Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2015

Άρθρο για τον εθνικολαϊκισμό της διπλανής πόρτας


Ο εθνικολαϊκισμός της διπλανής πόρτας
Κώστας Κυριακόπουλος
Οι σύγχρονοι κοινωνικοί ψυχολόγοι έχουν επισημάνει την τάση των ανθρώπων να σχηματίζουν ομάδες προκειμένου να αποκομίζουν το αίσθημα της ασφάλειας, της ταυτότητας και του ανήκειν.
Και αυτό συμβαίνει με ολόκληρες κοινωνίες, με κράτη, με έθνη. Η εξήγηση αυτή σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να απαντήσει στη δημιουργία των διαφόρων ειδών εθνικισμών και την ιστορική τους σύνδεση με την εθνική συνείδηση ή την τάση για την πολιτική επικυριαρχία κάποιων εξ αυτών των εθνικισμών.
Αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα, στη χώρα που αδυνατεί να αντιληφθεί το διεθνές αναποδογύρισμα, δεν κατατάσσεσαι εύκολα σε κάποια από τις επιστημονικές κατηγοριοποιήσεις. Μία από τις αιτίες βρίσκεται στην αποτελεσματική καλλιέργεια του διχαστικού λόγου και πρακτικής, από όλες τις πολιτικές παρατάξεις, το ατέλειωτο κύλισμα όλων στα ταμπού της μεταπολίτευσης. Και δεν είναι μόνο η Αριστερά που ενηλικιώθηκε πολιτικά στα ταμπού αλλά και η Δεξιά καθώς και η πασοκογενής ιδεολογική πτέρυγα που έριξε τα θεμέλια του άκρως διαβρωτικού λαϊκισμού. Απλώς η συγκεκριμένη Αριστερά έχει την ατυχία να κυβερνά τώρα, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι θεωρεί κάτι τέτοιο επιτυχία και «νίκη του λαού» την οποία επικαλείται ο πρωθυπουργός κάθε φορά που πρέπει να σχηματίσει μια σειρά από λογικά επιχειρήματα. Να, λοιπόν, ένα από τα σημαντικότερα ταμπού που δεν μπορεί να ξεπεράσει ο πρωθυπουργός σε αντίθεση με αυτό των ιδιωτικοποιήσεων και των μνημονίων: Οτιδήποτε αριστερό προέρχεται από τον λαό και τη βούλησή του, κάθε τι άλλο είναι «επιδίωξη της ολιγαρχίας».
Παραβλέποντας το γεγονός ότι η ανθρωπότητα έχει πληρώσει ιδιαιτέρως ακριβά τη δημιουργία αποδιοπομπαίων τράγων έναντι φτωχών και χειμαζόμενων μαζών, η πολιτική της κυβέρνησης στοχοποιεί τον πραγματικό κινητήρα της οικονομίας, τη μεσαία τάξη. Προφανώς εμφορούμενη από ακόμα ένα ταμπού, κληροδότημα της μαρξιστικής μουσειακής προσέγγισης: Ό,τι οικονομικό είναι πολιτικό.
Δεν έχει ξεπεράσει τα ταμπού της μεταπολίτευσης αυτή η κυβέρνηση. Ούτε εκμοντερνίστηκε, έστω και διά της βίας. Ούτε και η ελληνική κοινωνία επέλεξε τον κ. Τσίπρα για όσα έλεγε. Σε αυτήν την περίπτωση θα ψήφιζε τον κ. Λαφαζάνη. Ο εθνικολαϊκισμός πάντοτε είχε την τυπική του εξαργύρωση, υπό πολλές εκδοχές. Και όσο πιο ριζοσπαστικός είναι ή φέρεται να είναι τόσο πιο δύσκολη γίνεται η αποδόμησή του. Δεν βρίσκω άλλο χαρακτηριστικό για έναν πρωθυπουργό που αρνείται σε βαθμό γραφικότητας να φορέσει γραβάτα, δίνοντας έστω και την πλαστή αίσθηση ότι τιμά τους διεθνείς συνομιλητές του προσποιούμενος την αποδοχή των δικών τους, αστικών, προτύπων ή ακόμα ακόμα για να μειώσει τον επικοινωνιακό «θόρυβο» που προκαλεί η ανομοιομορφία κατά τη διάρκεια μιας διαπραγμάτευσης. Απεναντίας, χωρίς κανέναν δισταγμό φορά στολή παραλλαγής στέλνοντας μηνύματα σε ένα κοινό που κατά παράδοση δεν είναι, και δεν γίνεται να είναι, «αριστερό». Αν αυτό δεν είναι εθνικολαϊκισμός, τι άλλο είναι;