Σάββατο 21 Μαρτίου 2015

Εξαιρετικός Φ. Γεωργελές ότι η αυτοκτονία του Βαγγέλη ήταν μια «πολιτική» αυτοκτονία


Η αυτοκτονία του Βαγγέλη Γ. ήταν μια πολύ «πολιτική» αυτοκτονία
Edito 518
ΦΩΤΗΣ ΓΕΩΡΓΕΛΕΣ
38 μέρες το σώμα του παγωμένο, απροστάτευτο, 800 μέτρα από την Εστία. Ποιος τον έψαξε, ποιος ήθελε πραγματικά να βρεθεί; Η αυτοκτονία του Βαγγέλη Γ. ήταν μια πολύ «πολιτική» αυτοκτονία. Όχι απ’ αυτές που περιφέρουν οι έμποροι της δυστυχίας. Ήταν μια πολιτική αυτοκτονία γιατί δείχνει το σημείο μηδέν της κοινωνίας μας. Η Ελλάδα της Αποτυχίας.
Έχουμε δει χιλιάδες ταινίες, ξέρουμε πώς γίνεται στον κόσμο. Όχι μόνο οι Αρχές, το χωριό ολόκληρο, η κοινότητα, οργανώνεται, βγαίνει αμέσως, δίπλα-δίπλα οι άνθρωποι με φακούς, με γαλότσες, ψάχνουν, φωνάζουν, αναζητούν το χαμένο παιδί, το δικό τους άνθρωπο. 800 μέτρα, δίπλα στο δρόμο, ενάμιση μήνα. Μόνο οι συμφοιτητές του, 120 σπουδαστές, οι καθηγητές να έψαχναν, να ανησυχούσαν. Ποιος έκανε έρευνες, ποιος ζητάει αποτελέσματα, πού είναι η πίεση της τοπικής κοινωνίας, ποιος ξέρει ότι αν δεν διαλευκάνει την υπόθεση θα ελεγχθεί, θα χάσει τη θέση του; Στη χώρα που όλα γίνονται στο περίπου δεν έχει κανένας ευθύνες, δεν νιώθει κανένας υπεύθυνος, κανείς τύψεις.
Το Σιωπηλό Ποτάμι. Δεν φταίω εγώ, δεν ήξερα, κάτι είχα ακούσει, τι λόγος μου πέφτει. Έχω καθαρή τη συνείδησή μου, ο διευθυντής. Τι λες, ρε φίλε, εδώ 10 εκατομμύρια Έλληνες νιώθουμε ότι φταίμε, νιώθουμε το βάρος, εκεί δεν έφταιγε κανένας; Μισόλογα, μισές αλήθειες, υπονοούμενα, ένα παιδί χάθηκε από δίπλα τους και κανένας δεν ανοίγει το στόμα του. Ακόμα και τώρα, κρυμμένα μυστικά, ιστορίες χωρίς ονόματα. Ο βουλευτής, ο συνδικαλιστής, οι προσπάθειες συγκάλυψης, οι απειλές, μάτια ερμητικά κλειστά.
Δεν πρέπει να μιλάμε για πράγματα που δεν ξέρουμε καλά. Κάθε περίπτωση είναι μοναδική, μόνο η έρευνα, η δικαιοσύνη αποδίδει ευθύνες. Όμως είναι εκείνα τα φοβισμένα μάτια, πάντα μελαγχολικά σε όλες τις φωτογραφίες που τα λένε όλα. Το γλυκό, στωικό χαμόγελο. Και η οικογένεια, σεμνή, χωρίς υστερίες, χωρίς να κατηγορεί τον κόσμο όλο, την κοινωνία, χωρίς φωνές πού είναι το κράτος. Μόνο πόνο, αξιοπρεπή πρόσωπα, αυτά τα πρόσωπα που συναντάς στα κρητικά χωριά, που δεν έχεις άλλη λέξη για να τα περιγράψεις, μόνο «καλοί άνθρωποι». Που περίμεναν από την οργανωμένη πολιτεία να κάνει τη δουλειά της. Και περίμεναν μάταια. Έπρεπε οι φίλοι του, οι δικοί του άνθρωποι, να πάρουν το καράβι να έρθουν στον Πειραιά, να δείχνουν στους δρόμους τη φωτογραφία του. 38 μέρες. 800 μέτρα δίπλα από το δωμάτιό του.
Κάθε μέρα μια καινούργια ιστορία βίας, αποκαλύψεις με το σταγονόμετρο, μη μπλέξεις, κοίταγε τη δουλειά σου, πάει αυτός έφυγε γιατί να καταστραφούν οι άλλοι; Κλειστά στόματα, τώρα η μαγκιά και το αντριλίκι πήγαν περίπατο. Η θρασυδειλία της ανωνυμίας, η τσάμπα μαγκιά η προστατευμένη, κανείς να μην αναλαμβάνει τις ευθύνες του. Άθλια ανώνυμα σχόλια στα σόσιαλ μίντια. Αυτό νομίζουμε ελευθερία. Ότι όλα επιτρέπονται. Χωρίς περιορισμούς, χωρίς κανόνες, χωρίς όρια. Κάθε τέτοια ελευθερία περιέχει βία. Χωρίς να είναι ποτέ κανένας διατεθειμένος να αναλάβει το κόστος, την τιμωρία. Εκ του ασφαλούς. Ανώνυμα. Μετά θα καθαρίσει ο βουλευτής μας. Τραμπούκοι περιορισμένης ευθύνης, ανώνυμοι συκοφάντες στο διαδίκτυο, επαναστάτες με κουκούλες.
Σε κάθε τέτοια περίπτωση σύγχρονης βίας, το μοτίβο είναι ίδιο. Πολλοί εναντίον ενός. Η δύναμη του όχλου εναντίον του ενός ανυπεράσπιστου. Η μόνιμη αναζήτηση εχθρού. Να μην είσαι μόνος σου, να μη μελαγχολείς, να μη σκέφτεσαι πολύ. Εσύ σε ποιο γκρουπ ανήκεις, σε ποια ομάδα, σε ποιο κόμμα, σε ποια παρέα; Αν είσαι μόνος σου, αν είσαι διαφορετικός, αν ξεχωρίζεις, είσαι εχθρός. Επιθετικότητα, έχθρα, μνησικακία, τα κινήματα της εποχής δεν αναζητούν λύσεις, ψάχνουν θύματα. Βρες εχθρούς να μισείς, είναι αναζωογονητικό, χτύπα, μη μείνεις στιγμή με τον εαυτό σου, μη σκεφτείς, γιατί αν για μια στιγμή καταλάβεις την ασήμαντη ύπαρξή σου τρελαίνεσαι. Ο σύγχρονος φασισμός.
Η Ελλάδα είναι μια κοινωνία ακόμα «οικογενειακή», με στενούς δεσμούς, προστατευμένη, και όμως πρωταθλήτρια στο bullying. Το ελληνικό bullying είναι κάτι παραπάνω από νεανική, παραβατική συμπεριφορά, είναι κυρίαρχο μοντέλο. Το περιρρέον μίσος, η σχετικοποίηση της βίας, η καταπάτηση κάθε κανόνα, η ατιμωρησία, η άρνηση ενηλικίωσης. Τα τελευταία χρόνια έγινε ξαφνικά ευκολότερο να σκεφτόμαστε τους άλλους ανθρώπους ως αντικείμενα, που δεν πονάνε όπως εμείς, που δεν έχουν τα ίδια δικαιώματα με μας, που μπορούμε ατιμώρητα επειδή δεν είναι σαν κι εμάς να τους πληγώνουμε. Έτσι κάνουμε με όσους δεν είναι ίδιοι, με ανορθόγραφα κεφαλαία γράφουμε ΨΟΦΑ, στήνουμε κρεμάλες στους προδότες, βρίζουμε, συκοφαντούμε, απειλούμε ανώνυμα, θρασύδειλα, εκδικητικά. Στ’ αστεία παίζαμε, για πλάκα, συμβολική βία. Αληθινό αίμα.
Στην «Αέναη επιστροφή του Φασισμού», ο Rob Riemen λέει: Στην καταναλωτική κοινωνία οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται την ισότητα με το να έχουν όλοι όσα περισσότερα αγαθά γίνεται. Η ζωή οφείλει να είναι εύκολη. Η τραγικότητα της ύπαρξης στο μοντέρνο άνθρωπο είναι άγνωστη. Όλα επιτρέπονται, κανείς εξωτερικός περιορισμός δεν μπορεί να εμποδίσει τις επιθυμίες. Δεν χρειάζεται προσπάθεια, πνευματικός μόχθος. Το να ακούς τους άλλους, να υποβάλλεις σε κριτική τις απόψεις σου, να υπολογίζεις τον άλλο, είναι περιττό.
Γύρω μας βλέπουμε συνεχώς ανθρώπους πάντα σίγουρους για το δίκιο τους, δεν χρειάζονται επιχειρήματα. Απαίδευτοι στο διάλογο, νιώθουν δυσανεξία σε κάθε άλλη άποψη, η μόνη γλώσσα που γνωρίζουν είναι αυτή της βίας. Η αίσθηση της ισχύος, η σφοδρή επιθυμία για εξουσία, δεν ανέχονται διαφορετικές φωνές. Ό,τι είναι διαφορετικό, ό,τι δεν τους μοιάζει, δεν επιτρέπεται καν να υπάρχει. Ο «άνθρωπος της μάζας» απεχθάνεται να είναι διαφορετικός, να ξεχωρίζει. Γιατί να το επιτρέψει σε άλλον; Η ύπαρξη του διαφορετικού αμφισβητεί τον ίδιον, τον κάνει να τα χάνει. Οι «άλλοι» γίνονται εχθροί. Ο φασισμός δεν είναι πολιτικά κινήματα των μέσων του προηγούμενου αιώνα, που χάθηκαν στην ιστορία ηττημένα. Ο φασισμός είναι μέσα μας, επανέρχεται με άλλες μορφές όταν οι κοινωνίες μας χάνουν τον προσανατολισμό τους. Ο Riemen θυμάται τον Καμί: «Το μυστικό της Ευρώπης είναι πως δεν αγαπάει πια τη ζωή». Το μυστικό της Ελλάδας είναι ότι φοβήθηκε τη ζωή, ότι δεν αγαπάει πια τη δημιουργία, τον έρωτα, τα όνειρα. Φοβισμένη ψάχνει εχθρούς να κατατροπώσει, αδύναμους να επιβληθεί, διαφορετικούς να μισήσει. Μεθάει με τη βία για να μην αντικρίσει τον εαυτό της στον καθρέφτη. Φοβάται γι’ αυτό που θ’ αντικρίσει. Σκοτώνει τα παιδιά της και αυτοκτονεί.