Κυριακή 22 Μαρτίου 2015

Πολύ καλός Τ. Θεοδωρόπουλος για την εταιρεία περιορισμένης ιστορικής ευθύνης


Εταιρεία περιορισμένης ιστορικής ευθύνης
Τάκης Θεοδωρόπουλος 
Το καλοκαίρι του 1981, λίγο πριν καεί η Αττική, τρεις περίπου μήνες πριν εκλεγεί η «Αλλαγή», η ιέρειά της Μελίνα Μερκούρη, μέλλουσα υπουργός Πολιτισμού τότε, είχε απειλήσει πως όταν εκλεγεί θα έκλεινε όλες τις ξένες αρχαιολογικές σχολές που λειτουργούν στη χώρα μας.
Αφορμή ήταν ένα επεισόδιο το οποίο είχε γίνει με την Αμερικανική σχολή στην Αρχαία Αγορά. Ηταν Παρασκευή, οι Αμερικανοί ειδοποίησαν την ελληνική εφορεία πως μάλλον έχουν βρει τα πρώτα ίχνη από την Ποικίλη Στοά που περιγράφει ο Παυσανίας στα Αττικά του, οι δικοί μας τους απάντησαν «από Δευτέρα θα περάσουμε να δούμε», ο ανταποκριτής του Ρόιτερ όμως που παρακολουθούσε την ανασκαφή δεν περίμενε τη Δευτέρα και η είδηση κυκλοφόρησε χωρίς την άδεια των ημετέρων αρχών. Εννοείται πως η Μελίνα το είχε ανακοινώσει με το γνωστό ύφος της βαθιάς συναισθηματικής νοημοσύνης που σπάραζε το στέρνο της και την εκφορά των φωνηέντων της ελληνικής, πλην όμως κανείς δεν την είχε πάρει στα σοβαρά.
Κανείς που λέει ο λόγος. Κανείς απ’ αυτούς που γνώριζαν τη σημασία του έργου των ξένων αρχαιολογικών σχολών, κανείς από όσους ήξεραν πως χωρίς αυτούς τους ημιπαράφρονες φιλέλληνες η σύγχρονη Ελλάδα δεν θα είχε ανακαλύψει και διατηρήσει το σημαντικότερο ίσως τμήμα των αρχαιοτήτων της. Γιατί οι υπόλοιποι, η δημοκρατική κοινή γνώμη της χώρας, τότε όπως και τώρα πίστευαν πως οι «ξένοι» έρχονται εδώ μόνο για να μας λεηλατήσουν. Δεν θυμάμαι αν το καλοκαίρι του ’81 οι υπερήφανοι αγρότες της Κρήτης είχαν σταματήσει τον αποκλεισμό του Μουσείου του Ηρακλείου. Είχε ξεκινήσει πάντως για να αποτραπεί ο δανεισμός αρχαιοτήτων στο Μητροπολιτικό της Νέας Υόρκης, αν δεν κάνω λάθος. Εξάλλου η εθνική ιδεολογία επί του ζητήματος είναι κατηγορηματική: οι Ελληνες είναι ανώτερος πολιτισμός, ανώτερος όλων, και αυτοί οι βαλανηφάγοι που έρχονται για να σκάψουν είναι γιατί ζηλεύουν και θέλουν να πάρουν λίγη από τη σοφία που κρύβεται στα χώματά μας. Το σημαντικό σε τεκμήρια έργο του Κ. Σιμόπουλου το υπονομεύει από την αρχή ώς το τέλος η καχυποψία για τους ξένους επισκέπτες.
«Είμαστε καλύτεροι από τους Ευρωπαίους». Το είπε μόλις προχθές ο Μίκης Θεοδωράκης. «Οι Ευρωπαίοι μας ζηλεύουν γιατί ο Αισχύλος μας είναι καλύτερος από τον Ρακίνα τους» – ουάου! Αυτό είχε ακουστεί προ ετών όταν υπήρξε θέμα καθιέρωσης μόνον δύο γλωσσών για λόγους πρακτικούς στις επίσημες συναντήσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ηταν η αγγλική και η γαλλική, και αν είχαν όντως καθιερωθεί μπορεί και να αποφεύγαμε την γκάφα με την επίσημη διαμαρτυρία για την αφέλεια του κ. Βαρουφάκη – αν είναι ποτέ δυνατόν ένας άνθρωπος που φωτογραφίζεται διαβάζοντας τα δικά του βιβλία να θεωρείται αφελής. Είμαστε τόσο καλύτεροι που αν κάποιος από μας θελήσει να ανατρέξει σε στερεότυπη σχολιασμένη έκδοση των δικών μας κλασικών θα πρέπει να βρει είτε τη γαλλική, είτε τη γερμανική, είτε την αγγλική. Αν η φτώχεια μας ήταν μόνον οικονομική, τότε τα πράγματα θα ήσαν πολύ ευκολότερα για μας. Είναι όμως και πολιτισμική. Και στηρίζεται στην κακή χρήση αυτών ακριβώς που θεωρούμε περιουσιακά μας στοιχεία και μας επιτρέπουν την αλαζονεία του πτωχοπρόδρομου.
Οι σκέψεις αυτές μου ήρθαν στο μυαλό με αφορμή το τελευταίο ευφυολόγημα της εθνικής μας υπερηφάνειας που αφορά τα περιουσιακά στοιχεία της Γερμανίας στην Ελλάδα, τα οποία θα κατασχεθούν αν οι Γερμανοί δεν μας δώσουν τις πολεμικές αποζημιώσεις. Για το Ινστιτούτο Γκαίτε και τη σημασία του έχουν γραφεί πολλά τις τελευταίες ημέρες. Να προσθέσω πως η λειτουργία των ξένων πολιτιστικών ιδρυμάτων στη χώρα μας είναι στοιχείο του δικού μας πολιτισμού. Το έργο της Γερμανικής Αρχαιολογικής Σχολής θα χρειαζόταν πολλούς τόμους για να καταγραφεί. Υπενθυμίζω μόνον τις ανασκαφές στις Μυκήνες, την Ολυμπία και τον Κεραμεικό.
Μωραίνει Κύριος. Ελάτε τώρα. Κανένας Κύριος δεν χρειάζεται για να μας μωράνει. Τα καταφέρνουμε μια χαρά και μόνοι μας, με την αδιαφορία μας για την εκπαίδευση, την καφενόβια πολιτική μας κουλτούρα, την αλλεργία που μας προκαλεί ό,τι δοκιμάζει τους νευρώνες του εγκεφάλου μας και απαιτεί την ενεργοποίησή τους, την αυταρέσκεια που μεταφράζεται σε αλαζονεία, την περιφρόνηση με την οποία αντιμετωπίζουμε την υπέροχη γλώσσα μας, τον πτωχοπροδρομισμό που ενεργοποιείται με το παραμικρό. Εντάξει η σοβαρότητα δεν είναι η μεγάλη εθνική μας αρετή πλην όμως, μετά τόσες κατραπακιές και τόσες δοκιμασίες κάποτε πρέπει να το πάρουμε απόφαση. Αν δεν θέλουμε να γίνουμε οι κωμικοί ήρωες της δικής μας Ιστορίας.
Ας το πάρουμε απόφαση πως ο πολιτισμός των Εξαρχείων και η νοοτροπία του μικροϊδιοκτήτη δεν έχουν σχέση ούτε με τον Παρθενώνα ούτε και με τον Πλάτωνα. Και ας καταλάβουμε επιτέλους πως αν θέλουμε να επιβιώσουμε ως Εθνος –γιατί είμαστε έθνος, δεν είμαστε Εταιρεία Περιορισμένης Ιστορικής Ευθύνης– θα πρέπει να σεβαστούμε και να καλλιεργήσουμε τον πολιτισμό που μας έδωσε μια θέση στον σύγχρονο κόσμο. Κι αυτός είναι ο μεγάλος ευρωπαϊκός πολιτισμός, γιατί αυτός κάποτε έμαθε τον Ομηρο σ’ εκείνον τον έμπορο λουλακιού που μάζεψε την περιουσία του για να σκάψει την Τροία και τις Μυκήνες. Τον έλεγαν Σλήμαν.
Ελπίζω και εύχομαι κάποια μέρα η χώρα μου να ορθοποδήσει οικονομικά. Ελπίζω όμως και εύχομαι συγχρόνως η ως τότε συμπεριφορά μας να μη μας έχει απομονώσει πολιτισμικά από την υπόλοιπη Ευρώπη. Να διεκδικήσουμε τις αποζημιώσεις στο όνομα του δικαίου, όχι όμως στο όνομα του πολιτισμικού αντιευρωπαϊσμού.