Όσο δηλαδή περισσότερο κάψεις, τόσο περισσότερο θα αναπαυτεί η ψυχούλα του έρημου του Αλέξη… Κι όσο περισσότερο αντιπαρατεθείς για το αν το πεζοδρόμιο και το πεζούλι είναι χώρος ασύλου, τόσο περισσότερο θα έχεις αγωνιστεί για τα δίκαια της γενιάς σου, μιας γενιάς που υποφέρει από την ανεργία, την κακοπληρωμένη εργασία, τα κάθε είδους ναρκωτικά, τα βρώμικα πανεπιστήμια με τους βαμμένους τοίχους και πολύχρωμα πανό, που οι φοιτητές αντί να κάνουν έρευνα, τσακώνονται στα αμφιθέατρα για το πόσες μέρες θα λουφάρουν από τη μόρφωση και την παιδεία μέσα από πορείες και καταλήψεις.
Βλέπετε, στην Ελλάδα, με την αισθητική του αμπέχονου και της μεταχειρισμένης στρατιωτικής αρβύλας να κυριαρχεί ακόμα μετά από 40 χρόνια στις ενδυματολογικές επιλογές των κατ’ επάγγελμα ευαίσθητων μανιοκαταθλιπτικών καταληψιομανών, με τα καδρόνια, τις πέτρες, τα στριφτά τσιγάρα και τη θολή αντίληψη περί πολιτείας και πολιτικής, όλα αυτά, τα φαινομενικά παράλογα, θα έπρεπε κανονικά να είναι αναμενόμενα, αν υιοθετήσουμε το βασικό αξίωμα της σημειολογίας ότι κάθε σημαίνον «αγκιστρώνει» τη σημασία ενός σημαινόμενου.
Αν λοιπόν σημαίνοντα είναι τα αμπέχονα και οι στρατιωτικές αρβύλες, ενδυματολογικές δηλαδή επιλογές μιας γενιάς που συνέχιζε τις σπουδές της μετά το στρατό και ελλείψει χρημάτων φορούσε τα ρούχα του στρατού, που ξεκίναγε τις πορείες στα Προπύλαια ως φυσικό επακόλουθο των γενικών συνελεύσεων που γίνονταν εκεί, που άκουγε Ξυλούρη, Λοΐζο, Ρίτσο, Θεοδωράκη, γιατί αυτοί ήταν τότε οι πρωτοπόροι, τα συμπεράσματα εξάγονται μέσα από τη σύγκριση με τους «επαναστατημένους» νέους του σήμερα έχουν συνήθως μια ντουλάπα ρούχα, αλλά ξεποδαριάζονται στο Μοναστηράκι για να βρουν αμπέχονα και στρατιωτικές αρβύλες και στήνονται κανένα τέταρτο μπροστά στον καθρέφτη για να αποκτήσουν το «απόλυτα συντροφικό λουκ» προκειμένου να πάνε να φωνάξουν τα ίδια με τους πατεράδες και τους παππούδες τους, φυσικά στα Προπύλαια, σα να μην πέρασε μια μέρα, που λέει και το τραγούδι.
Γι’ αυτό τεκμαίρεται ότι οι «επαναστατημένοι» νέοι του σήμερα - κακέκτυπα μιας αλλοτινής εποχής, δε μπορεί παρά να υιοθετούν κάτι περισσότερο από τα ρούχα εκείνης της γενιάς: υιοθετούν και τα σημαινόμενά τους. Δηλαδή ετεροχρονισμένες διεκδικήσεις με ετεροχρονισμένα μέσα, αγνοώντας ή παραγνωρίζοντας έτσι, τα αιτήματα του καιρού και του τόπου τους.
Το περίεργο όμως είναι ότι αν ψάξει κανείς βαθύτερα θα δει ότι ο φαύλος κύκλος της νεοελληνικής μεταπολίτευσης δεν κλείνει με τους πρωταγωνιστές όλης αυτής της ιλαροτραγωδίας, αλλά με τους γεννήτορές τους (γιατί ασφαλώς όλα τα μπουμπούκια κάποιος τα σπέρνει και σε κάποιο χωράφι ευδοκιμούν).
Κλείνει δηλαδή με τη γενιά που εδώ και χρόνια είναι στα «πράγματα» και φιλάρεσκα αυτοπροσδιορίζεται ως «η γενιά του Πολυτεχνείου» (sic). Αυτή λοιπόν η γενιά τώρα διαμοιράζεται κρατικές θέσεις, πολυεθνικά πόστα, μερίσματα, ομόλογα, μετοχές, τηλεοπτικά παράθυρα και ένδοξη απόγονος της οποίας έγινε, πρόσφατα νομίζω, ακόμα και πρόεδρος των ψαράδων της Ευρώπης ή κάτι τέτοιο, θέση ομολογουμένως τιμητική για εκπρόσωπο ψαροχώρας...
Αυτή λοιπόν η γενιά δίδαξε στα παιδιά τον αγώνα δίχως αύριο, όταν τα καμάρωνε στις χωρίς αιτήματα ετεροχρονισμένες διεκδικήσεις τους, αντί να τους μιλήσει για πρόοδο, ευημερία, παραγωγή, ιδέες, αγάπη, μουσική, ποίηση, ΣΕΒΑΣΜΟ, ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ.
Έτσι, με αυτές τις πράξεις και αυτές τις παραλείψεις, αυτά τα παιδιά, τα δικά τους παιδιά, αποτέλεσαν το καλύτερο άλλοθι του ξεπουλήματος των αγώνων και των διεκδικήσεων της δικής τους γενιάς. Μιας γενιάς που ήξερε τι ζητούσε, που ήξερε γιατί φορούσε αμπέχονο πριν φορέσει κουστούμι, που ήξερε γιατί άκουγε Ξυλούρη, Λοΐζο, Ρίτσο, Θεοδωράκη και έχει ως μόνιμο άλλοθι και επωδό τη φράση «καμαρώνω για τα παιδιά μου που είναι στο δρόμο και διεκδικούν καλύτερες μέρες». Με ποιου όμως την αισθητική (τα σημαίνοντα και τα σημαινόμενα), με ποιου τα συνθήματα, ποιο όραμα, ποια προοπτική και ποια ακριβώς αιτήματα;
Τη μη κατάργηση του ασύλου, την κατάργηση της αστυνομίας, την υποστολή της σημαίας από τα κρατικά κτίρια, την περαιτέρω μπουρδελοποίηση του ελληνικού πανεπιστημίου, το περαιτέρω ξεπέρασμα της διαχωριστικής μεταξύ ελευθερίας και ασυδοσίας, την αποθέωση της τεμπελιάς και του βολέματος με την εξίσωση της εργασίας με σκλαβιά;
Και ο τραγέλαφος συνεχίζεται: μόλις οι γεννήτορες διαπιστώσουν την κενότητα των λόγων και των έργων των γεννημάτων τους, οι ίδιοι πάλι σπεύδουν να τα κατηγορήσουν ότι δεν έχουν όραμα. Και που να το βρουν; Ποιος να τους εμπνεύσει;
Οι Αλαβανοτσίπρες που ακόμα νομίζουν ότι η καταστροφή της Αθήνας πέρυσι το Δεκέμβριο συνιστά επανάσταση; Οι εξυπνάκηδες ινστρούχτορες κήρυκες της βίας που τους έβαλαν να βεβηλώσουν ακόμα και τον Θεοδωράκη, ή οι τηλεοπτικοί υπερασπιστές του ασύλου της βίας και των ναρκωτικών και της κάθε μορφής φασισμού; Οι απατεώνες πολιτικοί, οι φοροφυγάδες γονείς που αλληλοκερατώνονται; Οι αργυρώνητοι καθηγητάδες που αλληλοσκοτώνονται για ένα προγραμματάκι αξίας κάποιων χιλιάδων ευρώ στα πανεπιστήμια; Το παπαδαριό με το επικριτικό βλέμμα μέσα από τις λιμουζίνες; Οι γραβατωμένοι κονεδιάρηδες τζαμπατζήδες της πλατείας (μία είναι η πλατεία); Ή μήπως εγώ και οι σαν κι εμένα που μεγαλώσαμε και ξεχάσαμε;
Καθρέφτης ενός μέρους της κοινωνίας μας είναι όλα αυτά τα κακέκτυπα της γενιάς του Πολυτεχνείου, που μας έπρηξε 4 δεκαετίες τώρα με τους αγώνες και τα οράματά της, καθρέφτης που ακόμα κι αν τον σπάσεις η εικόνα θα συνεχίσει να υπάρχει. Κι όσο οι γεννήτορες δε μας αδειάζουν τη γωνιά (να φύγουνε, να πάνε αλλού!!!) ο τραγέλαφος θα υφίσταται. Όσο για τα κακέκτυπα, χαμένες ψυχές είναι, που πληρώνουν αμαρτίες άλλων γενεών, ή κατά το κοινώς (φιλοσοφικό) λεγόμενο: αμαρτίες γονέων, (που) παιδεύουσι τέκνα.
Με εκτίμηση,
Αιρετικός