Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2011

Περί του "Τσάρου" της οικονομίας ο λόγος...


Ο εθνικός κλαυσίγελως...
ZEZA ZHKOY
Τρίτωσε το κακό... με τις οικονομικές γκάφες του κ. Βενιζέλου. Κι όλοι αυτοί οι καθηγητές Οικονομικών, δηλαδή οι δικοί τους άνθρωποι που οι ίδιοι τους διόρισαν... είναι πολιτικά αφελείς;
Αγνοούν το δόγμα της κυβέρνησης του Παπανδρέου «αν η πραγματικότητα δεν συμφωνεί μαζί μας... φταίει η πραγματικότητα». Είναι τόσο κωμικά όλα αυτά που συμβαίνουν, που σου έρχεται να κλάψεις.
Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Οικονομικών Ευάγγελος Βενιζέλος αμφισβήτησε την εγκυρότητα της έκθεσης, αναφέροντας ότι το Γραφείο Προϋπολογισμού δεν διαθέτει ακόμη (!) «τη γνώση, την εμπειρία και την υπευθυνότητα» των διεθνών οργανισμών. «Συνεπώς το κείμενο δεν διαθέτει τα στοιχεία εγκυρότητας αντίστοιχων διεθνών εκθέσεων», επισήμανε ο κ. Βενιζέλος.
Σύμφωνα με την έκθεση, που τη δημοσίευσε χθες η στήλη, «η δυναμική του δημόσιου χρέους κινείται εκτός ελέγχου, εντοπίζοντας αδυναμία εξυγίανσης της δημοσιονομικής διαχείρισης». Οπως δείχνει η διεύρυνση του πρωτογενούς ελλείμματος, αναφέρει η έκθεση του νεοσυσταθέντος Γραφείου παρακολούθησης της εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού που εδρεύει στη Βουλή, η αύξηση του χρέους, του πρωτογενούς ελλείμματος και η βαθιά ύφεση εξανεμίζουν τα οφέλη από τις αποφάσεις της Συνόδου Κορυφής της 21ης Ιουλίου.
Η παραιτηθείσα χθες επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού, κ. Στέλλα Σάββα-Μπαλφούσια, είναι διδάκτωρ Οικονομικών και ερευνήτρια του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) από τον περασμένο Μάρτιο, είχε πρoταθεί από τον πρόεδρο της Βουλής κ. Φ. Πετσάλνικο. Είναι απόφοιτος της σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών και έχει διδακτορικό δίπλωμα στα Οικονομικά από το πανεπιστήμιο του Γιορκ. Από το 2009 μετείχε στην επιτροπή για τον έλεγχο των δημοσιονομικών του υπουργείου Οικονομικών επί υπουργίας κ. Γ. Παπακωνσταντίνου. Η ίδια όρισε και την τριμελή επιστημονική ομάδα που την πλαισιώνει και απαρτίζεται από τους καθηγητές Οικονομικών κ. Ηλ. Τζαβαλή, ο οποίος είναι και αναπληρωτής πρόεδρος του ΚΕΠΕ και Βασ. Πατσουράτη όπως και τον κ. Βασ. Μανεσιώτη πρώην στέλεχος της Τραπέζης της Ελλάδος. Αυτοί, είναι, λοιπόν... οι άσχετοι.
Στις εβδομάδες που πέρασαν από τις «ύπουλες» για την Ελλάδα αποφάσεις της Συνόδου Κορυφής της Ευρωζώνης στις 21 Ιουλίου, πλήθος είναι τα μηνύματα που μας έρχονται από όλον τον κόσμο. Τα διακρίνουμε σε δύο μεγάλες κατηγορίες: στα άρθρα και τις αναλύσεις που επιμένουν ότι αποκλείεται να τα καταφέρουμε χωρίς νέα, πολύ πιο εκτεταμένη διαγραφή χρεών του ελληνικού Δημοσίου προς τις τράπεζες και τα άλλα κεφάλαια που το έχουν δανείσει, με επιφανέστερο ίσως εκπρόσωπο τον Βίλεμ Μπούιτερ, επικεφαλής οικονομολόγο της Citicorp εδώ και ενάμιση χρόνο (καθηγητή Οικονομικών στο LSE και, προηγουμένως, σύμβουλο της κεντρικής Τράπεζας της Αγγλίας), στους «Financial Times». Τώρα που οι κυβερνήσεις του ευρώ και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έκαναν το βήμα να αποδεχτούν μια αξιολόγηση χώρας-μέλους από τους εντεταλμένους οίκους σε «επιλεκτική» ή «μερική χρεοκοπία», είναι το σκεπτικό του, δεν μπορούν παρά να ακολουθήσουν και νέες αναδιαρθρώσεις του ελληνικού χρέους σε αναγκαστική πλέον, όχι εθελοντική βάση. Ο ίδιος υπολογίζει ότι απαιτείται διαγραφή 65 έως 80% του χρέους για να αποκατασταθεί η βιωσιμότητα της ελληνικής οικονομίας και, ώσπου να γίνει, θα μπαινοβγαίνουμε στην αξιολόγηση της «χρεοκοπίας», ενώ φαιές είναι οι προβλέψεις του για όλη την Eυρωζώνη. Δεν περιμένει να διαλυθεί αλλά ούτε να μετατραπεί σε δημοσιονομική ένωση.
Στη δεύτερη κατηγορία συγκαταλέγονται οι τοποθετήσεις όλων όσοι υποστηρίζουν ότι μετά τις αποφάσεις της 21ης Ιουλίου η Ελλάδα θα μπορέσει να ξεπεράσει την κρίση του χρέους, με την προϋπόθεση να ακολουθεί τις αναγκαίες πολιτικές, όπως περιγράφονται σε Μνημόνιο και Μεσοπρόθεσμο, θα προβλέπονται στο Μνημόνιο-2 κ.ο.κ.: μεταρρυθμίσεις, ιδιωτικοποιήσεις, συμπίεση δημοσίων δαπανών, πληρωμή περισσότερων φόρων, που θα οδηγήσουν στη δημιουργία πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων και ταυτόχρονα, με στήριξη και από την Ευρώπη, θα επαναφέρουν ρυθμούς ανάπτυξης, ώστε να αρχίσουν και πάλι να αυξάνονται εισοδήματα και απασχόληση από τα οδυνηρά μειωμένα τωρινά επίπεδα.
Προβάλλονται από τους θεσμικούς παράγοντες, ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, εν μέρει από αντιπολιτευόμενα κόμματα, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την ΕΚΤ, το ΔΝΤ, τον ΟΟΣΑ με έμφαση στη νέα έκθεσή του για τη χώρα μας, αλλά από σχετικά λίγους ανεξάρτητους οικονομολόγους.