Δευτέρα 3 Αυγούστου 2015

Σκοτεινές αποχρώσεις


Tου Γιάννη Αβαρκιώτη
Σκοτεινές αποχρώσεις-1
Στην πόλη αυτή ανήκω,
ανασαίνω γιατί μου μιλούν
τα σκόρπια μάρμαρά της.
Βουτώ μέσα τους και βλέπω το γαλάζιο της,
ανθρώπους ημιτελείς,
παθιασμένους, ντροπιασμένους, ταπεινούς, γι’ αυτό γενναίους κι όμορφους.
Γιατί χρειάζεται γενναιότητα για να φέρνεις στο νου σου την ομορφιά
που κρύβεται μέσα σε πέτρες κλειστές.
Θα μπορουσα να μην ταξιδέψω ποτέ.
Όπως έγραψε κι ο μεγάλος Πεσσόα:
«Γιατί να ταξιδέψω; Στη Μαδρίτη, στο Βερολίνο, στην Περσία, στην Κίνα, στον καθένα από τους δύο Πόλους ‒ πού αλλού θα βρισκόμουνα παρά μέσα σε μένα τον ίδιο, με τη δική μου ιδιαιτερότητα και τον δικό μου τρόπο να αισθάνομαι.»
Σε αυτήν την πόλη των μυριάδων παραστάσεων επαγγελματιών και μη,
σε αυτήν τη χώρα,
έμαθα ν’ απαντώ στους φίλους με ποιήματα φτιάγμενα στο σκοτάδι.
Έμαθα να βρίσκω το γαλάζιο,
να το συλλέγω και να το τιμώ,
σκορπώντας το σε έναν αέρα,
στιγμιαία λυτρωτικό.

Σκοτεινές αποχρώσεις 2
Απογοήτευση για τους φίλους που αποχωρούν αργά.
Απογοήτευση για τ’ ασβεστωμένα σοκάκια που σταματούν να λάμπουν στο φως του ήλιου.
Ξύπνημα από ύπνο βαθύ,
πνιγμένο,
κάθε δράση, κάθε ομιλία, μάταιη.
Κι όμως, την αρπάζω
και τη χωνεύω στην ψυχή μου,
ώσπου να φυτρώσουν λουλούδια μέσα της,
σαν αυτά που ονειρεύτηκα παιδί,
σαν εκείνα που κανείς δεν μπορει να στερήσει από την ψυχή μου.
Αυτή είναι η φυλακή μου.
Μέσα της όμως κάνω ό,τι θέλω,
ό,τι επιθυμώ.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Jamie Heiden.]