Ανθρώπινα σώματα και σωματίδια ευήθειας
Τάκης Θεοδωρόπουλος
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr/)
Στην εποχή της αθωότητας, τότε που πιστεύαμε πως όλοι μας εχθρεύονται αλλά κανείς δεν τολμάει να μας βλάψει, τότε που ο κόσμος ήταν χωρισμένος σε δύο μπλοκ, δεν είχαμε μετανάστες στην Ελλάδα.
Το πρόβλημα ήταν για τους άλλους, τους πρώην αποικιοκράτες και πάντα καπιταλιστές που ήθελαν φτηνά εργατικά χέρια. Τότε ο ελληναράδικος κυνισμός, το φρούτο δεν είναι φρέσκο, γελούσε με το γνωστό αστείο: «Εμείς οι Ελληνες δεν είμαστε ρατσιστές, αλλά ευτυχώς δεν έχουμε και αράπηδες» – στην πραγματικότητα το έλεγαν χειρότερα, με πρώτο συνθετικό το σκύλο.
Το πρόβλημα ήταν για τους άλλους, τους πρώην αποικιοκράτες και πάντα καπιταλιστές που ήθελαν φτηνά εργατικά χέρια. Τότε ο ελληναράδικος κυνισμός, το φρούτο δεν είναι φρέσκο, γελούσε με το γνωστό αστείο: «Εμείς οι Ελληνες δεν είμαστε ρατσιστές, αλλά ευτυχώς δεν έχουμε και αράπηδες» – στην πραγματικότητα το έλεγαν χειρότερα, με πρώτο συνθετικό το σκύλο.
Να θυμίσω πόσα αστεία γίνονταν με τους μαύρους στις παλιές ελληνικές κωμωδίες που ακόμη προβάλλονται στην τηλεόραση; Ή το περίφημο τραγούδι του Ζαμπέτα, «Γουστάρω τον αράπη, τον σκύλο, το μπλακ, μπλακ, μπλακ», παραλλαγή που είχα ακούσει στο γήπεδο της Λεωφόρου όπου μας είχαν υποχρεώσει να πάμε με το σχολείο και όπου παρίστατο και ο Στυλιανός Παττακός. Εν πάση περιπτώσει, καλώς ή κακώς, το Σιδηρούν Παραπέτασμα γκρεμίστηκε σηκώνοντας τον σχετικό ιστορικό κουρνιαχτό, τα σύνορα άνοιξαν και στον επί Γης Παράδεισο έκαναν την εμφάνισή τους τα αποπαίδια του θαύματος που άκουγε στο όνομα «υπαρκτός σοσιαλισμός».
Στην πραγματικότητα θα θέλαμε να μεταναστεύουν στα μέρη μας Σουηδοί ή Δανοί, αλλά μας έτυχαν Ρουμάνοι και Αλβανοί. Τους αντιμετωπίσαμε με τη δέουσα αβρότητα. Μπορεί να ανήκαν στη λευκή φυλή, όμως δεν ήταν σαν κι εμάς, και ήταν και κακοντυμένοι σαν τους παππούδες μας στα χωριά τη δεκαετία του πενήντα, που δεν θέλαμε να τους θυμόμαστε όταν ντυνόμασταν με Cerutti. Εκτός κι αν ήταν δίμετρες ξανθές και γδύνονταν για να καταθέσουμε στα πόδια τους τα μεσογειακά προγράμματα του Ντελόρ και τις λοιπές επιδοτήσεις, ηδονικές χοές, όσο μπορείς πιο άφθονες ηδονικές χοές και νοθευμένο ουίσκι παραγωγής Ανω Πετραλώνων.
Το πρώτο αυτό κύμα των μεταναστών αφομοιώθηκε και ελληνοποιήθηκε. Οσοι νοικοκύρηδες απ’ αυτούς έστησαν δουλειές, τα παιδιά τους πήγαν σχολείο, έμαθαν τη γλώσσα μας και παρότι εμείς δεν τα αφήναμε να κρατήσουν τη σημαία στις μαθητικές παρελάσεις –δεν είμαστε ρατσιστές, αλλά μην υπερβάλλουμε κιόλας– αυτά αισθάνονταν πως η δική μας πατρίδα είναι και δική τους. Οι υπόλοιποι έφυγαν και όσοι απ’ αυτούς ήταν υπόκοσμος συνεννοήθηκαν μια χαρά με τον εγχώριο υπόκοσμο.
Το ουσιαστικό πρόβλημα άρχισε όταν στη χώρα μας συνέρρευσαν οι ταλαίπωροι των πολέμων του Αφγανιστάν, της εξαθλίωσης του Μπανγκλαντές και πρόσφυγες της όπου Αφρικής και Ασίας ανθρώπινης δυστυχίας. Η ελληνική πολιτεία, αν και προνοητική και εξαιρετικά οργανωμένη σε όλα τα επίπεδα, πλάκα κάνω, ήταν ανέτοιμη, η δε ελληνική κοινωνία αναρωτιόταν «πού είναι το κράτος;». Η Δεξιά έλεγε πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να τους ξεφορτωθούμε, αλλά δεν τον έβρισκε, και η Αριστερά δεν έβλεπε πού είναι το πρόβλημα. Η προοδευτική διανόηση, καθισμένη στα τραπεζάκια της στην οδό Σκουφά, μιλούσε για ανθρωπισμό και το ευρωπαϊκό λόμπι του Βορρά συμφωνούσε μαζί της καταδικάζοντας τη χώρα για απάνθρωπη μεταχείριση των μεταναστών.
Οι πλατείες των Αθηνών γέμισαν με ανθρώπινα ερείπια και οι προικοθήρες του ανθρωπισμού οργάνωσαν την Υπατία, μπας και δεν πάρουμε είδηση πόσο πονόψυχοι είναι. Εννοείται ότι από την απουσία πολιτικής, αλλά και δημόσιας συζήτησης, βγήκε κερδισμένος ο νεαντερτάλειος ελληνισμός, οι άνδρες της Χρυσής Αυγής, που προκειμένου να καθαρίσουν τη φυλή από σκούρους θέλουν να γυρίσουν πίσω στον Νεάντερταλ για να πάρουμε τον δρόμο από την αρχή. Ετοιμοι βέβαια να καταναλώσουν τις ορμόνες του ανδρισμού τους σε πλάσματα ανήμπορα να αμυνθούν. Η Δεξιά συνέχισε να σκέφτεται πώς θα λύσει το πρόβλημα και η Αριστερά να μην αναγνωρίζει καν ότι υπάρχει πρόβλημα. Πάντως, όσοι περνούσαν στα σύνορα φορτώνονταν σε λεωφορεία και τους μοίραζαν δημοκρατικά στα κέντρα διαφόρων πόλεων.
Οταν πια δεν τους χωρούσαν η Ομόνοια και η πλατεία Βικτωρίας, εν μέσω κρίσης, οργανώθηκαν τα περίφημα κέντρα κράτησης και χτίστηκε ο τοίχος του Εβρου για να περιορίσει κάπως τα κύματα αφίξεων. Τα κέντρα κράτησης έγιναν α λα γκρέκα, χωρίς προδιαγραφές, για τον δε τοίχο του Εβρου εξαντλήθηκε όλη η ευήθεια της αριστερής κοινοτοπίας για τα σύνορα που δεν πρέπει να υπάρχουν και για τους μετανάστες που πρέπει να έρθουν στη Γη της Επαγγελίας. Το μόνο θετικό ήταν ότι βλέπαμε, εν μέσω κρίσης, τι σημαίνει πραγματικά ανθρωπιστική κρίση και πώς η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι ελκυστική για κάποιους ταλαίπωρους.
Η Αριστερά, παρά τις ενοχές που προκαλούσε στην ανιστόρητη και αδιάβαστη Δεξιά, δεν κατάφερε να μετατρέψει την Ελλάδα σε πολυπολιτισμική κοινωνία. Οι διανοούμενοί της, που εξακολουθούν να ελέγχουν τον δημόσιο λόγο, περιορίστηκαν να επαναλαμβάνουν τις βασικές αρχές που κάποτε διάβασαν και τις επεξεργάστηκαν με τις ιδεολογικές επιταγές των Εξαρχείων. Και η Αθήνα είναι ένα εξασθενημένο σώμα, το οποίο κουβαλάει έναν όγκο από άτυπα κύτταρα – μισό εκατομμύριο.
Δεν νομίζω ότι κανείς έχων σώας τας φρένας άνθρωπος περίμενε από την Αριστερά να έχει οικονομική πολιτική – εδώ δεν έχει η φιλοευρωπαϊκή μας κεντροδεξιά. Θα περίμενε όμως κάποιος ύστερα από τόσα χρόνια να έχει διαμορφωθεί κάποια ιδέα για τη λύση του μεταναστευτικού. Υπόθεση πολύ σοβαρή για να την αφήσουμε στα σωματίδια της ευήθειας που εκπέμπει το αλφαβητάρι της αριστερής ηθικής.