Παρασκευή 6 Μαρτίου 2015

Άρθρο για τη λύση των αέναων ομολόγων στο χρέος


H λύση των αέναων ομολόγων στο χρέος
ΕΥΓΕΝΙΑ ΤΖΩΡΤΖΗ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr)
Η ιδέα των αέναων ομολόγων, που ήρθε πρόσφατα στο προσκήνιο, είναι παλιά αλλά... εξίσου νέα. Παλιά γιατί πράγματι έχει επιστρατευθεί σε προηγούμενους αιώνες από χώρες όπως η Αγγλία.
Νέα όχι μόνο γιατί αποτέλεσε την κυβερνητική πρόταση για την αντιμετώπιση του ελληνικού χρέους. Κυρίως γιατί αποτελεί μία πρόταση που, αν και σε χαμηλούς τόνους, συζητείται ήδη στα διεθνή φόρα και προβάλλεται από τους διεθνείς οργανισμούς ως ένας από τους τρόπους για την αντιμετώπιση της υπερχρέωσης των κρατών.
Η επιχειρηματολογία υπέρ των αέναων ομολόγων έχει εξεταστεί μεταξύ άλλων από το ΔΝΤ, αλλά και διεθνείς οίκους όπως η Mckinsey, που με κάποιες παραλλαγές αναλύουν τις δυνατότητες αυτής της επιλογής για τον περιορισμό του παγκόσμιου χρέους, που έχει φτάσει σε δυσθεώρητα ύψη, αγγίζοντας τα 199 τρισ. δολάρια το δεύτερο τρίμηνο του 2014. Η ιδέα της επιμήκυνσης του χρέους εις το διηνεκές είναι συμβατή με την έννοια του κράτους αλλά και των κεντρικών τραπεζών, αφού σε αντίθεση με μια επιχείρηση, ένα κράτος δεν θα πάψει να υπάρχει... ποτέ! Αναγκαία προϋπόθεση η ειρήνη...
Σύμφωνα με πρόσφατη ανάλυση της Mckinsey, η λύση των αέναων ομολόγων, δηλαδή των τίτλων που ισχύουν εις το διηνεκές, θα μπορούσε να εφαρμοστεί στα ομόλογα που διακρατούν οι κεντρικές τράπεζες, οδηγώντας σε σοβαρή ανακούφιση του χρέους των πιο υπερχρεωμένων χωρών. Είναι ενδεικτικό ότι στην περίπτωση της Ιαπωνίας η εξαίρεση των ομολόγων που έχει στον ισολογισμό της η κεντρική τράπεζα θα οδηγούσε στη ραγδαία μείωση του χρέους της χώρας, από το δυσθεώρητο ύψος του 234% του ΑΕΠ σε μόλις 94%. Φυσικά το όφελος δεν εξαντλείται στην περίπτωση της Ιαπωνίας, που φιγουράρει μακράν ως η χώρα με το υψηλότερο κρατικό αλλά και ιδιωτικό χρέος παγκοσμίως. Σημαντικό υπολογίζεται και το όφελος για την ανακούφιση του χρέους των ΗΠΑ, που από το 89% του ΑΕΠ της υπολογίζεται ότι θα μειωθεί στο 67%, αλλά και της Μεγάλης Βρετανίας, που υπολογίζεται ότι θα μειωθεί από το 92% στο 63%.
Σήμερα οι κεντρικές τράπεζες των ΗΠΑ, της Μεγάλης Βρετανίας και της Ιαπωνίας διακρατούν το 16%, το 24% και το 22%, αντίστοιχα, του κρατικού χρέους αυτών των κρατών, κυρίως μέσα από την πολιτική της ποσοτικής χαλάρωσης που εφάρμοσαν προκειμένου να τονώσουν τις οικονομίες τους μετά την κρίση. Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ και τη Μεγάλη Βρετανία, που έχουν διακόψει το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, η κεντρική τράπεζα της Ιαπωνίας έχει ανακοινώσει την αύξηση του ποσού σε κρατικά ομόλογα που μπορεί να αγοράζει κάθε χρόνο από τα 417 στα 667 δισ. δολάρια (στα 80 από 50 τρισ. γιεν). Η εφαρμογή του προγράμματος θα αυξήσει το ποσοστό του κρατικού χρέους που θα έχει στα χέρια της στο 40% από το σημερινό επίπεδο του 22%. Την ίδια στιγμή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει ανακοινώσει την αγορά κρατικών ομολόγων της Ευρωζώνης 1,1 τρισ. ευρώ.
Στο ερώτημα του κατά πόσο το χρέος που έχουν στα χέρια τους οι κεντρικές τράπεζες έχει το ίδιο ρίσκο με αυτό που έχει στα χέρια του ο ιδιωτικός τομέας, η απάντηση είναι σαφής. «Στον βαθμό που αντιπροσωπεύει την απαίτηση ενός κυβερνητικού φορέα από έναν άλλο, πρόκειται ουσιαστικά για μια λογιστική εγγραφή», απαντά η Mckinsey. Πόσο μάλλον όταν τα έσοδα από τους τόκους αυτού του χρέους κατευθύνονται στο εθνικό θησαυροφυλάκιο, με τρόπο που η κυβέρνηση πληρώνει ουσιαστικά τον εαυτό της – βλέπε τα έσοδα που μας επιστρέφει κάθε χρόνο η ΕΚΤ από τη διακράτηση των ελληνικών ομολόγων, τα γνωστά ANFAs.
Στη σχετική επιχειρηματολογία προβάλλεται το γεγονός ότι η πιθανότητα διαγραφής αυτού του χρέους είναι μάλλον αμφίβολη, καθώς θα οδηγούσε σε απομείωση των κεφαλαίων των κεντρικών τραπεζών. Ετσι μια εναλλακτική λύση θα ήταν η αντικατάσταση αυτών των ομολόγων με αέναα ομόλογα, μηδενικού κουπονιού. Το γεγονός ότι η εμπορική αξία αυτών των τίτλων θα ήταν μηδενική, μάλλον έχει μικρή σημασία, στον βαθμό που οι κεντρικές τράπεζες δεν υποχρεούνται να αποτιμούν τους τίτλους που έχουν σε τρέχουσες τιμές. Σε κάθε περίπτωση, μια τέτοια κίνηση δεν αποκλείει την αρνητική αντίδραση των αγορών, κάτι ωστόσο που θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί χωρίς αντικατάσταση αυτών των ομολόγων, αλλά με μια απλή απόφαση για τη διακράτησή τους εις το διηνεκές!
Μείωση δανεισμού ιδιωτικού τομέα
Η άνοδος του κρατικού χρέους αντισταθμίστηκε από την απομόχλευση του ιδιωτικού. Στις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες, το χρέος τόσο των νοικοκυριών όσο και των επιχειρήσεων μειώθηκε σε σχέση με το 2008, αλλά όχι με ρυθμούς ανάλογους με αυτούς που αυξήθηκε το κρατικό χρέος. Ετσι, μείωση του χρέους των ιδιωτών παρατηρήθηκε σε τέσσερις μόνο χώρες του αναπτυγμένου κόσμου, ενώ αντίθετα η αύξηση που παρατηρήθηκε σε μια σειρά άλλων αναπτυγμένων κρατών ήταν της τάξης του 25% ως ποσοστό του ΑΕΠ. Οι χώρες στις οποίες ο ιδιωτικός τομέας μείωσε τον δανεισμό του ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι η Γερμανία, η Ισπανία, η Μεγάλη Βρετανία και οι ΗΠΑ, ενώ μεταξύ των χωρών στις οποίες παρατηρήθηκε αύξηση του ιδιωτικού χρέους ήταν η Σουηδία, η Γαλλία, το Βέλγιο, η Σιγκαπούρη, η Κίνα, αλλά και η Μαλαισία και η Ταϊλάνδη. Η Κίνα είναι μεταξύ των χωρών που είναι υψηλά στην κατάταξη του παγκόσμιου χρέους, με το χρέος της να αυξάνεται βαθμιαία, φθάνοντας το 217% του ΑΕΠ το πρώτο εξάμηνο του 2014 ή το 282% εάν συμπεριληφθεί και το χρέος του χρηματοοικονομικού τομέα. Οι κινεζικές εταιρείες του μη χρηματοοικονομικού τομέα αύξησαν κατά 9 τρισ. δολάρια το χρέος τους από το 2007 μέχρι και το 2014, μέγεθος που είναι ανάλογο του συνολικού χρέους της γερμανικής οικονομίας. Την ίδια περίοδο, το χρέος των νοικοκυριών της Κίνας αυξήθηκε στα 4 τρισ. δολάρια, αλλά παραμένει χαμηλό, καθώς αντιπροσωπεύει μόλις το 58% του διαθέσιμου εισοδήματος της χώρας.
Χρειάζονται νέα «όπλα» για να βγούμε από την κρίση
Η υπερχρέωση των ανεπτυγμένων, αλλά και ορισμένων υπό ανάπτυξη χωρών, βρίσκεται υψηλά στην ατζέντα του διεθνούς ενδιαφέροντος ακόμη και αν η συζήτηση γίνεται πίσω από κλειστές πόρτες. Αιτία είναι φυσικά η ανάγκη για τη διατήρηση της εμπιστοσύνης των αγορών, που είναι εξαιρετικά ευαίσθητες σε οποιαδήποτε κίνηση αποσταθεροποίησης των ροών χρήματος.
Το παγκόσμιο χρέος έχει αυξηθεί κατά 57 τρισ. δολάρια από τα τέλη του 2007, φθάνοντας το πρώτο εξάμηνο του 2014 στα 199 τρισ. δολάρια, ποσό που αντιπροσωπεύει το 286% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Το πρόβλημα εντάθηκε από την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση, όταν τρισεκατομμύρια ζεστού χρήματος εκδόθηκαν για να αντιμετωπίσουν την τραπεζική κρίση, που ξεκίνησε από την άλλη άκρη του Ατλαντικού.
Η αύξηση του δημόσιου χρέους στις αναπτυγμένες οικονομίες, μετά την πτώση των φορολογικών εσόδων και το κόστος που στοίχισε η διάσωση των τραπεζών, εξηγεί το ένα τρίτο της παγκόσμιας αύξησης. Η διόγκωση του χρέους των αναπτυσσόμενων χωρών αριθμεί το μισό της παγκόσμιας αύξησης, ενώ η άνοδος του χρέους της Κίνας, που άγγιξε τα 28 τρισ. δολάρια, αντιπροσωπεύει το 37% της ανόδου του χρέους διεθνώς. Επτά χρόνια μετά το ξέσπασμα της χρηματοοικονομικής κρίσης, καμιά από τις ανεπτυγμένες χώρες δεν έχει μειώσει το χρέος της. Αντίθετα, 14 χώρες αύξησαν το δημόσιο χρέος τους ως ποσοστό του ΑΕΠ, πάνω από 50 μονάδες, ενώ μεταξύ των αναπτυσσόμενων χωρών μόλις πέντε πέτυχαν μείωση. Το ίδιο διάστημα το κρατικό χρέος αυξήθηκε κατά 25 τρισ. δολάρια, από τα οποία τα 19 τρισ. δολάρια είναι στις αναπτυγμένες χώρες και ειδικά σε χώρες που επλήγησαν από την οικονομική κρίση.
Πρωταθλήτρια στην παγκόσμια κατάταξη σε όρους κρατικού χρέους, μετά φυσικά την Ιαπωνία, είναι πλέον η Ελλάδα με χρέος που, στο 2014, ανήλθε στο 175% του ΑΕΠ (183% με βάση τα στοιχεία του δεύτερου τριμήνου του 2014). Αμέσως μετά ακολουθεί η Ιταλία με χρέος που αντιστοιχεί στο 139% του ΑΕΠ της χώρας, το Βέλγιο με κρατικό χρέος που αντιστοιχεί στο 135%, η Ισπανία με 132% και η Ιρλανδία με 115%. Η σκυτάλη μετά επανέρχεται στο άλλο ημισφαίριο, με τη Σιγκαπούρη να φιγουράρει στην έβδομη θέση, καθώς το κρατικό χρέος της χώρας φθάνει το 105% του ΑΕΠ και ύστερα από ένα διάλειμμα στη Βρετανία το χρέος της οποίας ανέρχεται στο 92% του ΑΕΠ, η σκυτάλη επιστρέφει στην Αμερική, το χρέος της οποίας αντιστοιχεί στο 89% του ΑΕΠ της χώρας. Αυτά σε ό,τι αφορά το κρατικό χρέος, γιατί αμέσως μετά ακολουθεί το χρέος του ιδιωτικού τομέα, το οποίο -αν προστεθεί- εκτινάσσει το χρέος της Ιαπωνίας στο 400% του ΑΕΠ, της Ιρλανδίας στο 390% και της Σιγκαπούρης στο 382% του ΑΕΠ της χώρας.
Η ανάγκη εξεύρεσης νέων μορφών διαχείρισης τόσο του κρατικού όσο και του ιδιωτικού χρέους προκύπτει κυρίως από την έλλειψη ή καλύτερα την εξασθένηση άλλων εργαλείων που επιστρατεύθηκαν με επιτυχία ίσως άλλες εποχές, από χώρες που γνώρισαν χρηματοοικονομικές κρίσεις. Μεταξύ αυτών, η Σουηδία και η Φινλανδία, που διαχειρίστηκαν τις κρίσεις της δεκαετίας του 1980, αποτέλεσμα της πιστωτικής επέκτασης και της φούσκας στην αγορά ακινήτων. Το μοντέλο διαχείρισης της κρίσης προέβλεπε την κρατικοποίηση των τραπεζών, μεγάλες διαγραφές δανείων, γενναίες μεταρρυθμίσεις που οδήγησαν στην εισροή ξένων κεφαλαίων, αλλά και την υποτίμηση των νομισμάτων των δύο χωρών για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και την αύξηση των εξαγωγών. Κοινός παρανομαστής σε όλα τα μοντέλα διαχείρισης αποτέλεσε η απομόχλευση του ιδιωτικού τομέα σε πρώτη φάση, με παράλληλη αύξηση του κρατικού χρέους, ενώ σε δεύτερη φάση το πρόγραμμα εφαρμόστηκε με δημοσιονομική προσαρμογή και μείωση του κρατικού χρέους και παράλληλη αύξηση των πιστώσεων από τον ιδιωτικό τομέα. Η δημοσιονομική προσαρμογή που ακολουθήθηκε έγινε σε μια περίοδο ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης, που επέτρεψε και στις δύο αυτές χώρες να κάνουν τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητά τους.
Σήμερα, τα παραδοσιακά εργαλεία, όπως αυτό της αυστηρής δημοσιονομικής προσαρμογής, που ακολουθήθηκε σε άλλες περιπτώσεις, προσκρούουν στην αναιμική ανάπτυξη της Ευρώπης, αντιστρατευόμενα τον μηχανισμό απομόχλευσης της οικονομίας που θα μπορούσε τελικώς να οδηγήσει στη μείωση του χρέους. Επιπλέον, προσκρούουν στον αποπληθωρισμό που έχει εγκατασταθεί στην Ευρωζώνη, δυσχεραίνοντας ακόμη περισσότερο την προσπάθεια αποκλιμάκωσης του χρέους.
Σύμφωνα μάλιστα με τους υπολογισμούς της Mckinsey, το ΑΕΠ της Ισπανίας, της Γαλλίας, της Πορτογαλίας, αλλά και της Βρετανίας, θα έπρεπε να αυξηθεί κατά δύο επιπλέον μονάδες σε σχέση με τις τρέχουσες προβλέψεις, ανεβάζοντας τους πραγματικούς ρυθμούς ανάπτυξης μεταξύ 3,6% και 5,5% τον χρόνο, προκειμένου οι χώρες αυτές να μειώσουν το κρατικό τους χρέος. Οσο για την Ιαπωνία, η οικονομία της θα έπρεπε να αναπτυχθεί τρεις φορές ταχύτερα από την προβλεπόμενη εκτίμηση. Οπως συμπεραίνει, «οι συνθήκες αυτές δεν υπάρχουν σήμερα στον ανεπτυγμένο κόσμο».