Σε ένα ταξίδι για Νέα Υόρκη κάθονται στο αεροπλάνο ένας γιάπης και ένας παπαγάλος σε διπλανές θέσεις.
- Παρακαλώ πολύ, λέει ευγενικά ο γιάπης στην αεροσυνοδό, μπορείτε να μου φέρετε έναν καφέ;
Περνάει μισή ώρα, περνάνε τρία τέταρτα...
- Μωρή χαμούρα, στριγκλίζει ο παπαγάλος, φέρε έναν καφέ γρήγορα, γιατί θα σε πετάξω στον Ατλαντικό και θα σε φάνε οι καρχαρίες!
Σε μισό λεπτό φέρνει τρέχοντας τον καφέ στον παπαγάλο η αεροσυνοδός, τρέμοντας ολόκληρη.
- Παρακαλώ πολύ, αν είναι δυνατό να μου φέρετε μια κόκα κόλα θα σας ήμουν ευγνώμων, λέει ευγενικά ο γιάπης.
Περνάει μισή ώρα, περνάει μια ώρα...
- Μωρή χαμούρα, πετιέται ο παπαγάλος, φέρε μου μια κόκα κόλα αμέσως, γιατί θα σου δώσω να φας τα σκουλαρίκια που φοράς!
Σε μισό δευτρόλεπτο του φέρνει τρέμοντας την κόκα κόλα κατακόκκινη η αεροσυνοδός.
Τα παίρνει στο κρανίο ο γιάπης:
- Άκου χαμούρα, αν σε μισό λεπτό δε μου φέρεις έναν καφέ, μια κόκα κόλα κι ένα σάντουιτς, θα φας κλωτσιά και θα φύγεις έξω από το αεροπλάνο.
Τρέμει ολόκληρη η αεροσυνοδός μας, κοκκινίζει σαν παντζάρι, πάει στον πιλότο μανουριασμένη και ο πιλότος δίνει εντολή στο προσωπικό ασφαλείας και τους πετάνε και τους δύο έξω από το αεροπλάνο.
Κάθως πέφτουν στο κενό, ρωτάει ο παπαγάλος τον γιάπη, κουνώντας τα φτερά του χαριτωμένα:
- Εσύ φιλαράκι, τί τις ήθελες τις μαγκιές, αφού δεν ξέρεις να πετάς;