Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2013

Ένα ενδιαφέρον ιστορικό άρθρο για τον θάνατο του Ιωσήφ Στάλιν


Ο θάνατος του Ιωσήφ Στάλιν
Ο Σοβιετικός ηγέτης ταυτίστηκε με αδίστακτες μεθόδους στις εσωτερικές υποθέσεις και με στυγνό ρεαλισμό στη διεθνή πολιτική 60 χρονια πριν
Της Κωνσταντίνας Ε. Μπότσιου
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr/)
Στις 5 Μαρτίου 1953 ο Ιωσήφ Βησαριόνοβιτς Τζουκασβίλι, που πέρασε στην Ιστορία με το επαναστατικό ψευδώνυμο «Στάλιν», πέθανε σε ηλικία 74 ετών ύστερα από οξύ εγκεφαλικό επεισόδιο. Ηγέτης της Σοβιετικής Ενωσης από το 1929, σημάδεψε ανεξίτηλα το σοβιετικό κράτος, το κομμουνιστικό κίνημα και τον μεταπολεμικό κόσμο.
Σωτήρας για τους οπαδούς του, σατανάς για τα εκατομμύρια θύματά του, ο Στάλιν ταυτίστηκε με αδίστακτες μεθόδους στις εσωτερικές σοβιετικές υποθέσεις και με έναν στυγνό ρεαλισμό στη διεθνή πολιτική.
Εξόντωσε συστηματικά τους πολιτικούς αντιπάλους του και προέβη σε μαζικές εκτοπίσεις εθνοτικών και κοινοτικών ομάδων που θεωρούσε εμπόδια στον κοινωνικο-οικονομικό μετασχηματισμό της Ρωσίας υπό την εξουσία του. Δημιούργησε ένα τρομοκρατικό σύστημα σωμάτων ασφαλείας, συνέτριψε κάθε πηγή άλλης άποψης, μεταμόρφωσε βίαια την αγροτική Ρωσία σε βιομηχανική δύναμη και την απέκοψε από τη Δύση. Από την άλλη πλευρά, η ραγδαία εκβιομηχάνιση κατέστησε την ΕΣΣΔ μεγάλη δύναμη στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και υπερδύναμη στον Ψυχρό Πόλεμο. Ο Στάλιν συνεργάστηκε διαδοχικά με τον Χίτλερ (1939) και τους Δυτικούς συμμάχους όταν δέχθηκε επίθεση από τη Γερμανία (1941). Εθεσε στην υπηρεσία του πολέμου τη σοβιετική βιομηχανία, αλλά και τον λαό του, που μέτρησε συγκριτικά τα περισσότερα θύματα: 25 εκατομμύρια -τα 2/3 άμαχοι- σε σύνολο 60 εκατομμυρίων νεκρών. Ο βαρύς φόρος αίματος και η ανάγκη να αποφευχθεί μια χωριστή γερμανο-σοβιετική ανακωχή έπεισαν τον Ρούσβελτ να αποδεχθεί τον σοβιετικό έλεγχο στις ανατολικοευρωπαϊκές χώρες που απελευθέρωσε ο Κόκκινος Στρατός.
Η μεταπολεμική ΕΣΣΔ ανέκτησε και υπερέβη την έκταση της τσαρικής Ρωσίας. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το υπόδειγμα σταλινικής οργάνωσης μεταφέρθηκε στους «δορυφόρους» της Ανατολικής Ευρώπης. Επιδιώκοντας παγκόσμια επιρροή, ο Στάλιν επέτυχε την ανάπτυξη πυρηνικής βόμβας (1949), την ένταξη της Κίνας στον κομμουνιστικό συνασπισμό (1949) και τη μεταφορά της αμερικανο-σοβιετικής αντιπαράθεσης στην Απω Ανατολή (Πόλεμος Κορέας, 1950). Απέρριψε το Σχέδιο Μάρσαλ (1947), αλλά στήριξε τον ΟΗΕ συμμετέχοντας στο Συμβούλιο Ασφαλείας. Συμφώνησε επίσης με τον Ρούσβελτ την κατοχή και αποστρατιωτικοποίηση της Γερμανίας. Πεπεισμένος ότι έπρεπε να αποφευχθεί ένας τρίτος ολέθριος παγκόσμιος πόλεμος, προκαλούσε τις ΗΠΑ μέχρι το σημείο που παρέμενε αναστρέψιμη μια αντιπαράθεση. Πέθανε έχοντας πλήρη έλεγχο της ΕΣΣΔ και της Ανατολικής Ευρώπης μέσω ενός ανυπέρβλητου στρατού, ενός αμείλικτου συστήματος εσωτερικής ασφάλειας και ενός δικτύου αφοσιωμένων σταλινικών ηγετών στους «δορυφόρους».
Οι ελπίδες της Δύσης και η μάχη διαδοχής
Η έκλειψη του Στάλιν τροφοδότησε ελπίδες σε Δύση και Ανατολή ότι ο Ψυχρός Πόλεμος μπορούσε να αμβλυνθεί, ενδεχομένως και να τερματιστεί. Οι τάσεις φιλελευθεροποίησης της διάδοχης «συλλογικής ηγεσίας» (Γκεόργκι Μαλένκοφ, Λαβρέντι Μπέρια, Νικίτα Χρουστσόφ) εξελήφθησαν ως πρόσκαιρη αδυναμία που άνοιγε δρόμο για να σπάσει ο κομμουνιστικός «μονόλιθος». Θετικά αξιολογήθηκε η υπογραφή ανακωχής στην Κορέα (Ιούλιος 1953). Ακόμα εντυπωσιακότερη ήταν η αρχική κατανόηση της Μόσχας προς τις αντιδράσεις που εκδηλώθηκαν στην Ανατολική Ευρώπη σαν συνέπεια του σταλινικού συγκεντρωτισμού. Στις εξεγέρσεις πρωτοστάτησε η Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας («Ανατολική Γερμανία»), παρασύροντας ταχύτατα και άλλες χώρες. Βιομηχανικοί εργάτες (Λ.Δ. Γερμανίας, Τσεχοσλοβακία) ξεσηκώθηκαν ταυτόχρονα με αγρότες (Βουλγαρία) για παρόμοιους λόγους. Η ραγδαία εκβιομηχάνιση και η αγροτική κολεκτιβοποίηση εξαντλούσαν τις εθνικές οικονομίες. Οι σοβιετικές απαιτήσεις για μεγέθυνση του βιομηχανικού προϊόντος και συμπίεση της κατανάλωσης προκαλούσαν επαναλαμβανόμενες κρίσεις σίτισης και κατακόρυφη πτώση του βιοτικού επιπέδου. Η Ανατολική Ευρώπη εξέπεμπε διεθνώς μια διόλου κολακευτική εικόνα κοινωνικής εξαθλίωσης.
Οι ταραχές επηρέασαν άμεσα τη μάχη διαδοχής εντός της σοβιετικής ηγετικής τριανδρίας. Στην κορύφωσή της μάλιστα (Ιούνιος/Ιούλιος 1953) αποδείχθηκε ότι χρησιμοποιήθηκαν εξαρχής από τους επίδοξους ηγέτες στον αγώνα πολιτικής αλληλοεξόντωσής τους. Η φθορά του σταλινικού συστήματος εντός και εκτός ΕΣΣΔ ήταν ο μοναδικός τρόπος να εδραιώσουν τη δική τους εξουσία, αποποιούμενοι παράλληλα προσωπικές ευθύνες για εγκλήματα του παρελθόντος. Και οι τρεις ηγέτες συμμαχούσαν ανά δυάδες πίσω από την πλάτη του τρίτου, αλλά ο Μπέρια, χάρη στην επιρροή του στα σώματα ασφαλείας, διέθετε την πραγματική ισχύ να επιβληθεί στους άλλους. Αυτή η υπεροχή ευνόησε τη σύμπραξη Μαλένκοφ-Χρουστσόφ, καθώς τα κομμουνιστικά καθεστώτα στην Ανατολική Ευρώπη είχαν στερεωθεί κυρίως με τη δράση του Μπέρια.
Το γερμανικό πρόβλημα αναδείχθηκε εμφατικά λόγω της μαζικής φυγής Γερμανών προς το Δυτικό Βερολίνο. Εως τον Ιούνιο του 1953 ξέσπασε επανάσταση εθνικής κλίμακας παρασύροντας πάνω από 400 πόλεις και μισό εκατομμύριο πολίτες, μεταξύ αυτών στρατιωτικούς και κρατικούς αξιωματούχους. Ωστόσο, οι επικοινωνιακές πιέσεις της Μόσχας για μεταρρυθμίσεις δεν κλόνισαν την κυβέρνηση του Βάλτερ Ούλμπριχτ. Αντιθέτως, ο σταλινικός ηγέτης κατάφερε να διατηρηθεί στην εξουσία εξασφαλίζοντας την αποστολή σοβιετικών στρατευμάτων για την κατάπνιξη της επανάστασης. Η επέμβαση της 17ης Ιουνίου 1953 οδήγησε σε βίαιη καταστολή -μολονότι όχι ιδιαίτερα αιματηρή (με 40 νεκρούς συνολικά)- σε χιλιάδες συλλήψεις και επανασταθεροποίηση του καθεστώτος Ούλμπριχτ (παρέμεινε έως το 1971).
Το καλοκαίρι του 1953 εξανεμίστηκε η ελπίδα της αλλαγής. Από το 1954 η ΕΣΣΔ έπαψε να χρησιμοποιεί ακόμα και τον όρο «Νέα Πορεία» (New Course). Οι επαναστάσεις τέλειωσαν νωρίς αφού, όμως, πρώτα εξυπηρέτησαν την αλλαγή φρουράς στη Μόσχα. Χρεώνοντας στον Μπέρια τις εξεγέρσεις, ο Γκεόργκι Μαλένκοφ ως πρωθυπουργός και ο Νικίτα Χρουστσόφ ως γενικός γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος οργάνωσαν μαζί με άλλα κορυφαία στελέχη συνωμοσία κατά του Μπέρια. Καθοριστική υπήρξε η σύμπραξη του στρατού μέσω του υπουργού Αμυνας Νικολάι Μπουλγκάνιν.
Η επικράτηση του Νικίτα Χρουστσόφ
Η σύλληψη, καταδίκη και εκτέλεση του Μπέρια (Ιούλιος-Δεκέμβριος 1953) σηματοδότησαν την «αποσταλινοποίηση» των σωμάτων ασφαλείας και νευραλγικών τομέων διοίκησης πολύ πριν ο όρος καταστεί επίσημο δόγμα στο περίφημο 20ό συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ενωσης (ΚΚΣΕ) τον Φεβρουάριο του 1956. Στο μεσοδιάστημα ο Χρουστσόφ, ο αρχικά πιο αδύναμος κρίκος της τριανδρίας -ήταν γ.γ. του ΚΚΣΕ αλλά δεν συμμετείχε στην κυβέρνηση- ανέλαβε την πολιτική ηγεσία αντικαθιστώντας μάλιστα τον Μαλένκοφ με τον Μπουλγκάνιν.
Φάνηκε σύντομα αν ο νέος ηγέτης επεδίωκε να αλλάξει το τυραννικό σταλινικό σύστημα. Οι παραδοσιακές πρακτικές μαζικών εκτοπίσεων και δολοφονιών μειώθηκαν δραστικά στην Ευρώπη. Σαν παγκόσμια υπερδύναμη, η ΕΣΣΔ δεν μπορούσε να αγνοεί την κοινή γνώμη και να συγκρίνεται αρνητικά με τις δυτικές δημοκρατίες. Ωστόσο, δεν εγκατέλειψε το σταλινικό κρατικό υπόδειγμα στην Ανατολική Ευρώπη. Ο έλεγχος της Ανατολικής Ευρώπης έγινε αυστηρότερος μετά την προσχώρηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας («Δυτικής Γερμανίας») στο ΝΑΤΟ και την ίδρυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας (Μάιος 1955). Τα περισσότερα καθεστώτα διατηρήθηκαν ανέπαφα, ενώ η πιο αιματηρή μέχρι τότε σοβιετική επέμβαση σημειώθηκε το 1956 στην εξέγερση της Ουγγαρίας κατά της μεταρρυθμιστικής κυβέρνησης του Ιμρε Νάγκι. Κατά ιστορική ειρωνεία, ο Νάγκι, ο οποίος είχε στηριχθεί τρία χρόνια νωρίτερα από τον Χρουστσόφ έναντι του σταλινιστή ηγέτη Ματίας Ρακόζι, φυλακίστηκε και εκτελέστηκε το 1958. Αλλά στο μεταξύ η κούρσα διαδοχής του Στάλιν είχε τελειώσει...
Κλείνοντας ανοιχτά μέτωπα, η Μόσχα πρωτοστάτησε στην υπογραφή της αυστριακής Συνθήκης Ειρήνης (Μάιος 1955). Τα σοβιετικά στρατεύματα αποσύρθηκαν και η Αυστρία ανακηρύχθηκε ουδέτερη χώρα. Με το ίδιο σκεπτικό έγινε η επαναπροσέγγιση ΕΣΣΔ-Γιουγκοσλαβίας, παρότι ο Τίτο επέλεξε στη συνέχεια το Κίνημα των Αδεσμεύτων. Θεωρώντας παγιωμένο τον κομμουνισμό στην Ανατολική Ευρώπη, ο Χρουστσόφ στράφηκε εντονότερα στην αποαποικιοποίηση, με καταλυτική την κοινή αμερικανο-σοβιετική επέμβαση κατά Βρετανίας, Γαλλίας και Ισραήλ στην Κρίση του Σουέζ (Οκτώβριος 1956).
Η έμφαση στον αναδυόμενο Τρίτο Κόσμο προοικονομούσε τη μεταφορά του ανταγωνισμού Ανατολής-Δύσης στην Ασία και τη Μέση Ανατολή σε ένα είδος «πολέμου χαρακωμάτων». Ωστόσο, επί Χρουστσόφ έφθασαν για πρώτη και μοναδική φορά οι δύο υπερδυνάμεις στα πρόθυρα πυρηνικού ολέθρου κατά την Κρίση της Κούβας (Οκτώβριος 1962). Βραχυπρόθεσμα, η κούρσα των εξοπλισμών γιγάντωσε πολιτικά και στρατιωτικά την ΕΣΣΔ, αλλά μακροπρόθεσμα τη γονάτισε οικονομικά. Η εποχή Χρουστσόφ σφραγίστηκε από εντάσεις και υφέσεις του Ψυχρού Πολέμου και από παραπλανητικές πολιτικές, όπως η «επίθεση φιλίας» (peace offensive) στο πλαίσιο της στρατηγικής του πρότασης για «ειρηνική συνύπαρξη» των δύο κόσμων (peaceful co-existence), που απορρίφθηκε από τη Δύση ως Δούρειος Ιππος κομμουνιστικής διείσδυσης. Μετά τον απόλυτο ρεαλισμό του Στάλιν, οι απρόβλεπτες κινήσεις του Χρουστσόφ -που αποξένωσαν και την Κίνα (1960)- δεν άργησαν να προκαλέσουν την απομάκρυνση και διαδοχή του από τον Λεονίντ Μπρέζνιεφ (1964).
Προσπάθειες επίλυσης του «γερμανικού ζητήματος»
Αλυτο παρέμεινε επί μακρόν το ακανθώδες για τη Μόσχα «γερμανικό ζήτημα». Ανοιχτή παρέμεινε και η συζήτηση για το εάν το 1953 οι δύο υπερδυνάμεις έχασαν μια πολύτιμη ευκαιρία να επιλύσουν το ζήτημα και ενδεχομένως να τερματίσουν τον Ψυχρό Πόλεμο. Ερέθισμα έδιναν οι συμφιλιωτικές πρωτοβουλίες των διαδόχων, αλλά και του ίδιου του Στάλιν λίγο πριν πεθάνει.
Πράγματι, στις 10 Μαρτίου 1952 ο Στάλιν είχε προτείνει στις άλλες τρεις κατοχικές δυνάμεις της Γερμανίας -ΗΠΑ, Βρετανία, Γαλλία- («διακοίνωση Στάλιν») απόσυρση των κατοχικών στρατευμάτων και επανένωση της Γερμανίας με τη μορφή ενός δημοκρατικού, ουδέτερου κράτους. Οι Δυτικοί υποδέχθηκαν ψυχρά τη σοβιετική «χειρονομία καλής θελήσεως» υποβάλλοντας όρους απαράδεκτους για την ΕΣΣΔ σε ένα τέτοιο σενάριο, όπως τη διοργάνωση ελεύθερων εκλογών υπό την εποπτεία του ΟΗΕ και τον διακανονισμό των γερμανο-πολωνικών συνόρων. Αρνητικά αντέδρασε και η (δυτικο)γερμανική κυβέρνηση του Κόνραντ Αντενάουερ, εκτιμώντας ότι η ΕΣΣΔ ουσιαστικά δεν επεδίωκε να επανενωθεί η Γερμανία, αλλά να διχαστεί η Δυτική Ευρώπη την ώρα που διαπραγματευόταν τον γερμανικό επανεξοπλισμό μέσα σε μια Ευρωπαϊκή Αμυντική Κοινότητα (1950-54).
Η ευρωπαϊκή ενοποίηση ενοχλούσε την ΕΣΣΔ, καθώς οριστικοποιούσε με δυτικούς όρους τη διαίρεση της Γερμανίας και ανοσοποιούσε τη Δυτική Ευρώπη από τη σοβιετική απειλητικότητα. Οι σοβιετικές προτάσεις αποσκοπούσαν να διασπάσουν τους Δυτικοευρωπαίους, γεννώντας καχυποψία για τη Γερμανία ή αναζωπυρώνοντας το αιώνιο δίλημμα «ανάπτυξη ή εξοπλισμοί», για τους Γερμανούς το ακόμα δραματικότερο δίλημμα «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ή επανένωση». Ο Αντενάουερ είχε επιλέξει την ευρωπαϊκή λύση προκαλώντας, όμως, σφοδρές αντιπολιτευτικές επικρίσεις για ανεύθυνη προδοτική πολιτική.
Τελικά, το σχέδιο Ευρωπαϊκής Αμυντικής Κοινότητας φυλλορρόησε (1954), αλλά η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση συνέχισε τον δρόμο της με τη Βόννη σε κεντρικό ρόλο. Η Μόσχα μάταια προσπάθησε να αναθερμάνει τη συζήτηση για τη Γερμανία τα επόμενα χρόνια. Η επανένωση της Γερμανίας έπρεπε τελικά να περιμένει μέχρι τον θάνατο του συστήματος που είχε δημιουργήσει ο Στάλιν.

* Η κ. Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Σύγχρονης Ιστορίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.