολογίας για να διασκεδάσουν την ανία της χλιδής τους. Για όνειρα πρόκειται, και μάλιστα ιδιαιτέρως απαιτητικά, αν όχι προδήλως ανεδαφικά. Αλλά ο κόσμος μόνον αν ξαναβρεί τους ονειροπόλους του, τους αφελείς του, τους συναισθηματίες, τους ιδεαλιστές, τα ψώνια του για να το πω αλλιώς, θα δικαιούται να ελπίζει ότι θα σωθεί από την αθλιότητα στην οποία τον κατάντησαν, δεκαετία τη δεκαετία (και «αλλαγή» την «αλλαγή», μια και αυτή η λέξη–δόλωμα είναι διεθνούς χρήσεως) οι επαγγελματίες ονειροπώλες τόσο της πολιτικής όσο και της αγοράς, που με τη συνδρομή δύο - τριών ικανών διαφημιστικών γραφείων και πέντ’–έξι ευφάνταστων λογογράφων μπορούν να παραστήσουν σαν κοσμογονικό όραμα ακόμα και το τίποτα.
Ο πολιτισμός της απληστίας, ή ο πολιτισμός της Γουόλ Στριτ και των όπου Γης αντιγράφων της, που εξαντλεί τους πόρους του πλανήτη και τις αντοχές της συντριπτικής πλειονότητας των κατοίκων του αδιαφορώντας για τον μέλλοντα χρόνο, ο πολιτισμός αυτός που συνεχίζουν να τον διακονούν πάνω από τα ερείπια κεφαλαιοκράτες, επενδυτές, χρηματοπιστωτικοί όμιλοι, οίκοι αξιολόγησης, τζογαδόροι που ποντάρουν στην κατάρρευση ολόκληρων χωρών και μεντιοκράτες οικουμενικής ισχύος, εξάντλησε και τα όριά του, αφήνοντας πίσω του εκατομμύρια άδειες, τσακισμένες ζωές. Δεν έχασαν μόνο τα σπίτια τους από τη μια ή την άλλη τράπεζα, που, αντάξια του ρόλου της, προτιμά να τα γκρεμίσει παρά να επιτρέψει να τα κατοικούν άνθρωποι οι οποίοι αλλιώς θα βρεθούν έκθετοι στους δρόμους. Δεν έχασαν μόνο τον μισό μισθό τους και σχεδόν το σύνολο των εργασιακών τους δικαιωμάτων. Εχασαν την εμπιστοσύνη στην ίδια τη ζωή, τον αυτοσεβασμό τους. Εχασαν το δικαίωμα να κοιτάζουν καταπρόσωπο τα παιδιά τους.
Ο,τι κοινό αισθάνονται οι πολίτες της Ελλάδας, της Ισπανίας, των Ηνωμένων Πολιτειών, της Πορτογαλίας, της Αγγλίας, του Ισραήλ, της Γαλλίας, της Ρωσίας, της Κίνας (μόνο που εκεί, με τετελεσμένο τον ασιατικό κομμουνισμό, οι διαμαρτυρίες είναι αδιανόητες)· ό,τι κινητοποιεί τους πολίτες όσων χωρών βρίσκονται ήδη μέσα στον εφιάλτη της μαζικής ανέχειας, ενόσω οι ολίγιστοι επιδεικνύουν τη χυδαιότητα της χλιδής τους, ή τον βλέπουν να έρχεται αναπότρεπτος, είναι ο φόβος μπροστά σε μια εξουσία που, ως αυτονομιμοποιούμενη και μη θεσμοθετημένη, δεν λογοδοτεί σε κανέναν, όπως λογοδοτούν οι εκλεγμένες ηγεσίες, ή υποκρίνονται ότι λογοδοτούν, τηρώντας έστω τα προσχήματα. Είναι η άρνησή τους στην καθυπόταξη της πολιτικής, ως σχετικά έλλογης και έννομης τέχνης διαχείρισης των κοινών, στην Αγορά και τους δεσποτικούς της νόμους, που ορίζουν το ιδιωτικό κέρδος, στη βουλιμικότερη των εκδοχών του, ως αυτοδικαίως ανώτερο του γενικού οφέλους.
Οταν ακόμα και ο τύποις πλανητάρχης θεραπεύει με ευχολόγια την αδυναμία του να αντιμετωπίσει τη δεσποτεία των οίκων αξιολόγησης, δεν έχουμε πολλά να περιμένουμε από οποιονδήποτε πρωθυπουργό της περιφέρειας – και πάντως όχι από τον Γ. Παπανδρέου. Μόνο οι κοσμοβριθείς πλατείες και οι δρόμοι που οδηγούν σε αυτές μπορούν να δώσουν μιαν απάντηση, που, ακόμα και ασύντακτη αν θεωρηθεί και παρορμητική, λέει πολύ περισσότερα για την ανθρώπινη κατάσταση από τις περισπούδαστες αναλύσεις των «ειδικών» της πολιτικής, που νομίζουν ότι συνεχίζουν να κρατούν την εξουσία στα χέρια τους.