Σάββατο 28 Μαρτίου 2015

Απολαυστικός Στ. Κασιμάτης ότι ζούμε τον μύθο μας στην Ελλάδα


Ζούμε τον μύθο μας στην Ελλάδα
Στέφανος Κασιμάτης
Αφού η μορφή της παρέλασης εξελίχθηκε σε μείζον πολιτικό θέμα, είπα κι εγώ να καθήσω σαν καλό παιδί να την παρακολουθήσω από την άνεση της τηλεόρασής μου ― και δεν το μετάνιωσα καθόλου, σας βεβαιώ. Η τηλεοπτική μετάδοσή της ήταν μια εμπειρία, για εμένα τουλάχιστον, η οποία με βοήθησε να καταλάβω κάποιες από τις αιτίες της εθνικής μας ανασφάλειας.
Ατυχώς για τους λάτρεις των εμβατηρίων, ο καιρός δεν ήταν για μουσική. Η βροχή έπνιγε τον ήχο των πνευστών και ξεχώριζαν μόνον τα διαπεραστικά κλαμπατσίμπαλα και, φυσικά, τα τύμπανα· δεν είναι τυχαίο ότι για τα τελευταία, ο Βοναπάρτης ―το γούστο του οποίου στη μουσική ήταν προφανώς μίνιμαλ― είχε πει: «Το τύμπανο μιμείται τον ήχο των κανονιών. Είναι το καλύτερο μουσικό όργανο».
Η ίδια η παρέλαση είχε ορισμένα αξιοσημείωτα παράδοξα. Ηταν κάπως περίεργο, λ.χ., να βλέπεις ότι τα καλύτερα άρματα μάχης και πυροβόλα του ελληνικού Στρατού, αυτά που επιδεικνύουμε με καμάρι και γι’ αυτό τα βάζουν να ξεκινούν την παρέλαση, είναι όλα γερμανικής κατασκευής. Οταν μάλιστα σκέπτομαι πώς αγοράστηκαν, φλερτάρω με τη σκέψη ότι αν οι Ελληνες «κατέκτησαν» τους Λατίνους με τον πολιτισμό τους, οι Γερμανοί το πέτυχαν όχι ακριβώς με τα Λέοπαρντ, αλλά με τις BMW και τις Mercedes. Πόσοι από αυτούς που προσωποποιούν στους Γερμανούς τον σημερινό ξεπεσμό της χώρας δεν ταυτίζουν την επιτυχία στη ζωή με την απόκτηση των προϊόντων της ανώτερης γερμανικής τεχνολογίας; Ακόμη και ο εορτάζων προχθές Βαγγέλης Διαμαντόπουλος, ο υποτιθέμενος αναρχικός βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, προασπίσθηκε το δικαίωμα στη βουλευτική Mercedes.
Το κορυφαίο παράδοξο, ωστόσο, ήταν το θέαμα της ελληνικής αστυνομίας να παρελαύνει ενώπιον εκείνων που τα προηγούμενα χρόνια είτε γκρίνιαζαν για την αναγκαιότητα των παρελάσεων και ζητούσαν την κατάργησή τους (προγραμματική θέση του ΣΥΡΙΖΑ...) είτε εμπόδιζαν με επεισόδια «αυθόρμητης λαϊκής αγανάκτησης» την ομαλή διεξαγωγή τους. Αλήθεια, όλοι αυτοί οι αναρχικοί που ψάχνουν ευκαιρία να επιτεθούν στο κράτος, πού ήσαν προχθές; (Αλλά, τι ρωτώ; Εβρεχε και στους αναρχικούς δεν αρέσει να βρέχονται ― το έχουμε καταλάβει αυτό...).
Δεν έλειψαν και τα ευτράπελα, όπως λ.χ. όταν μπροστά από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλο (για τους φίλους του, Πάκης) είδαμε να παρελαύνουν κάτι πυροβόλα (γερμανικά...) που τα έλεγαν ΠΑΚ.
Οσο για τα απρόοπτα που προκάλεσαν ενόχληση, όπως τα συνθήματα των ΟΥΚ, ειλικρινά εγώ δεν κατάλαβα ποια πόλη ακριβώς ήταν αυτή που έλεγε το σύνθημα ότι θέλουν να καταλάβουν. Θεωρώ αδύνατο να εννοούσαν τη χιλιοτραγουδισμένη Πόλη, διότι αυτή έχει 18 εκατομμύρια κατοίκους που είναι Τούρκοι. Επομένως, γιατί να θέλουν να την πάρουν, αν είναι να γίνουμε μειονότητα σε ένα κράτος Τούρκων;
Το καλύτερο μέρος της παρέλασης όμως ήταν η περιγραφή της από την κρατική τηλεόραση. Φαντάζομαι ότι ο άνθρωπος που τα έλεγε απλώς διάβαζε αυτά που του είχαν δώσει από το υπουργείο Αμύνης και, εφόσον ισχύει αυτό, τότε τα όσα ελέχθησαν είναι προφανώς η επίσημη θέση περί ελληνικού έθνους, όπως τουλάχιστον εκφράζεται σε πανηγυρικές περιστάσεις.
Παρακάμπτω τα διάφορα φαιδρά που ακούστηκαν (τα περί φουστανέλας λ.χ. στέκονταν άνετα σαν σκετς των Monty Python...), διότι η ουσία της αντίληψης για τον Ελληνισμό και το πεπρωμένο του, που διέεπνε την περιγραφή, συλλαμβάνεται στη διατύπωση με την οποία ο παρουσιαστής αντιπαρήλθε το ζήτημα του εμφυλίου κατά την Επανάσταση του 1821 και της στρατιωτικής αποτυχίας της: «Υπήρξαν, βέβαια, διαφωνίες και εμφύλιες διαμάχες που πίκραναν πρόσωπα και ομάδες, αλλά δεν επισκίασαν τη δόξα της ελληνικής επανάστασης».
Σκέπτομαι, λοιπόν, ότι αν η επίσημη εκδοχή της ιστορίας μας συσκοτίζει σκοπίμως τη δυσάρεστη αλήθεια για το πώς η επανάσταση εκφυλίστηκε σε έναν εμφύλιο και πώς εν τέλει προέκυψε η ανεξαρτησία της Ελλάδος, τότε ως έθνος επιλέγουμε να ζούμε σε έναν μύθο, όπου το αποτέλεσμα των αγώνων συναρτάται με ηθικές και πνευματικές αξίες και όχι με συγκεκριμένες ενέργειες για την επίτευξη του στόχου. Επιλέγουμε, με άλλα λόγια, να ζούμε ως έθνος εκτός χρόνου και αιτιότητας.
Επόμενο είναι, λοιπόν, να μένουμε τώρα με σταυρωμένα χέρια (γιατί αυτό κάνουμε) και να περιμένουμε να μας σώσουν, επειδή μάλλον το αξίζουμε και, βεβαίως, επειδή περιλαμβάνεται στο πεπρωμένο μας. Μέσα στο πλαίσιο αυτό και, επιπλέον, με τη βεβαιότητα της απόλυτης και αδιατάρακτης συνέχειας του ελληνικού έθνους στα χρόνια του Μεσαίωνα και της Τουρκοκρατίας, είναι επόμενο σήμερα να ψάχνουμε εξωτερικούς εχθρούς για να δικαιολογήσουμε το σημερινό χάλι μας. Οσοι ισχυρότεροι και κακότεροι, τόσο το καλύτερο για εμάς, διότι απομακρυνόμαστε από το πραγματικό πρόβλημα: τον εαυτό μας.
Και του χρόνου, λοιπόν, με καλύτερο καιρό...
Ρήξη
Η φράση που εκστόμισε ο Γιάννης Βαρουφάκης, απαντώντας στη δήλωση μιας κυρίας στα Χανιά ότι τον στηρίζει («ναι, αλλά να μας στηρίζετε και μετά τη ρήξη») προκάλεσε αφθονία ερμηνειών, ως επί το πλείστον εσφαλμένων. Κάποιοι θεώρησαν ότι αφορούσε την επερχόμενη ρήξη της χώρας με την Ευρώπη, άλλοι ότι εννοούσε την εξίσου πιθανή ρήξη εντός του ΣΥΡΙΖΑ αν επιχειρηθεί η προσαρμογή. Τίποτε από αυτά δεν ισχύει.
Είναι μέγα σφάλμα να ερμηνεύεται ο Βαρουφάκης με οποιοδήποτε άλλο μέτρο πέραν του εαυτού του. Συνεπώς, εννοούσε τη δική του ρήξη με τον ΣΥΡΙΖΑ, που αργά ή γρήγορα θα συμβεί. Ηδη οι εξελίξεις τον έχουν προσπεράσει και, αν ευσταθούν αυτά που ακούγονται, δεν του επετράπη να δώσει δύο συνεντεύξεις που είχε προγραμματίσει, ώστε να μη σπείρει τη σύγχυση γύρω από τη συνεννόηση που επετεύχθη στο Βερολίνο. Είναι προφανές πλέον ότι όσο μιλάει ο Βαρουφάκης κάνει δυσκολότερη τη θέση της Ελλάδος στην Ε.Ε. ― και, δυστυχώς, δεν φαίνεται να μπορεί να κάνει και τίποτε άλλο...


(Στην φωτογραφία : Οι αγανακτισμένοι οργανώθηκαν...)