Ήταν κάποτε δύο ερωτευμένα άλογα. Η σχέση τους ήταν ιδιαίτερα δυνατή. Κάποια μέρα, το αρσενικό άλογο φεύγει και πηγαίνει στην πόλη για να αναβαθμίσει τον υπολογιστή του. Μόλις φεύγει, ο καλύτερος του φίλος (επίσης άλογο), βρίσκει την ευκαιρία να την "πέσει" στην κοπελιά του.
Οπότε την πλησιάζει και της λέει:
- Έλα μανάρα μου να φύγουμε μαζί και να παντρευτούμε.
Εκείνη απαντάει.
- Α πα πα, δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Είμαι ερωτευμένη με το "αγόρι" μου.
- Μα τι πράγματα είναι αυτά που μου λες. Ξέρεις ότι με τρελαίνεις. Άστον τον άλλο και πάμε να φύγουμε μαζί.
- Ξέρεις ότι σε εκτιμώ ιδιαίτερα, αλλά δεν μπορώ να του το κάνω αυτό.
- Σε παρακαλώ, είμαι ερωτευμένος μαζί σου. Δεν μπορώ χωρίς εσένα. Χέστον τον άλλο και παντρέψου με...
- Ό,τι και να πεις δεν μπορώ να υποκύψω..., τον αγαπάω...
- Μα έλα...
- Μα δεν μπορώ...
- Αν δεν με παντρευτείς, θα πέσω από το γκρεμό να σκοτωθώ.
- Σου είπα ότι δεν γίνεται!
- Αυτή είναι η τελευταία σου λέξη;
- ΝΑΙ!
- Εντάξει τότε..., θα με έχεις βάρος για πάντα στη συνείδησή σου...
...Και λέγοντας αυτά, παίρνει φόρα και πηδάει από το γκρεμό. Το θηλυκό άλογο πετιέται τρομαγμένο!
Κοιτάει από κάτω και βλέπει τον καλύτερο φίλο του αρσενικού διαμελισμένο.Αρχίζει και τρέμει ενώ συλλογίζεται...
- Τι έκανα η κακούργα;;; Με την άρνησή μου, οδήγησα ένα αθώο άλογο στο θάνατο. Δεν μπορώ να ζήσω με τέτοιες τύψεις, τέτοιο βάρος στη συνείδησή μου. Θα αυτοκτονήσω.
Έτσι, χωρίς δεύτερη σκέψη, το θηλυκό άλογο παίρνει φόρα και πηδάει και αυτό με τη σειρά του από το γκρεμό.
Μετά από δύο λεπτά, το αρσενικό άλογο επιστρέφει από την πόλη, αφού έχει θυμηθεί στο δρόμο ότι είναι Κυριακή και τα μαγαζιά είναι κλειστά.
Φωνάζει την κοπελιά του αλλά δεν λαμβάνει απάντηση. Φωνάζει τον φίλο του..., αλλά ούτε πάλι λαμβάνει απάντηση.
Αρχίζει να τους ψάχνει, αλλά μάταια..., δεν είναι πουθενά. Στεναχωρημένο νομίζοντας ότι το εγκατέλειψαν, πάει πάνω από το γκρεμό και αγναντεύει το άπειρο μοιρολογώντας.
Σε κάποια στιγμή, κοιτάει κάτω και βλέπει τα δύο άλογα που είχαν γίνει πλέον μία μάζα από κρέατα.
Σπαράζει η καρδιά του και μονολογεί δυνατά...
- Ω, τι έπαθα ο άμοιρος. Η γυναίκα της ζωής μου..., νεκρή..., ο καλύτερος μου φίλος... και αυτός νεκρός. Τι θα απογίνω ολομόναχος σε αυτή τη ζωή; Δεν μπορώ να ζήσω έτσι..., θα αυτοκτονήσω...
Πραγματικά, το αρσενικό άλογο παίρνει φόρα και πηδάει και αυτό από το γκρεμό. Εκείνη τη στιγμή ακούγεται μία φωνή από κάτω από τον γκρεμό...
- Ρεεεεεε... ποιος μαλάκας πετάει άλογα;
Οπότε την πλησιάζει και της λέει:
- Έλα μανάρα μου να φύγουμε μαζί και να παντρευτούμε.
Εκείνη απαντάει.
- Α πα πα, δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Είμαι ερωτευμένη με το "αγόρι" μου.
- Μα τι πράγματα είναι αυτά που μου λες. Ξέρεις ότι με τρελαίνεις. Άστον τον άλλο και πάμε να φύγουμε μαζί.
- Ξέρεις ότι σε εκτιμώ ιδιαίτερα, αλλά δεν μπορώ να του το κάνω αυτό.
- Σε παρακαλώ, είμαι ερωτευμένος μαζί σου. Δεν μπορώ χωρίς εσένα. Χέστον τον άλλο και παντρέψου με...
- Ό,τι και να πεις δεν μπορώ να υποκύψω..., τον αγαπάω...
- Μα έλα...
- Μα δεν μπορώ...
- Αν δεν με παντρευτείς, θα πέσω από το γκρεμό να σκοτωθώ.
- Σου είπα ότι δεν γίνεται!
- Αυτή είναι η τελευταία σου λέξη;
- ΝΑΙ!
- Εντάξει τότε..., θα με έχεις βάρος για πάντα στη συνείδησή σου...
...Και λέγοντας αυτά, παίρνει φόρα και πηδάει από το γκρεμό. Το θηλυκό άλογο πετιέται τρομαγμένο!
Κοιτάει από κάτω και βλέπει τον καλύτερο φίλο του αρσενικού διαμελισμένο.Αρχίζει και τρέμει ενώ συλλογίζεται...
- Τι έκανα η κακούργα;;; Με την άρνησή μου, οδήγησα ένα αθώο άλογο στο θάνατο. Δεν μπορώ να ζήσω με τέτοιες τύψεις, τέτοιο βάρος στη συνείδησή μου. Θα αυτοκτονήσω.
Έτσι, χωρίς δεύτερη σκέψη, το θηλυκό άλογο παίρνει φόρα και πηδάει και αυτό με τη σειρά του από το γκρεμό.
Μετά από δύο λεπτά, το αρσενικό άλογο επιστρέφει από την πόλη, αφού έχει θυμηθεί στο δρόμο ότι είναι Κυριακή και τα μαγαζιά είναι κλειστά.
Φωνάζει την κοπελιά του αλλά δεν λαμβάνει απάντηση. Φωνάζει τον φίλο του..., αλλά ούτε πάλι λαμβάνει απάντηση.
Αρχίζει να τους ψάχνει, αλλά μάταια..., δεν είναι πουθενά. Στεναχωρημένο νομίζοντας ότι το εγκατέλειψαν, πάει πάνω από το γκρεμό και αγναντεύει το άπειρο μοιρολογώντας.
Σε κάποια στιγμή, κοιτάει κάτω και βλέπει τα δύο άλογα που είχαν γίνει πλέον μία μάζα από κρέατα.
Σπαράζει η καρδιά του και μονολογεί δυνατά...
- Ω, τι έπαθα ο άμοιρος. Η γυναίκα της ζωής μου..., νεκρή..., ο καλύτερος μου φίλος... και αυτός νεκρός. Τι θα απογίνω ολομόναχος σε αυτή τη ζωή; Δεν μπορώ να ζήσω έτσι..., θα αυτοκτονήσω...
Πραγματικά, το αρσενικό άλογο παίρνει φόρα και πηδάει και αυτό από το γκρεμό. Εκείνη τη στιγμή ακούγεται μία φωνή από κάτω από τον γκρεμό...
- Ρεεεεεε... ποιος μαλάκας πετάει άλογα;