Δευτέρα 4 Μαΐου 2015

Άρθρο για τη δεκαετή σχέση Ελλάδας - Μέρκελ (II)


Η Μέρκελ και το «κούρεμα» Παπανδρέου
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ
Στις προσωπικές του σημειώσεις, μία ημέρα πριν από τις εκλογές του Ιουνίου 2012, ο υπηρεσιακός πρωθυπουργός Παναγιώτης Πικραμμένος έγραφε: «Η αγωνία κορυφώνεται. Η αγωνία από κάθε άποψη – ακόμα και κυρίως για τις τράπεζες. Το τηλεφώνημα με την καγκελάριο Μέρκελ πήγε πολύ καλά. [...]. Την ενημέρωσα πρώτα γενικά και ύστερα για τις επικοινωνίες [sic] μου με Μπαρόζο και Ρομπάι και τι μου είπαν αυτοί. Εκεί υπήρξε πιο αυστηρή. Δεν της έφτανε η δήλωση ότι η Ελλάδα θα τηρήσει τις υποχρεώσεις της. Ηθελε δήλωση ότι δεν θα ζητηθεί επαναδιαπραγμάτευση του μνημονίου, όπως ανέξοδα υπόσχονται στις προεκλογικές εκστρατείες. "Αυτοί" μου είπε –εννοώντας αυτοί της Κομισιόν– "δεν έχουν να αντιμετωπίσουν κοινοβούλια"».
Ηταν η πιο δραματική στιγμή, ώς τότε, μιας κρίσης που δεν έλεγε να κοπάσει - και που απειλούσε ξανά να παρασύρει την παγκόσμια οικονομία σε ύφεση. Η Γερμανίδα καγκελάριος, 25 μήνες αφού είχε εγκρίνει, υπό πίεση από τις καταιγιστικές εξελίξεις, τη συμμετοχή της Γερμανίας στο πρώτο πακέτο διάσωσης της Ελλάδας, ήταν πλέον η αδιαμφισβήτητη κυρίαρχος του ευρωπαϊκού παιχνιδιού. Στην περίοδο μετά την πρώτη ελληνική διάσωση και ώς το τέλος του 2011, είχε μεθοδικά ωθήσει τους εταίρους της στην Ευρωζώνη να υιοθετήσουν νέες πολιτικές διασφάλισης της δημοσιονομικής πειθαρχίας, ενώ παράλληλα είχε αντισταθεί επιτυχώς σε ιδέες για αμοιβαιοποίηση των κρατικών χρεών, μέσω π.χ. της έκδοσης ευρωομολόγων.
Στο ζήτημα της Ελλάδας πήρε την απόφαση για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Η διαδικασία αυτή, η διαπραγμάτευση για την οποία διήρκεσε τέσσερις μήνες και που ολοκληρώθηκε (με όλες τις προαπαιτούμενες δράσεις) μόλις μέρες πριν από τις εκλογές του Μαΐου του 2012, είχε στεφθεί, εκ πρώτης όψεως, με επιτυχία, καθώς υπήρξε συντριπτική «εθελοντική» συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα και απεφεύχθησαν δικαστικές εμπλοκές.
Ωστόσο, οι πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα αρνούνταν πεισματικά να ευθυγραμμιστούν με το αφήγημα της επιτυχούς αναδιάρθρωσης. Στις 6 Μαΐου, η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ κατέγραψαν ποσοστά μειωμένα συνδυαστικά κατά 45 ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με τον Οκτώβριο του 2009. Ο ΣΥΡΙΖΑ, με την επιθετική του ρητορική κατά της λιτότητας, που συγχώνευε αριστερά και αντι-γερμανικά συνθήματα, εκτοξεύθηκε στη δεύτερη θέση. Μετά την αποτυχία σχηματισμού κυβέρνησης και την προκήρυξη νέων εκλογών, έδειχνε να έχει τον αέρα στα πανιά του, με αποτέλεσμα ακόμα και ο Αντώνης Σαμαράς να υποσχεθεί ευρεία επαναδιαπραγμάτευση του προγράμματος διάσωσης, ώστε να ανακόψει τη δυναμική του Αλέξη Τσίπρα. Σε αυτές τις υποσχέσεις αναφερόταν η καγκελάριος στη συνομιλία της με τον κ. Πικραμμένο.
Για τη Μέρκελ, το ελληνικό πρόβλημα αποδεικνυόταν Λερναία Υδρα. Η αρχική διάσωση των 110 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 22,4 δισ. προέρχονταν από τη Γερμανία, είχε αποτύχει να επαναφέρει την Ελλάδα στον δρόμο της ανάπτυξης και να ανοίξει τις πόρτες των αγορών. Τώρα, παρά την απόφασή της να στηρίξει τη διαγραφή σημαντικού μέρους του ελληνικού χρέους, έβλεπε να ενισχύονται δυνάμεις στην Αθήνα, στα αριστερά και τα δεξιά άκρα του πολιτικού φάσματος, που είχαν ως βασικό λόγο ύπαρξης την καταπολέμηση της γερμανικής συνταγής για την Ελλάδα και την Ευρώπη. Η χώρα βρισκόταν σε βαθιά ύφεση, για πέμπτη συνεχόμενη χρονιά, και η ανεργία προσέγγιζε το εφιαλτικό 25%.
Πώς είχε φτάσει το ελληνικό πρόβλημα στα πρόθυρα ενός νέου αδιεξόδου;
Πηγαίνοντας για «κούρεμα»
Ενα από τα κοινά σημεία της προσέγγισης του Γ. Παπανδρέου και της Μέρκελ στην ευρωπαϊκή κρίση χρέους ήταν ο σκοτεινός ρόλος που απέδιδαν και οι δύο στους «κερδοσκόπους». Το αρχικό ελληνικό μνημόνιο, παρ’ όλ’ αυτά, δεν περιλάμβανε αναδιάρθρωση του χρέους. Δεδομένης της σημαντικής έκθεσης των γερμανικών τραπεζών στα ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου και της ηθικολογικής προσέγγισης στην κρίση που είχε υιοθετήσει αρχικά, η Μέρκελ αντιτάχθηκε στην ιδέα. Ακόμα και στη δεύτερη συνάντηση της καγκελαρίου με τον Παπανδρέου στο Βερολίνο στα τέλη Φεβρουαρίου του 2011, ο Ελληνας πρωθυπουργός εξακολουθούσε να διαψεύδει τα σενάρια για συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα.
Ωστόσο, η εξάπλωση της ευρωπαϊκής κρίσης, ιδιαίτερα μετά τη συμφωνία της Ντοβίλ μεταξύ Μέρκελ-Σαρκοζί τον Οκτώβριο του 2010, η συνειδητοποίηση ότι οι αρχικές εκτιμήσεις του ελληνικού προγράμματος ήταν θεαματικά υπεραισιόδοξες και το μένος της καγκελαρίου απέναντι στους κερδοσκόπους, έγειραν τελικά την πλάστιγγα. Στα τέλη Ιουνίου του 2011, ενώ συνέχαιρε τον Παπανδρέου και επέκρινε δημοσίως τον Αντώνη Σαμαρά μετά την επεισοδιακή ψήφιση του μεσοπρόθεσμου προγράμματος, με την κρίση να επεκτείνεται στην Ιταλία και την Ισπανία και να λαμβάνει υπαρξιακές διαστάσεις, οι επιτελείς της διαπραγματεύονταν -κυρίως με την ΕΚΤ και τους ανθρώπους του Σαρκοζί- τη μέθοδο και το μέγεθος της ελληνικής αναδιάρθρωσης. Ο Τρισέ θα ξεπερνούσε τις εντονότατες αντιδράσεις ακόμα και σε μια απλή αναπροσαρμογή του χρέους μόνο αφού θα αποσπούσε τη δέσμευση ότι θα εξαιρούνταν τα ελληνικά ομόλογα στην κατοχή της ΕΚΤ.
Μετά τη γαλλικής έμπνευσης αρχική πρόταση του Ιουλίου, που δεν περιλάμβανε απομείωση της ονομαστικής αξίας των ομολόγων, η Μέρκελ πείθεται ότι δεν υπάρχει άλλη λύση εκτός από το «κούρεμα». Για το Βερολίνο, είναι θέμα αριθμητικής. Χωρίς ονομαστικό «κούρεμα», θα χρειαζόταν περισσότερη χρηματοδότηση από την Ευρωζώνη – κάτι στο οποίο η Γερμανία δεν συναινούσε. Το γαλλικό σχέδιο απορρίπτεται από την καγκελαρία ως υπερβολικά φιλικό προς τις τράπεζες.
Στην τρίτη επίσκεψη του Παπανδρέου στο Βερολίνο στα τέλη Σεπτεμβρίου, η καγκελάριος δηλώνει ότι «θέλουμε μία ισχυρή Ελλάδα εντός της Ευρωζώνης και η Γερμανία είναι έτοιμη να προσφέρει κάθε είδους βοήθεια που χρειάζεται». Ωστόσο, την εποχή εκείνη πληθαίνουν οι φωνές αμφισβήτησης, ακόμα και εντός του κυβερνητικού συνασπισμού. Ο Φίλιπ Ρέσλερ, υπουργός Οικονομίας και επικεφαλής των συγκυβερνώντων Ελευθέρων Δημοκρατών (FDP), σε δημόσιες παρεμβάσεις του αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη. Ακόμα πιο σημαντική είναι η στροφή του ευρωπαϊστή Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, που από θιασώτης ενός ισχυρού ευρωπαϊκού μηχανισμού στήριξης της Ελλάδας, έχει αναδειχθεί σε ηγέτη του στρατοπέδου του «μολυσμένου άκρου»: σύμφωνα με αυτό, για να σωθεί το υπόλοιπο σώμα της Ευρωζώνης, η Ελλάδα έπρεπε να αποκοπεί από αυτό.
Πλεονέκτημα
Παρά τις διαφωνίες αυτές, η Μέρκελ κατάφερε να μετατρέψει την ελληνική κρίση, που στην αρχική της φάση έπληξε την εικόνα της λόγω της διστακτικής της αντίδρασης, σε πλεονέκτημα. Ο Αντον Χόφραϊτερ, συνεπικεφαλής των Γερμανών Πρασίνων και σφοδρός επικριτής της ευρωπαϊκής πολιτικής της καγκελαρίου, δηλώνει στην «Κ» ότι «θεωρήθηκε επιτυχία της ότι η Ελλάδα παρέμεινε στην Ευρωζώνη». Παράλληλα, «χάρη στις εξαιρετικές σχέσεις που έχει διακριτικά καλλιεργήσει με τα ΜΜΕ», έχει πείσει την κοινή γνώμη ότι η «οικονομική καταστροφή που υπέστη η Ελλάδα οφείλεται αποκλειστικά στις διεφθαρμένες της κυβερνήσεις».
«Είναι δυστύχημα ότι η ευρωπαϊκή κρίση ξεκίνησε με την Ελλάδα» σημειώνει η Μέγκαν Γκριν, επικεφαλής της Manulife Asset Management. «Εξαιτίας αυτού, παγιώθηκε το γερμανικό ηθικοπλαστικό αφήγημα για την κρίση, που θέτει τη δημοσιονομική σπατάλη στο επίκεντρο». Αυτό το αφήγημα είναι που κρύβεται πίσω από τη κυριαρχία της Μέρκελ στη γερμανική πολιτική, αλλά και πίσω από τα δεινά που γέννησε η επιμονή της στην εμπροσθοβαρή λιτότητα σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.
Δύο σύνοδοι, και μία τρίτη
Στα τέλη Οκτωβρίου, σε δύο συνόδους κορυφής που έλαβαν χώρα σε διάστημα πέντε ημερών, οι Ευρωπαίοι καταλήγουν σε συμφωνία για το δεύτερο ελληνικό πρόγραμμα, που περιλαμβάνει «κούρεμα» 50% στην ονομαστική αξία των ελληνικών ομολόγων. Η επιμονή του Βερολίνου σε μία ουσιώδη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα παίζει καταλυτικό ρόλο. Ο Παπανδρέου, έχοντας αντιληφθεί την επιμονή αυτή, αφήνει τους Γερμανούς να πρωτοστατήσουν στην κατεύθυνση αυτή.
Στις 31 Οκτωβρίου, τέσσερις μέρες μετά την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων, η καγκελάριος μαθαίνει από την τηλεόραση ότι ο Παπανδρέου θα θέσει τη συμφωνία σε δημοψήφισμα. Το περιβάλλον της επιμένει ακόμα και σήμερα ότι ήταν μία απόλυτη έκπληξη. Η πλευρά Παπανδρέου ισχυρίζεται ότι ο τότε πρωθυπουργός είχε ενημερώσει την καγκελάριο για τις προθέσεις του εβδομάδες νωρίτερα, στη συνάντησή τους στο Βερολίνο.
Στις Κάννες, φανερά ενοχλημένη αλλά εκ φύσεως λιγότερο διαχυτική, η Μέρκελ αφήνει το Σαρκοζί να εκραγεί κατά του Παπανδρέου. Οι δύο ηγέτες ρωτούν τον Ελληνα πρωθυπουργό πώς σκοπεύει να διαχειριστεί το χάος που θα υπάρξει ώς την ημέρα του δημοψηφίσματος. Του καταστούν δε σαφές ότι δεν μπορεί αυτό να αφορά τους όρους για την παροχή οικονομικής βοήθειας και όχι την ίδια την οικονομική βοήθεια. «Του ξεκαθάρισαν ότι το ερώτημα θα αφορούσε αναγκαστική παραμονή ή μη στο ευρώ» δηλώνει στην «Κ» άτομο με άμεση γνώση του τι διημείφθη. Ετσι σφραγίστηκε η μοίρα του θνησιγενούς δημοψηφίσματος – και η πολιτική μοίρα του Γιώργου Παπανδρέου.
Ημέρες Παπαδήμου
Ο Λουκάς Παπαδήμος ήταν ο μόνος εκ των Ελλήνων ομολόγων της Μέρκελ που δεν είχε διμερή συνάντηση μαζί της. Ωστόσο, συνομίλησαν τηλεφωνικά οκτώ φορές – τις περισσότερες κατά το κρίσιμο δίμηνο Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου του 2012, όταν κορυφώθηκαν οι διαπραγματεύσεις για το PSI και το δεύτερο μνημόνιο.
Η Αθήνα δεχόταν τότε πιέσεις για νέες περικοπές, μεταξύ των οποίων και του 13ου και 14 μισθού στον ιδιωτικό τομέα. Η εξίσωση του PSI έπρεπε να διασφαλίσει τη διατηρησιμότητα του χρέους (που οριζόταν, με την Ιταλία στο νου, στο 120% του ΑΕΠ ώς το 2020), ενώ η όποια συμφωνία έπρεπε να έχει την αποδοχή των εταίρων που στήριζαν την κυβέρνηση Παπαδήμου.
Ο πρώην κεντρικός τραπεζίτης είχε σχέση εμπιστοσύνης με τους Γερμανούς – ιδιαίτερα με το οικονομικό επιτελείο, τους οποίους γνώριζε από το Eurogroup, στο οποίο συμμετείχε από το 2002-2010 ως αντιπρόεδρος της ΕΚΤ. Αλλά και η καγκελάριος τον γνώριζε και τον θεωρούσε αξιόπιστο συνομιλητή, από τις μέρες των πρώτων συνόδων διαχείρισης κρίσεων μετά την πτώχευση της Lehman Brothers.
Σε θέματα όπως την τελική αύξηση του ποσοστού του «κουρέματος» (στο 53,5%), η Μέρκελ ήταν θετικά διακείμενη. Η παρέμβασή της πήρε κι άλλες μορφές: η απόφαση του Παπαδήμου να παραστεί στο κρίσιμο Eurogroup της 21ης Φεβρουαρίου ελήφθη μετά από τηλεδιάσκεψη που είχε λίγες μέρες νωρίτερα με την καγκελάριο και τον Μάριο Μόντι. Στη συνομιλία αυτή δόθηκε στον Ελληνα πρωθυπουργό να καταλάβει ότι η παρουσία του θα συνέβαλε στο να καμφθούν οι αντιστάσεις του Σόιμπλε στη συμφωνία.
Γενικά, ωστόσο, η καγκελάριος παρέπεμπε όσα περισσότερα επίμαχα ζητήματα μπορούσε στα τεχνικά κλιμάκια. Αυτό το έκανε από σεβασμό για την ιεραρχία των συνομιλιών, αλλά επίσης για να περιορίσει το πεδίο της πολιτικής διαπραγμάτευσης.
«Αυτό δεν καταλαβαίνουμε, ακόμα και σήμερα» σημειώνει ελληνική πηγή που συμμετείχε στις διαβουλεύσεις της περιόδου εκείνης. «Οι συνομιλίες σε κορυφαίο πολιτικό επίπεδο μπορούν να φτιάξουν θετικό κλίμα στην αρχή και να γεφυρώσουν κάποια χάσματα στο τέλος. Αλλά όλη η δουλειά γίνεται από τους τεχνοκράτες».

• Την επόμενη εβδομάδα: Η σχέση με τον Αντ. Σαμαρά και η περίοδος Τσίπρα.

(Άρθρο για τη δεκαετή σχέση Ελλάδας - Μέρκελ (I), http://ed-mysterious.blogspot.gr/)

(Στην φωτογραφία : Στην τρίτη επίσκεψη του Γ. Παπανδρέου στο Βερολίνο στα τέλη Σεπτεμβρίου 2011, η Αγκελα Μέρκελ δηλώνει ότι «θέλουμε μία ισχυρή Ελλάδα εντός της Ευρωζώνης»)