Δευτέρα 2 Μαρτίου 2015

Εξαιρετικός Στ. Κασιμάτης ότι το ζήτημα είναι οι Έλληνες


Το ζήτημα είναι οι Ελληνες
Στέφανος Κασιμάτης 
Πολύ σύντομη δεν ήταν αυτή η «ανάσα αισιοδοξίας»; Πολύ σύντομα δεν άρχισαν να μαζεύονται οι λογαριασμοί και να εκδηλώνεται η εσωκομματική γκρίνια; Πολύ ξαφνικά δεν μαζεύτηκαν τα σύννεφα του «πιστωτικού γεγονότος» και μιας τρίτης δανειακής σύμβασης;
Εξαρτάται πώς το βλέπει ο καθένας. Παρατηρώ ότι πολλοί γύρω μας, άνθρωποι σαν κι εμάς, βιώνουν κάθε πράξη του γνωστού δράματος ως αυτόνομο έργο και διαπιστώνω ότι αυτή η αντίληψή τους για την κατάσταση δημιουργεί μέσα τους την προσδοκία της επανάληψης. Σκέπτονται, λοιπόν, την εξέλιξη της κρίσης στις εξής γραμμές, πάνω κάτω: πάλι αυτοί (οι εταίροι) θα μας πάρουν με το καλό, πάλι εμείς θα τους παραμυθιάσουμε, ώσπου να φθάσουμε στο μη περαιτέρω και τότε κάνουμε ένα ντιλ μαζί τους επάνω στη βάση «άκου φίλε, μισή ξεφτίλα δικιά σου, μισή δικιά μου και πάμε απ’ την αρχή».
Κατανοώ την ψυχολογική ανάγκη που μας κάνει να βρίσκουμε διανοητικά τεχνάσματα, ώστε να αποφεύγουμε μια πραγματικότητα που φοβόμαστε ότι θα μας πληγώσει. Κατά την αντίληψή μου, όμως, το έργο που παίζεται από το 2009 είναι το ίδιο και μόνο αν το συλλάβουμε ως ενιαίο μπορούμε να καταλάβουμε πού ακριβώς στεκόμαστε. Να κάνω, λοιπόν, μια περίληψη της υπόθεσης στα γρήγορα. Το 2009 βρεθήκαμε με ένα σαπιοκάραβο μέσα στη φουρτούνα. Οι εταίροι, η ΕΚΤ και το ΔΝΤ μας δάνεισαν λεφτά, με τον σκοπό τα δάνεια να εξασφαλίσουν νηνεμία στα νερά τριγύρω, ώστε εμείς όχι απλώς να διορθώσουμε το σαπιοκάραβο, αλλά να το κάνουμε καινούργιο, αλλάζοντας κάθε κομμάτι του.
Τόσα χρόνια μετά το 2009, πού βρισκόμαστε τώρα; Με το δίδυμο Σαμαρά-Στουρνάρα, κλείσαμε τουλάχιστον τις τρύπες στο σκάφος. Ωστόσο, με την εξαίρεση ελάχιστων υπουργών (Βρούτσης, Μητσοτάκης, κυρίως και Διαμαντοπούλου από την κυβέρνηση ΓΑΠ) δεν κάναμε σχεδόν τίποτε για να αλλάξουμε το σαπιοκάραβο. Και τώρα, προκειμένου να κερδίσουμε χρόνο, συμφωνήσαμε (μέσα σε ένα πλαίσιο «δημιουργικής αμφισημίας», αλλά και ταμειακής ασφυξίας...) να τα κάνουμε όλα μαζί! Ποιον κοροϊδεύουμε;
Ας αφήσουμε κατά μέρος τις αρχικές θέσεις της κυβέρνησης στη διαπραγμάτευση - αρκεί, προς το παρόν, ότι ο πρωθυπουργός και δυο τρεις άλλοι γύρω του αντελήφθησαν τον κίνδυνο και έγινε η στροφή στα λόγια. Στην πράξη όμως, δεν βλέπω πώς μπορεί να γίνει η στροφή. Για να πάρει την κυβέρνηση, ο ΣΥΡΙΖΑ (Τ-Λ) κατάφερε να μετατοπίσει το κέντρο βάρους της «κοινωνικής πλειοψηφίας» (χρησιμοποιώ τους όρους τους) σε θέσεις πιο αριστερές και πιο ριζοσπαστικές. Θέσεις, οι οποίες αγκαλιάζουν και το πεζοδρόμιο: το αναρχο-ελευθεριακό ως και κρυπτοφασιστικό συνονθύλευμα των αγανακτισμένων της πλατείας. Πώς θα χειριστεί η κυβέρνηση τις προσδοκίες που η ίδια καλλιέργησε σε αυτό τον κόσμο; (Εναν κόσμο, σημειωτέον, που θεωρεί ότι η «ανθρωπιστική κρίση» αφορά την καταστροφή του μεσοαστικού ονείρου της μεζονέτας και της BMW...). Τέλος, τα αισθήματα που θα προκαλέσει η διάψευση των προσδοκιών πώς θα εκτονωθούν;
Κοιτάζοντας το έργο συνολικά, μένω με την εντύπωση (δεν θέλω να την πω βεβαιότητα) ότι χειριζόμαστε την κρίση, δηλαδή την κατάστασή μας, με τέτοιο τρόπο ώστε συνεχώς να τραβιόμαστε όλο και πιο μακριά από την Ευρώπη. Τόσο λίγο κάθε φορά ώστε η μετακίνηση να είναι ανεπαίσθητη καθώς συμβαίνει, πλην απολύτως διακριτή όταν κοιτάξει κάποιος τη γενική εικόνα.
Οι άλλες χώρες που ήταν σε πρόγραμμα προχωρούν. Εμείς, πάντα εκεί. Στυλωμένοι με το πείσμα του βλάκα, ντύνουμε με παιδαριώδεις ρητορείες τη μόνη σταθερή και ειλικρινή απαίτησή μας: δώστε μας χρόνο και λεφτά, για να συνεχίζεται η νηνεμία και εμείς να μπορούμε να παριστάνουμε ευπρεπώς (και, φυσικά, με το στυλ που μας αξίζει) ότι διορθώνουμε τη «γαλότσα». Τα ίδια τα επιχειρήματά μας, όμως, υποσκάπτουν τόσο προδήλως την απαίτησή μας, ώστε να αναρωτιέμαι μερικές φορές αν η κυβέρνηση το κάνει επίτηδες, επειδή η ρήξη με την Ευρώπη είναι η κρυφή σκοπιμότητά της.
Ζητούμε, λ.χ., την αξιοπρέπειά μας από τους άλλους (μόλις προχθές το έκανε ο Σούπερ Μπαρούφας σε μια κρίση σοσιαλιστικού λυρισμού...), ενώ η αξιοπρέπεια είναι κάτι που κερδίζεται ή χάνεται από εμάς τους ίδιους, κάτι το οποίο κανείς δεν μπορεί ούτε να μας το δώσει ούτε και να μας το πάρει. Επίσης, επικαλούμεθα διαρκώς τα αγαθά της δημοκρατίας, της αλληλεγγύης και της ισοτιμίας, ενώ μας διαφεύγει το αυτονόητο: ότι κάθε φορά που το κάνουμε αυτό, με τον χαρακτηριστικό τρόπο μας του κακομαθημένου, ουσιαστικά αρνούμεθα τα ίδια αγαθά από τους άλλους. Οταν προτάσσουμε το επιχείρημα της δημοκρατικής εντολής της κυβέρνησής μας, λέμε στους άλλους ότι αδιαφορούμε για τη δημοκρατική εντολή των δικών τους κυβερνήσεων. Ομοίως και όταν μιλούμε για αλληλεγγύη και ισοτιμία, έννοιες οι οποίες δεν νοούνται παρά μόνο σε συνύπαρξη με τους άλλους. Με λίγα λόγια, η πεποίθηση που υφέρπει σε αυτή τη ρητορική (που έχει υιοθετηθεί πλέον από τον κόσμο στους δρόμους) είναι της δικής μας ανωτερότητας έναντι των άλλων. Η πεποίθηση ότι είμαστε κάτι διαφορετικό και μας αξίζει προνομιακή μεταχείριση.
Το ζήτημα, όμως, δεν είναι ότι η αυθαίρετη και ανεδαφική αντίληψη της ανωτερότητάς μας εκνευρίζει τους άλλους. Αυτό είναι το μικρότερο και το πιο αθώο: οι Ευρωπαίοι μπορούν να το αντιμετωπίσουν με χιούμορ. (Αυτό δεν κάνει ο καθένας μας στην καθημερινότητά του με τα πάσης φύσεως ψώνια που συναντά στη ζωή;). Το ουσιώδες ζήτημα είναι ότι η συγκεκριμένη αντίληψη –η αντίληψη που καλλιεργείται σταθερά από το 2009 και ολοένα κερδίζει έδαφος στην κοινή γνώμη– δείχνει ότι δεν είμαστε πρόθυμοι να μετέχουμε στην Ευρώπη (δηλαδή, να αναλάβουμε υποχρεώσεις και να τις τιμήσουμε), γιατί στο βάθος πιστεύουμε ότι δεν ανήκουμε μαζί τους.
Δεν μπορούμε και δεν θέλουμε. Αυτό τους περνάμε με κάθε πλάγιο τρόπο που έχουμε στη διάθεσή μας ― γιατί, ως ευθυνόφοβοι και κότες, δεν τολμούμε ούτε να ακούσουμε τον εαυτό μας να το λέει. Εντούτοις, προσπαθούμε τόσο έντονα οι καημένοι να περνούμε το μήνυμα, πότε με τη στάση μας και πότε τα λόγια μας, ώστε υποψιάζομαι μήπως αυτό που επιδιώκουμε στο βάθος είναι απλώς και μόνο να πείσουμε τους εαυτούς μας ότι η ευθύνη για την ευρωπαϊκή αποτυχία της Ελλάδος ανήκει, ως συνήθως, στους ξένους και όχι σε εμάς. Aραγε μας περνά από τον νου ότι το ίδιο παιχνίδι παίζουν από την πλευρά τους και οι Ευρωπαίοι και μάλιστα ότι προηγούνται άνετα στους πόντους;
Υστερόγραφο. Oτι πότε πότε εμφανίζεται και ο Ελληνάρας (με τη μορφή μάλιστα του Σούπερ Μπαρούφα ― τι ειρωνεία!) και εξομολογείται τηλεοπτικώς στον Γ. Παπαδάκη πώς θα εξαπατήσουμε τους Ευρωπαίους με την αύξηση του ΦΠΑ, δεν προσθέτει, αλλά ούτε αφαιρεί τίποτε από τη γενική εικόνα. Οι Ευρωπαίοι καταλαβαίνουν, φαντάζομαι, ότι αν ο υπουργός δεν έχει καταληφθεί από πανικό στην απεγνωσμένη προσπάθειά του να βρει την έξοδο κινδύνου από την κυβέρνηση, τότε το ζήτημα του υπουργού είναι μάλλον ιατρικό. Το πραγματικό πρόβλημα είναι οι Ελληνες.
Νέα αρχή
Επειτα από ευδόκιμο υπηρεσία δεκαετιών στη διπλωματική υπηρεσία, ο Κωνσταντίνος Μπίτσιος συνταξιοδοτείται και αναλαμβάνει εκτελεστικός αντιπρόεδρος του ΣΕΒ. Η προσφορά του υπήρξε σημαντική, αν και αθόρυβη, ιδίως τα τελευταία έξι χρόνια από τη θέση του διευθυντή του ιδιαιτέρου γραφείου του Καρ. Παπούλια ― και είμαι βέβαιος ότι οι διευκρινίσεις περιττεύουν. Πέραν αυτού όμως, η στήλη τιμά τον Κων. Μπίτσιο και λόγω του πατρός του, Δημητρίου, υπουργού Εξωτερικών του κανονικού Καραμανλή, χάρη στον οποίο ακούγαμε από την τηλεόραση, ως παιδιά τη δεκαετία του 1970, την υπέροχη γενική «του Μπιτσίου» και η οποία συνέβαλε καθοριστικά στην εξοικείωσή μας με την προσωδία των ελληνικών...

(Στην φωτογραφία : Ακόμη μια ωραία ημέρα στην Αθήνα...)