Κραδασμοί από τις βίαιες επιθέσεις κατά Ελλάδας, Ιταλίας, Ισπανίας...
ZEZA ZHKOY
Η μετάδοση της κρίσης στην Ιταλία και την Ισπανία αποτελεί δυσοίωνη πραγματικότητα, δεδομένου του ότι δεν πρόλαβε να στεγνώσει το μελάνι από τη δήθεν «ιστορική» συμφωνία των Βρυξελλών για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους.
Αυτή την πραγματικότητα προεξοφλούν οι επενδυτές και ξέσπασαν ξανά χθες σε βίαιες επιθέσεις κατά της Ελλάδας, της Ιταλίας και της Ισπανίας. Το κόστος δανεισμού της Ιταλίας εκτινάχθηκε ωθώντας τα επιτόκια στα δεκαετή ομόλογα στο 6,21%, δηλαδή στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων 14 ετών. Τα δεκαετή ομόλογα της Ισπανίας εκτινάχθηκαν στο 6,45%, που είναι τα υψηλότερα επίπεδα από την ένταξη της χώρας στο ευρώ.
Με μια επισφαλή δημοσιονομική εικόνα, το ενδεχόμενο να καταστεί η Ιταλία το επόμενο δράμα είναι ελκυστικό για τις επιθέσεις. Και αυτή τη φορά είναι οι αμερικανικές τράπεζες, οι οποίες βρίσκονται στην πρώτη γραμμή με έκθεση σχεδόν 35 δισ. δολαρίων σε δάνεια προς την Ιταλία. Πιθανώς να έχουν και ακόμα μεγαλύτερη έκθεση διαμέσου της αγοράς παραγώγων. Οι αρμόδιες αμερικανικές αρχές θα πρέπει να ζητήσουν νέο γύρο τεστ αντοχής για τις τράπεζες, με κριτήριο την αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους στην Ευρώπη και να προσεγγίσουν ρεαλιστικά τους κινδύνους για τα αντισυμβαλλόμενα μέρη σε αδιαφανείς αγορές όπως τα swaps στην αγορά συναλλάγματος. Βάσει τέτοιων τεστ οι μεγαλύτερες τράπεζες των ΗΠΑ ίσως χρειάζεται να αναστείλουν την καταβολή μερίσματος και να προχωρήσουν σε αύξηση κεφαλαίου ως «μαξιλάρι» έναντι ζημιών. Σύμφωνα με τις τελευταίες προβλέψεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, το χρέος της Ιταλίας θα φθάσει στο 120% του ΑΕΠ το 2011 και μετά θα υποχωρήσει ελαφρά στο 118% στα τέλη του 2016. Η απόδοση των ιταλικών ομολόγων βαίνει αυξανόμενη και προσεχώς οι προβλέψεις για το ιταλικό χρέος θα φθάσουν τις αντίστοιχες του ελληνικού. Πώς θα συμβεί αυτό; Οι επενδυτές μόλις τώρα αρχίζουν να αντιλαμβάνονται ότι σύντομα θα υποστούν απώλειες από τα δάνεια στην Ελλάδα. Το ανεξόφλητο χρέος της Ελλάδας ανέρχεται σε 360 δισ. ευρώ και οι δυνητικές ζημίες οποιασδήποτε αναδιάρθρωσής του θα κυμανθούν από 100 έως 200 δισ. ευρώ. Το ανεξόφλητο χρέος της Ιταλίας, όμως, πλησιάζει τα 2 τρισ. ευρώ. Είναι αδιανόητο η Γερμανία ή το ΔΝΤ να παράσχουν προστασία έναντι των πιστωτών, εφόσον ένα τέτοιο πακέτο θα προϋπέθετε δάνεια και εγγυήσεις τουλάχιστον 500 δισ. ευρώ, ίσως και 1 τρισ. Αυτό θα σημάνει μια αξιοσέβαστη μερίδα του ΑΕΠ της Γερμανίας των 2,5 τρισ. ευρώ. Η Ευρώπη, κατά συνέπεια, δεν διαθέτει επαρκές δημοσιονομικό οπλοστάσιο να διαχειριστεί μια ιταλική κρίση, τουλάχιστον με τέτοιον τρόπο ώστε να προστατευθούν πλήρως οι πιστωτές.Η ευπάθεια των ελληνικών τραπεζών, είναι κοινός τόπος. Οι τράπεζες είναι τώρα πιθανό να αντιμετωπίσουν ακόμη και πρόβλημα ύπαρξης. Το ξεπούλημα των τραπεζικών μετοχών ήταν, ξανά, έντονο, παρασύροντας στα χαμηλά 14ετίας το Χρηματιστήριο Αθηνών. «Βουτιά» 3,25% έκανε χθες ο γενικός δείκτης στις 1.144,39 μονάδες, με τις μετοχές της Πειραιώς να έχουν απώλειες -7,87%, της MIG -6,67%, του Τ.Τ. -4,13% και της Proton Bank -10,64%. Γενικώς, η συμφωνία των Βρυξελλών είναι αμφιλεγόμενη. Θα δοκιμαστούν ιδιαίτερα οι τράπεζες Ελλάδας και Κύπρου. Πρόκειται για μια καίρια επισήμανση για όσους Ελληνες θριαμβολογούν.
Οι εξελίξεις δείχνουν να επιβεβαιώνουν παρόμοιες απόψεις. Το κόστος το οποίο θα αναλάβουν οι ελληνικές τράπεζες με τη συμμετοχή τους στο σχέδιο αναδιάρθρωσης, τρομάζει, πυροδοτώντας το συνεχές ξεπούλημα των μετοχών τους. Και για τις κυπριακές τράπεζες, όπου η έκθεση σε ελληνικά ομόλογα είναι μεγάλη, οι κίνδυνοι είναι υψηλοί. Στα χαρτοφυλάκια των ελληνικών τραπεζών βρίσκονται τα 2/3 των ελληνικών ομολόγων που λήγουν μέχρι το 2020 και μπορούν να ανταλλαγούν με νέα, μεγαλύτερης διάρκειας. Η συνολική (ονομαστική) αξία τους ανέρχεται σε 37,5 δισ, ευρώ και η επιβάρυνση από την ανταλλαγή–επιμήκυνση εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί περί τα 7,5 δισ. Ο κυπριακές τράπεζες έχουν στο χαρτοφυλάκιό τους ελληνικά ομόλογα 4,26 δισ. ευρώ, λήξεως μέχρι 2020.
Τα χρεόγραφα αξίας 37,4 δισ. που κατέχουν οι ελληνικές τράπεζες: Μέχρι και το 2013 λήγουν 15,55 δισ. ευρώ. Στη διετία 2014–2015 λήγουν 13,95 δισ. Την περίοδο 2016–2020 λήγουν 7,88 δισ. ευρώ.