Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2015

Εξαιρετικός Αντ. Πανούτσος ότι στον φόβο δεν οικοδομούνται δημοκρατίες


Στον φόβο δεν οικοδομούνται δημοκρατίες
Αντώνης Πανούτσος
Η αγανάκτηση είναι τεκμήριο ασταθούς χαρακτήρα και όχι απόδειξη δικαίου και το μήνυμα που περνάει είναι ότι η εξουσία ανήκει στους τραμπούκους. Αν ο άλλος τολμάει να βαράει έναν βουλευτή έξω από τη Βουλή, θα φοβηθεί να βαρέσει τον κοινό πολίτη αν δεν συμφωνεί με αυτά που πιστεύει;
Το απόγευμα της Πέμπτης, στη διαδήλωση διαμαρτυρίας ποντιακών συλλόγων στο Σύνταγμα για τις δηλώσεις του Νίκου Φίλη, άγνωστοι έξω από τη Βουλή επιτέθηκαν στον Γιώργο Κουμουτσάκο. Λίγο αργότερα άγνωστοι που φόραγαν κράνη προσπάθησαν να διακόψουν την παρουσίαση του βιβλίου της Μαργαρίτας Παπανδρέου. Πριν από δύο μέρες άγνωστοι επιτέθηκαν στους αξιολογητές που είχαν πάει σε ανώτατες σχολές για να κάνουν αξιολόγηση. 
Το «άγνωστοι» είναι ευφημισμός. Στην επίθεση στο Σύνταγμα τα άτομα βγήκαν από το μπλοκ της Χρυσής Αυγής, στον «Ιανό» ήταν η ομάδα «Ρουβίκωνας» και στην αξιολόγηση τις επιθέσεις έκαναν ομάδες αντεξουσιαστών. Οι επιθέσεις είχαν χαρακτηριστικό τον εκφοβισμό των πολιτικών αντιπάλων. Είναι συνέχεια των Αγανακτισμένων, όταν κάθε μνημονιακός έπρεπε να φοβάται να πάει σε ταβέρνα, αφού ο προδομένος λαός θα του πετούσε γιαούρτια. Το γεγονός ότι ο προδομένος λαός ήταν 5-10 άτομα που ειδοποιούνταν όταν κάποιος πολιτικός πήγαινε να φάει δεν αναφερόταν ποτέ αφού θα χάλαγε μια ωραία ιστορία. Ο αγανακτισμένος είχε δίκιο επειδή ήταν αγανακτισμένος. 
Το πρόβλημα της Ελλάδας είναι ότι αντικατέστησε τον νόμο με την αγανάκτηση, κάτι που πάει πακέτο με τη γενικότερη νοοτροπία ότι το συναίσθημα μετράει περισσότερο από τη λογική και την πράξη. Αν ο Αλέξης Τσίπρας δακρύζει για τα «συμπαθή νεκρά παιδιά», όπως είπε στη διαρκή μάχη που δίνει ενάντια στην ελληνική γλώσσα, εξαιρείται από κάθε δύσκολη ερώτηση που μπορεί να τον στενοχωρήσει κι άλλο. Και αν ο άλλος είναι εκτός εαυτού επειδή ο Νίκος Φίλης αμφισβήτησε τη Γενοκτονία των Ποντίων, συγχωρείται να πλακώσει τον Κουμουτσάκο. 
Η αγανάκτηση όμως είναι τεκμήριο ασταθούς χαρακτήρα και όχι απόδειξη δικαίου και το μήνυμα που περνάει είναι ότι η εξουσία ανήκει στους τραμπούκους. Αν ο άλλος τολμάει να βαράει έναν βουλευτή έξω από τη Βουλή, θα φοβηθεί να βαρέσει τον κοινό πολίτη αν δεν συμφωνεί με αυτά που πιστεύει;
Το κράτος πρέπει να περάσει το μήνυμα ότι ζούμε σε δημοκρατία, όπου καθένας έχει το δικαίωμα της γνώμης του χωρίς να φοβάται. Η γνώμη του Φίλη για τη γενοκτονία μπορεί να εκφράστηκε με ελαφρότητα και να βοηθάει την τουρκική πολιτική, αλλά είναι απείρως προτιμότερη από το να το βουλώνει επειδή θα φοβάται. Στον φόβο δεν οικοδομούνται δημοκρατίες και η ελληνική κοινωνία έχει μάθει να ζει με το «πρόσεχε». Πρόσεχε να μην πεις κάτι που θα θιχτούν οι πατριώτες, οι αριστεροί ή όποιοι άλλοι έχουν στοιχειοθετήσει το δικαίωμα της δίκαιας αγανάκτησης. 
Στο όνομα μιας πολιτικής ορθότητας ο πολίτης όταν εκφράζεται πρέπει να προσέχει μπας και θίξει τους νεκρούς, τον ανδρισμό του Μεγάλου Αλεξάνδρου, τη θυσία των νεκρών του Πολυτεχνείου και τον γέροντα Παΐσιο και τις προφητείες του. Θα έπρεπε να προσέχει μόνο αν υπήρχε νόμος που να το απαγορεύει. Μόνο που νόμος είναι ο νόμος του λαού. Στην πραγματικότητα των 500-1.000 ατόμων που στην Ελλάδα ονομάστηκαν «λαός» και οι δρόμοι και οι πλατείες τούς ανήκουν. Ζητείται λοιπόν πολιτικός να απαλλάξει την Ελλάδα από τον «λαό» της.
Γενοκτονίες...
Οι γενοκτονίες εκτός Ευρώπης έχουν απασχολήσει λιγότερο. Το 1904 οι Χερέρο της Γερμανικής Νοτιοδυτικής Αφρικής εξεγέρθηκαν εναντίον της γερμανικής διοίκησης. Επιτέθηκαν ξαφνικά, σκότωσαν περίπου 150 Γερμανούς και 5 Μπόερ και διεκδίκησαν την ανεξαρτησία τους. Την καταστολή της εξέγερσης ανέλαβε ο Γερμανός στρατηγός Λόταρ Φον Τρότα, ο οποίος απώθησε τους Χερέρο στην έρημο του Ομαχέκε, αποκλείοντας τους δρόμους επιστροφής. Μόνο 1.000 κατάφεραν να φτάσουν στην αγγλική αποικία της Μπεχουάναλαντ. Οι υπόλοιποι πέθαναν από πείνα και δίψα, ενώ οι λάκκοι που είχαν σκάψει στην έρημο για να βρουν νερό έφταναν τα 13 μέτρα. 
...στην  Τασμανία
Η γενοκτονία των Παρλεβάρ στην Τασμανία είναι απόλυτη. Πριν τον ερχομό των Αγγλων το 1803 υπήρχαν 3.000-10.000 Παρλεβάρ. Το 1833 από τη βία και τις δυτικές ασθένειες για τις οποίες οι Παρλεβάρ δεν είχαν αντισώματα είχαν απομείνει 200. Με την υπόσχεση ότι θα επιστρέψουν στα σπίτια τους στο Βαν Ντίμεν'ς Λαντ πείστηκαν να βγουν από τη ζούγκλα και να μεταφερθούν στο Φλίντερς Αϊλαντ. Η Φάνι Κοχρέιν Σμιθ, η τελευταία Παρλεβάρ, πέθανε το 1905, ολοκληρώνοντας την απόλυτη γενοκτονία ενός λαού, του οποίου ακόμα και η γλώσσα είναι άγνωστη.