Παρασκευή 27 Μαρτίου 2015

Εξαιρετικός Τ. Θεοδωρόπουλος στο λυκαυγές της βαρβαρότητας


Στο λυκαυγές της βαρβαρότητας
Τάκης Θεοδωρόπουλος 
 Ο Γιάννης Τσαρούχης, πριν από περίπου σαράντα χρόνια, στην αίθουσα των Φαγιούμ στο Λούβρο, σχολίασε πως οι τότε Ελληνες γίνονταν οικονομικοί μετανάστες για να πουλήσουν την τέχνη και το πνεύμα τους. «Οπως τώρα γινόμαστε λαντζέρηδες στη Νέα Υόρκη». Τον θυμήθηκα καιρό μετά, όταν είχα επισκεφθεί το Μουσείο Μπαρντό στην Τύνιδα, στις αίθουσες με τα ελληνιστικά ψηφιδωτά, εκεί όπου έγινε τις προάλλες η σφαγή από τους δολοφόνους του «Ισλαμικού Κράτους». Οι Ελληνες κάποτε, προ αμνημονεύτων ετών, για να επιβιώσουν πουλούσαν την ευγένεια του πολιτισμού τους –δεν είχαν και τίποτε άλλο– στην τότε παγκοσμιοποιημένη οικουμένη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Και τότε δεν είχαν οικονομική δύναμη, και τότε είχαν χάσει την πολιτική τους δύναμη, και τότε αναγκάζονταν να υποταχθούν στις εντολές που έφταναν από τη Ρώμη, όμως ξεπουλώντας το κεφάλαιο της ευγένειας που είχαν συσσωρεύσει, ήξεραν να κρατούν την αξιοπρέπειά τους.
Επειδή οι ιστορικές αναλογίες συνήθως σε βοηθούν να καταλήξεις σε λάθος συμπεράσματα, σταματώ εδώ. Και εστιάζω στα γεγονότα των τελευταίων ημερών που διαδραματίσθηκαν νύχτα, στο κέντρο της Αθήνας, όταν νέα παιδιά μουτζούρωσαν την προτομή του Παλαμά, έβαλαν χιτλερικό μουστάκι στον Ξενόπουλο, αποκεφάλισαν την Κυβέλη και βεβήλωσαν το μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη, όπως οι νεοναζί βεβηλώνουν τα εβραϊκά νεκροταφεία. Είναι πολιτικό το ζήτημα; Η μόνη πολιτική διάσταση που μπορώ να εντοπίσω είναι οι κίνδυνοι που προκύπτουν από την παρουσία του κ. Πανούση στο υπουργείο της Αστυνομίας. Τα ίδια παιδιά που βανδάλισαν τα μνημεία ήταν κλεισμένα για μέρες στη Νομική και ο υπουργός το θεώρησε προσωπική του επιτυχία που απελευθέρωσαν τον χώρο χωρίς να «ανοίξει μύτη». Μετά είπε ότι πρέπει να διαπραγματευθούμε «πολιτικά» και με τα Εξάρχεια, εννοώντας προφανώς τους θεσμούς των μπαχαλάκηδων, αλλά αυτό μάλλον χρήζει κλινικής επεξεργασίας, όπως γράφουν και στις αξονικές τομογραφίες.
Το πρόβλημα είναι καθαρά πολιτισμικό και αναδεικνύει, για μια ακόμη φορά, τον εθισμό της ελληνικής κοινωνίας στη βαρβαρότητα, την εχθρότητα με την οποία αντιμετωπίζει οτιδήποτε της θυμίζει κάποιου τύπου «αριστεία». Το ζήτημα δεν είναι αν τα μνημεία αυτά είναι μεγάλα έργα τέχνης. Ακόμη κι αν είναι έργα μιας τέχνης ταπεινής, σηματοδοτούν αυτό που ξεχωρίζει σ’ ένα ισοπεδωμένο κατά τα άλλα περιβάλλον. Τα παιδιά αυτά τα εχθρεύονται όχι γιατί εχθρεύονται τον Παλαμά ή τον Ξενόπουλο, τους οποίους πιθανότατα δεν γνωρίζουν, αλλά γιατί είναι κάτι ξεχωριστό. Κάτι που τους υποχρεώνει να το προσέξουν, γιατί κάποιοι του έχουν δώσει αξία. Είναι οι ελίτ του αστικού τοπίου, όπως οι προσόψεις των ιστορικών κτιρίων του κέντρου που έκαψαν οι συνάδελφοί τους πριν από μερικά χρόνια.
Τον Μάη του ’68, κάποιοι είχαν βάλει ένα σάντουιτς στο χέρι του αγάλματος του Βολταίρου. Το πιθανότερο είναι πως ήξεραν ποιος είναι ο Βολταίρος, τον αντιμετώπισαν ως πνευματικό πατέρα του «αστικού» διαφωτισμού και του έβαλαν το σάντουιτς για να δείξουν πως κι αυτός δεν ήταν δα και τόσο διαφορετικός από τους ίδιους. Είναι η διαφορά ανάμεσα στην εξέγερση που διεκδικεί κάποιες αξίες και τη βαρβαρότητα, που ενδιαφέρεται μόνον να καταστρέψει. Ασχέτως αν πιστεύω ότι ο Μάης του ’68, που αμφισβήτησε όλες τις αστικές αξίες, δεν κατάφερε να βρει άλλες για να τις αντικαταστήσει και απλώς απενοχοποίησε τη λεηλάτηση των αστικών αξιών.
Πώς φτάσαμε στο σημείο να μην μπορούμε να αντιμετωπίσουμε το μίσος απέναντι στα ελάχιστα υπολείμματα της πνευματικής ευγένειας που μας έχει απομείνει; Δουλέψαμε πολύ γι’ αυτό και δουλέψαμε χρόνια. Δούλεψαν οι ίδιες οι ελίτ, οικονομικές, πολιτικές, πνευματικές, στα χρόνια της οικονομικής έκστασης και της αμνησίας, τότε που μας έφταναν τα πολλά κυβικά, η Μύκονος και το πρώτο τραπέζι πίστα. Δουλεύουμε και στα χρόνια της μνησικακίας, τώρα που μισούμε τους εαυτούς μας και θέλουμε να τους εκδικηθούμε γιατί έχασαν ό,τι είχαν μέχρι λίγο πριν. Η βαρβαρότητα προσφέρεται δωρεάν και τα παιδιά της είναι παιδιά της ημετέρας παιδείας.
Πρέπει να το πάρουμε απόφαση: ο εφιάλτης που υπονομεύει το ηθικό της χώρας είναι πολιτισμικός. Είναι το ψυχολογικό λυκαυγές της βαρβαρότητας, η περιοχή εκείνη όπου όλες οι αξίες έχουν απαξιωθεί, αλλά κανείς δεν φρόντισε να τις αντικαταστήσει. Ο καταναλωτισμός εξακολουθεί να κρατάει τα πρωτεία και η αδυναμία καταναλωτισμού μεταφράζεται σε εκδικητικότητα, σε κυνισμό. Η ανοησία των κυβερνώντων που θέλουν να κολακεύουν τους πληβείους οπαδούς τους –έτσι τους αντιμετωπίζουν– μεταφράζει την αριστεία σε ρετσινιά και τη βαρβαρότητα σε πολιτική. Το χειρότερο με τη νυν κυβέρνηση, όπως και με τις προηγούμενες, δεν είναι ούτε η ιδεολογία –μακάρι να την είχαν–, ούτε τα ενδεχόμενα και αναπότρεπτα λάθη. Είναι η αδιαφορία.
Ζητείται θάρρος. Και για να επιστρέψω στην αρχή, το θάρρος αυτό που είχαν οι μακρινοί μας πρόγονοι, ταπεινοί τεχνίτες που ζούσαν από την ευγένεια της τέχνης τους. Ζητείται θάρρος για να αποδεχθούμε ότι το «άριστον εκείνο, Ελληνικός», που λέει ο Καβάφης, έχει γίνει το χείριστο για μας τους ίδιους. Χείριστο; Υπερβολές θα μου πείτε. Ναι, χείριστον, φτάνει να δούμε τον τρόπο με τον οποίον συμπεριφερθήκαμε στο αττικό τοπίο, δεκαετίες τώρα. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα μικρά βανδαλάκια δεν μεγάλωσαν στα προάστια της Μοσούλης. Μεγάλωσαν στην Αθήνα, σε μια πόλη που την περιφρόνησαν και την απαξίωσαν οι ίδιοι οι πολίτες της. Θα μου πείτε υπάρχουν και χειρότερα. Ναι, η Μοσούλη για παράδειγμα.