Εξαγωγές, η «αχίλλειος πτέρνα» της Ελλάδας
Το κοινό πρόβλημα του αδύναμου Νότου, η ελληνική διαφορά και γιατί η συνταγή της λιτότητας δεν αρκεί για να ξεπεράσουμε την κρίση
Του Γιαννη Παλαιολογου
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr/)
Οι χώρες της περιφέρειας της Ευρωζώνης που έχουν αναζητήσει την αρωγή της τρόικας (συμπεριλαμβανομένης της Ισπανίας και του τραπεζικού της κλάδου), παρότι πολύ διαφορετικές μεταξύ τους ως οικονομίες, είχαν ένα βασικό κοινό χαρακτηριστικό στα προεόρτια της μεγάλης κρίσης:
διευρυνόμενα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών. Το 2008, η Ελλάδα είχε το μεγαλύτερο στην Ευρωζώνη, που έφτανε το ιλιγγιώδες 17,9% του ΑΕΠ. Το 2012 είχε μειωθεί στο 3,4% του ΑΕΠ, με την τρόικα να προβλέπει συρρίκνωση στο 0,8% έως το τέλος του 2013.
Εξίσου (ποσοτικά) εντυπωσιακές είναι οι επιδόσεις των Νοτιοευρωπαίων εταίρων μας. Η Ισπανία, το εξωτερικό έλλειμμα της οποίας το 2008 πλησίαζε διψήφια επίπεδα (9,6% του ΑΕΠ), το περιόρισε πέρυσι στο 0,9% και προβλέπεται φέτος να φτάσει σε πλεόνασμα. Το ίδιο, οριακά, αναμένεται να πετύχει φέτος και η Πορτογαλία, που είχε έλλειμμα 12,6% του ΑΕΠ το 2008 και που το μείωσε το 2012 στο 1,9%. Οσο για την Ιρλανδία, είχε επανέλθει σε πλεόνασμα από το 2010 και το είχε αυξήσει το 2012 στο 5% του ΑΕΠ.
Μήπως λοιπόν λειτουργεί η αμείλικτη γερμανική συνταγή; Σε συνδυασμό με τα μέτρα λιτότητας, ανακτούν οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου την ανταγωνιστικότητά τους, που θα τους επιτρέψει να επιστρέψουν στην ανάπτυξη σε πιο στέρεες, εξωστρεφείς βάσεις;
Αυτό, δυστυχώς, είναι μόνο η μισή αλήθεια - και ακόμα λιγότερο στην περίπτωση της Ελλάδας. Τον περασμένο Μάρτιο μάλιστα, ο Γκούντραμ Βολφ, διευθυντής σήμερα του ινστιτούτου Bruegel, σημείωνε ότι η θεαματική βελτίωση του ισοζυγίου στην Ιρλανδία, την Ισπανία και την Πορτογαλία στα χρόνια 2007-12 επετεύχθη χάρη στις εξαγωγές, ενώ «η Ελλάδα ξεχωρίζει, καθώς βασικά το σύνολο της προσαρμογής προέρχεται από μία τεράστια μείωση των εισαγωγών».
Η ετυμηγορία αυτή είναι υπερβολικά σκληρή. Δεν αναγνωρίζει τον δρόμο που έχει ήδη διανύσει η χώρα, μέσα σε τρομακτικά αντίξοες συνθήκες, στην ούτως ή άλλως μακριά και δύσβατη πορεία της προς το πολυσυζητημένο εξωστρεφές παραγωγικό μοντέλο. Οι εξαγωγές αγαθών της Ελλάδας ως ποσοστό του ΑΕΠ, για παράδειγμα, αυξήθηκαν από 8,7% το 2009 σε 14,3% το 2012, με τη Eurostat να προβλέπει περαιτέρω αύξηση στο 15,5% το 2013 (σημειώνεται βέβαια ότι η αύξηση αυτή εν μέρει αντανακλά τη συμπερίληψη στις εξαγωγές, από το 2011, των πετρελαιοειδών που ανεφοδιάζουν πλοία με ξένη σημαία). Ο δείκτης εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών προς το ΑΕΠ, με βάση στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, αυξήθηκε από το 19% στο 27%.
Ο λόγος που, παρόλα αυτά, η συνεισφορά των εξαγωγών στον ισοσκελισμό του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών είναι συγκριτικά μικρότερος στην Ελλάδα είναι ότι τα ποσοστά αυτά είναι από τα χαμηλότερα στην Ε.Ε. Συγκεκριμένα, ο δείκτης εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών προς ΑΕΠ της ελληνικής οικονομίας είναι ο χαμηλότερος στην Ευρωζώνη, ενώ στις εξαγωγές αγαθών, μόνο η Κύπρος μεταξύ των «27» έχει χειρότερη επίδοση. Συγκριτικά, αναφέρουμε ότι οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών στην Ισπανία το 2012 έφτασαν το 32% του ΑΕΠ και στην Πορτογαλία το 39% (ο αντίστοιχος αριθμός για την Ιρλανδία, που ήταν ήδη εξωστρεφής πριν από την κρίση, ήταν πέρυσι 108% του ΑΕΠ).
Επιπλέον, οι προαναφερθείσες αντίξοες συνθήκες έπληξαν την Ελλάδα ισχυρότερα από οποιαδήποτε άλλη «προβληματική» χώρα της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Η ελληνική οικονομία βίωσε στα χρόνια μετά το 2009 –και ιδιαίτερα το 2011-2012– μία πρωτοφανή για ανεπτυγμένο κράτος κρίση εμπιστοσύνης. «Η Ελλάδα κόντεψε να πτωχεύσει, να φύγει από το ευρώ. Για ένα-δύο χρόνια, υπέστη πιστωτική ασφυξία άνευ προηγουμένου» σημειώνει στην «Κ» ο Μιχάλης Μασουράκης, ανώτατος διευθυντής Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank. «Οι άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου δεν αντιμετώπισαν κάτι συγκρίσιμο».
Ο κ. Μασουράκης προειδοποιεί ότι, λόγω της ιδιαίτερα κλειστής φύσης της ελληνικής οικονομίας προ κρίσης, τα αποτελέσματα της στροφής προς το εξωγωγικό μοντέλο θα αργήσουν να φανούν. «Πρέπει να αλλάξει η δομή της παραγωγικής βάσης, να βγουν στην αγορά προϊόντα που θα μείνουν εκεί για χρόνια και θα γίνουν αναγνωρίσιμα. Δεν αρκεί η ανάκτηση της μισθολογικής ανταγωνιστικότητας. Αυτά τα πράγματα δεν γίνονται από τη μια μέρα στην άλλη».
Ιδιωτικές επενδύσεις
Το φαινομενικό παράδοξο της αύξησης του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών στο στάδιο της μετάβασης προς ένα πιο εξωστρεφές παραγωγικό μοντέλο αναδεικνύει έκθεση που δημοσίευσε στα τέλη Ιουλίου το τμήμα στρατηγικής και οικονομικών μελετών της Εθνικής Τράπεζας. Σύμφωνα με τους αναλυτές της τράπεζας, τα επίπεδα επενδυτικών κεφαλαίων ανά άτομο στην αγορά εργασίας έχουν συρρικνωθεί δραματικά (κατά 17% από το 2009) και αναμένεται φέτος να περιοριστούν σε χαμηλό 20ετίας, γεγονός που «έχει αρνητικές επιπτώσεις για τις προοπτικές ανάπτυξης και απασχόλησης στη χώρα τα επόμενα χρόνια». Οπως γράφουν, χρειάζεται ιδιαίτερη έμφαση στις ιδιωτικές επενδύσεις ώστε να αποφευχθούν οι επιπτώσεις αυτές και να επιτευχθεί η μετάβαση στο νέο αναπτυξιακό μοντέλο. Βάσει της μελέτης της ΕΤΕ, μία αύξηση των επιχειρηματικών επενδύσεων από 10,1% του ΑΕΠ το 2012 στο 14% το 2016 (έναντι 11,3% που είναι πρόβλεψη της τρόικας) θα οδηγήσει σε αύξηση των εξαγωγών (αγαθών και υπηρεσιών) στο 36% του ΑΕΠ, έναντι μέσου όρου 46% στην Ευρωζώνη. Η αναπτυξιακή επίδοση της χώρας θα βελτιωθεί στα επόμενα τρία χρόνια κατά 0,7% ετησίως, με αποτέλεσμα η ανεργία να μειωθεί, σύμφωνα με την ΕΤΕ, κάτω από το 19% στο τέλος του 2016, έναντι 22,5% στο βασικό σενάριο της τρόικας. Το κόστος των επενδύσεων αυτών, ωστόσο, θα αποτυπωθεί σε ένα έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών που θα φτάσει το 2015 το 4,1% του ΑΕΠ, έναντι πρόβλεψης της τρόικας για πλεόνασμα 0,1%.
Το μοντέλο της Λεττονίας δεν κάνει για όλους
Στην πρόσφατη παρουσίασή του σε εκδήλωση στην Αθήνα, αλλά και σε συνέντευξη που παραχώρησε στην «Κ», ο Ντάνιελ Γκρος αναφέρθηκε στο παράδειγμα της αντίδρασης των χωρών της Βαλτικής στην κρίση ως άξιο μίμησης από τον ευρωπαϊκό Νότο. Οπως οι χώρες των Μνημονίων, έτσι και οι πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες της Βαλτικής είχαν προ κρίσης συσσωρεύσει μεγάλα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών – 13,1% του ΑΕΠ στη Λεττονία, 13% στη Λιθουανία και 9,1% στην Εσθονία το ολέθριο έτος 2008 (την προηγούμενη χρονιά μάλιστα ήταν μεγαλύτερο από 20% στη Λεττονία). Το 2009, τα αχανή αυτά ελλείμματα είχαν μεταβληθεί σε πλεονάσματα, που στην περίπτωση της Λεττονίας έφτασε το 8,6%. Για τον Γερμανό οικονομολόγο, τα προγράμματα λιτότητας που έφεραν αυτή τη δραστική μεταβολή και, εντός διετίας, την επιστροφή στην ανάπτυξη –η «σύντομη και οξεία» μέθοδος, όπως τη χαρακτήρισε– είναι προτιμότερα της προσαρμογής που είναι «αργή και χωρίς τελειωμό», όπως στον ευρωπαϊκό Νότο.
Σε μελέτη προ μηνών του ΔΝΤ («Rebalancing: Evidence of Current Account Adjustment in Europe») διερευνώνται οι διαφορές στα αίτια και τις συνέπειες των ογκωδών ελλειμμάτων τρεχουσών συναλλαγών στις χώρες της Βαλτικής (συν τη Βουλγαρία) και στην περιφέρεια της Ευρωζώνης. Οπως συμπεραίνουν οι ερευνητές του Ταμείου, η ταχύτητα προσαρμογής του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στην «αναδυόμενη Ευρώπη» (όπως την αποκαλούν) οφείλεται στην ολοκληρωτική κατάρρευση των εισαγωγών, καθώς η χρηματοδότηση από το εξωτερικό εξανεμίστηκε, σε συνδυασμό με την αύξηση των εξαγωγών, χάρη στη δραστική μείωση μισθών και την ανάκαμψη των εμπορικών τους εταίρων. Η αύξηση αυτή, στις περιπτώσεις των χωρών της Βαλτικής, που αποφάσισαν να διατηρήσουν τη σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία με το ευρώ, δεν ήταν αρκετή για να αποτρέψει την ύφεση από το να φτάσει διψήφια ποσοστά. Σε χώρες όπως η Ελλάδα και η Πορτογαλία, η χρηματοδότηση των χρηματοοικονομικών ελλειμμάτων μέσω της ΕΚΤ επέτρεψε μια πιο σταδιακή προσαρμογή. Ωστόσο, ο Νότος παραμένει σε ύφεση και η ανεργία στην Ισπανία και την Ελλάδα έχει ξεπεράσει κατά πολύ τα επίπεδα που σημειώθηκαν προ τριετίας στη Βαλτική.
Παρόλα αυτά, αποτελεί φαντασίωση ότι μία λύση τύπου Λεττονίας θα μπορούσε να λειτουργήσει στην Ελλάδα. Τους λόγους έχει αναλύσει ο επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ Ολιβιέ Μπλανσάρ σε περσινή ανάρτηση στο blog του. Οπως εξηγεί ο Μπλανσάρ, στη Λεττονία υφίστατο μια σειρά από συνθήκες που διευκόλυνε τη θεραπεία-σοκ, που δεν ισχύουν στον ευρωπαϊκό Νότο και ιδιαίτερα στην Ελλάδα. Υπήρχε, για παράδειγμα, ευρεία αποδοχή της ανάγκης για δημοσιονομική πειθαρχία και του πόνου που θα συνεπάγετο στην κοινή γνώμη, σκληραγωγημένη καθώς ήταν από τη μετάβαση από τον κεντρικό σχεδιασμό στην οικονομία της αγοράς. Επιπλέον, οι μισθοί ήταν ευέλικτοι και μειώθηκαν άμεσα και κατά πολύ, ειδικά στο Δημόσιο υπήρχε μεγάλο περιθώριο για αυξήσεις παραγωγικότητας και το επίπεδο του δημοσίου χρέους ήταν χαμηλό, απομακρύνοντας φόβους για στάση πληρωμών και επιτρέποντας την ταχύτερη επάνοδο της χώρας στις διεθνείς αγορές. Ισως όμως το σημαντικότερο όλων σχετικά με το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών ήταν ότι η Λεττονία είναι μία μικρή, ανοιχτή οικονομία, όπου η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας έχει μεγάλη επίπτωση στις εξαγωγές και τις εισαγωγές και άρα στο ΑΕΠ.
Πέρα από τις διαφορές μεταξύ «αναδυόμενης» και νότιας Ευρώπης, πολλοί αναλυτές (Μ. Γουλφ, Β. Μίνχαου) έχουν επιχειρηματολογήσει πειστικά ότι η στρατηγική της Λεττονίας, ως μικρής και ανοιχτής οικονομίας απέναντι στην κρίση, δεν πρέπει να είναι η στρατηγική του συνόλου της Ευρωζώνης. Η στρατηγική αυτή, γερμανικής εμπνεύσεως, είναι αδιέξοδη γιατί η Ευρωζώνη δεν είναι μία μικρή και ανοιχτή οικονομία. Είναι μεγάλη και σχετικά κλειστή η επιβολή συντονισμένης λιτότητας σε όλα τα μέλη της οποίας μπορεί μεν να την οδηγεί σε πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών -το 2012 έφτασε το 1,8% του ΑΕΠ και φέτος, σύμφωνα με το ΔΝΤ, θα φτάσει το 2,3%- αλλά καταδικάζει σε μόνιμη ύφεση τον Νότο και συνεπάγεται απώλεια ζήτησης από την παγκόσμια οικονομία. Για να το πούμε απλά: ανεξαρτήτως των προσπαθειών των κυβερνήσεων στην Αθήνα, τη Μαδρίτη και τη Λισσαβώνα, αν το Βερολίνο δεν αποφασίσει να θέσει υπό έλεγχο τα τεράστια (άνω του 6% του ΑΕΠ) πλεονάσματά του, δεν θα υπάρξει ισορροπημένη και βιώσιμη ανάκαμψη στην Ευρωζώνη.
Το κοινό πρόβλημα του αδύναμου Νότου, η ελληνική διαφορά και γιατί η συνταγή της λιτότητας δεν αρκεί για να ξεπεράσουμε την κρίση
Του Γιαννη Παλαιολογου
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr/)
Οι χώρες της περιφέρειας της Ευρωζώνης που έχουν αναζητήσει την αρωγή της τρόικας (συμπεριλαμβανομένης της Ισπανίας και του τραπεζικού της κλάδου), παρότι πολύ διαφορετικές μεταξύ τους ως οικονομίες, είχαν ένα βασικό κοινό χαρακτηριστικό στα προεόρτια της μεγάλης κρίσης:
διευρυνόμενα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών. Το 2008, η Ελλάδα είχε το μεγαλύτερο στην Ευρωζώνη, που έφτανε το ιλιγγιώδες 17,9% του ΑΕΠ. Το 2012 είχε μειωθεί στο 3,4% του ΑΕΠ, με την τρόικα να προβλέπει συρρίκνωση στο 0,8% έως το τέλος του 2013.
Εξίσου (ποσοτικά) εντυπωσιακές είναι οι επιδόσεις των Νοτιοευρωπαίων εταίρων μας. Η Ισπανία, το εξωτερικό έλλειμμα της οποίας το 2008 πλησίαζε διψήφια επίπεδα (9,6% του ΑΕΠ), το περιόρισε πέρυσι στο 0,9% και προβλέπεται φέτος να φτάσει σε πλεόνασμα. Το ίδιο, οριακά, αναμένεται να πετύχει φέτος και η Πορτογαλία, που είχε έλλειμμα 12,6% του ΑΕΠ το 2008 και που το μείωσε το 2012 στο 1,9%. Οσο για την Ιρλανδία, είχε επανέλθει σε πλεόνασμα από το 2010 και το είχε αυξήσει το 2012 στο 5% του ΑΕΠ.
Μήπως λοιπόν λειτουργεί η αμείλικτη γερμανική συνταγή; Σε συνδυασμό με τα μέτρα λιτότητας, ανακτούν οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου την ανταγωνιστικότητά τους, που θα τους επιτρέψει να επιστρέψουν στην ανάπτυξη σε πιο στέρεες, εξωστρεφείς βάσεις;
Αυτό, δυστυχώς, είναι μόνο η μισή αλήθεια - και ακόμα λιγότερο στην περίπτωση της Ελλάδας. Τον περασμένο Μάρτιο μάλιστα, ο Γκούντραμ Βολφ, διευθυντής σήμερα του ινστιτούτου Bruegel, σημείωνε ότι η θεαματική βελτίωση του ισοζυγίου στην Ιρλανδία, την Ισπανία και την Πορτογαλία στα χρόνια 2007-12 επετεύχθη χάρη στις εξαγωγές, ενώ «η Ελλάδα ξεχωρίζει, καθώς βασικά το σύνολο της προσαρμογής προέρχεται από μία τεράστια μείωση των εισαγωγών».
Η ετυμηγορία αυτή είναι υπερβολικά σκληρή. Δεν αναγνωρίζει τον δρόμο που έχει ήδη διανύσει η χώρα, μέσα σε τρομακτικά αντίξοες συνθήκες, στην ούτως ή άλλως μακριά και δύσβατη πορεία της προς το πολυσυζητημένο εξωστρεφές παραγωγικό μοντέλο. Οι εξαγωγές αγαθών της Ελλάδας ως ποσοστό του ΑΕΠ, για παράδειγμα, αυξήθηκαν από 8,7% το 2009 σε 14,3% το 2012, με τη Eurostat να προβλέπει περαιτέρω αύξηση στο 15,5% το 2013 (σημειώνεται βέβαια ότι η αύξηση αυτή εν μέρει αντανακλά τη συμπερίληψη στις εξαγωγές, από το 2011, των πετρελαιοειδών που ανεφοδιάζουν πλοία με ξένη σημαία). Ο δείκτης εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών προς το ΑΕΠ, με βάση στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, αυξήθηκε από το 19% στο 27%.
Ο λόγος που, παρόλα αυτά, η συνεισφορά των εξαγωγών στον ισοσκελισμό του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών είναι συγκριτικά μικρότερος στην Ελλάδα είναι ότι τα ποσοστά αυτά είναι από τα χαμηλότερα στην Ε.Ε. Συγκεκριμένα, ο δείκτης εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών προς ΑΕΠ της ελληνικής οικονομίας είναι ο χαμηλότερος στην Ευρωζώνη, ενώ στις εξαγωγές αγαθών, μόνο η Κύπρος μεταξύ των «27» έχει χειρότερη επίδοση. Συγκριτικά, αναφέρουμε ότι οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών στην Ισπανία το 2012 έφτασαν το 32% του ΑΕΠ και στην Πορτογαλία το 39% (ο αντίστοιχος αριθμός για την Ιρλανδία, που ήταν ήδη εξωστρεφής πριν από την κρίση, ήταν πέρυσι 108% του ΑΕΠ).
Επιπλέον, οι προαναφερθείσες αντίξοες συνθήκες έπληξαν την Ελλάδα ισχυρότερα από οποιαδήποτε άλλη «προβληματική» χώρα της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Η ελληνική οικονομία βίωσε στα χρόνια μετά το 2009 –και ιδιαίτερα το 2011-2012– μία πρωτοφανή για ανεπτυγμένο κράτος κρίση εμπιστοσύνης. «Η Ελλάδα κόντεψε να πτωχεύσει, να φύγει από το ευρώ. Για ένα-δύο χρόνια, υπέστη πιστωτική ασφυξία άνευ προηγουμένου» σημειώνει στην «Κ» ο Μιχάλης Μασουράκης, ανώτατος διευθυντής Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank. «Οι άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου δεν αντιμετώπισαν κάτι συγκρίσιμο».
Ο κ. Μασουράκης προειδοποιεί ότι, λόγω της ιδιαίτερα κλειστής φύσης της ελληνικής οικονομίας προ κρίσης, τα αποτελέσματα της στροφής προς το εξωγωγικό μοντέλο θα αργήσουν να φανούν. «Πρέπει να αλλάξει η δομή της παραγωγικής βάσης, να βγουν στην αγορά προϊόντα που θα μείνουν εκεί για χρόνια και θα γίνουν αναγνωρίσιμα. Δεν αρκεί η ανάκτηση της μισθολογικής ανταγωνιστικότητας. Αυτά τα πράγματα δεν γίνονται από τη μια μέρα στην άλλη».
Ιδιωτικές επενδύσεις
Το φαινομενικό παράδοξο της αύξησης του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών στο στάδιο της μετάβασης προς ένα πιο εξωστρεφές παραγωγικό μοντέλο αναδεικνύει έκθεση που δημοσίευσε στα τέλη Ιουλίου το τμήμα στρατηγικής και οικονομικών μελετών της Εθνικής Τράπεζας. Σύμφωνα με τους αναλυτές της τράπεζας, τα επίπεδα επενδυτικών κεφαλαίων ανά άτομο στην αγορά εργασίας έχουν συρρικνωθεί δραματικά (κατά 17% από το 2009) και αναμένεται φέτος να περιοριστούν σε χαμηλό 20ετίας, γεγονός που «έχει αρνητικές επιπτώσεις για τις προοπτικές ανάπτυξης και απασχόλησης στη χώρα τα επόμενα χρόνια». Οπως γράφουν, χρειάζεται ιδιαίτερη έμφαση στις ιδιωτικές επενδύσεις ώστε να αποφευχθούν οι επιπτώσεις αυτές και να επιτευχθεί η μετάβαση στο νέο αναπτυξιακό μοντέλο. Βάσει της μελέτης της ΕΤΕ, μία αύξηση των επιχειρηματικών επενδύσεων από 10,1% του ΑΕΠ το 2012 στο 14% το 2016 (έναντι 11,3% που είναι πρόβλεψη της τρόικας) θα οδηγήσει σε αύξηση των εξαγωγών (αγαθών και υπηρεσιών) στο 36% του ΑΕΠ, έναντι μέσου όρου 46% στην Ευρωζώνη. Η αναπτυξιακή επίδοση της χώρας θα βελτιωθεί στα επόμενα τρία χρόνια κατά 0,7% ετησίως, με αποτέλεσμα η ανεργία να μειωθεί, σύμφωνα με την ΕΤΕ, κάτω από το 19% στο τέλος του 2016, έναντι 22,5% στο βασικό σενάριο της τρόικας. Το κόστος των επενδύσεων αυτών, ωστόσο, θα αποτυπωθεί σε ένα έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών που θα φτάσει το 2015 το 4,1% του ΑΕΠ, έναντι πρόβλεψης της τρόικας για πλεόνασμα 0,1%.
Το μοντέλο της Λεττονίας δεν κάνει για όλους
Στην πρόσφατη παρουσίασή του σε εκδήλωση στην Αθήνα, αλλά και σε συνέντευξη που παραχώρησε στην «Κ», ο Ντάνιελ Γκρος αναφέρθηκε στο παράδειγμα της αντίδρασης των χωρών της Βαλτικής στην κρίση ως άξιο μίμησης από τον ευρωπαϊκό Νότο. Οπως οι χώρες των Μνημονίων, έτσι και οι πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες της Βαλτικής είχαν προ κρίσης συσσωρεύσει μεγάλα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών – 13,1% του ΑΕΠ στη Λεττονία, 13% στη Λιθουανία και 9,1% στην Εσθονία το ολέθριο έτος 2008 (την προηγούμενη χρονιά μάλιστα ήταν μεγαλύτερο από 20% στη Λεττονία). Το 2009, τα αχανή αυτά ελλείμματα είχαν μεταβληθεί σε πλεονάσματα, που στην περίπτωση της Λεττονίας έφτασε το 8,6%. Για τον Γερμανό οικονομολόγο, τα προγράμματα λιτότητας που έφεραν αυτή τη δραστική μεταβολή και, εντός διετίας, την επιστροφή στην ανάπτυξη –η «σύντομη και οξεία» μέθοδος, όπως τη χαρακτήρισε– είναι προτιμότερα της προσαρμογής που είναι «αργή και χωρίς τελειωμό», όπως στον ευρωπαϊκό Νότο.
Σε μελέτη προ μηνών του ΔΝΤ («Rebalancing: Evidence of Current Account Adjustment in Europe») διερευνώνται οι διαφορές στα αίτια και τις συνέπειες των ογκωδών ελλειμμάτων τρεχουσών συναλλαγών στις χώρες της Βαλτικής (συν τη Βουλγαρία) και στην περιφέρεια της Ευρωζώνης. Οπως συμπεραίνουν οι ερευνητές του Ταμείου, η ταχύτητα προσαρμογής του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στην «αναδυόμενη Ευρώπη» (όπως την αποκαλούν) οφείλεται στην ολοκληρωτική κατάρρευση των εισαγωγών, καθώς η χρηματοδότηση από το εξωτερικό εξανεμίστηκε, σε συνδυασμό με την αύξηση των εξαγωγών, χάρη στη δραστική μείωση μισθών και την ανάκαμψη των εμπορικών τους εταίρων. Η αύξηση αυτή, στις περιπτώσεις των χωρών της Βαλτικής, που αποφάσισαν να διατηρήσουν τη σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία με το ευρώ, δεν ήταν αρκετή για να αποτρέψει την ύφεση από το να φτάσει διψήφια ποσοστά. Σε χώρες όπως η Ελλάδα και η Πορτογαλία, η χρηματοδότηση των χρηματοοικονομικών ελλειμμάτων μέσω της ΕΚΤ επέτρεψε μια πιο σταδιακή προσαρμογή. Ωστόσο, ο Νότος παραμένει σε ύφεση και η ανεργία στην Ισπανία και την Ελλάδα έχει ξεπεράσει κατά πολύ τα επίπεδα που σημειώθηκαν προ τριετίας στη Βαλτική.
Παρόλα αυτά, αποτελεί φαντασίωση ότι μία λύση τύπου Λεττονίας θα μπορούσε να λειτουργήσει στην Ελλάδα. Τους λόγους έχει αναλύσει ο επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ Ολιβιέ Μπλανσάρ σε περσινή ανάρτηση στο blog του. Οπως εξηγεί ο Μπλανσάρ, στη Λεττονία υφίστατο μια σειρά από συνθήκες που διευκόλυνε τη θεραπεία-σοκ, που δεν ισχύουν στον ευρωπαϊκό Νότο και ιδιαίτερα στην Ελλάδα. Υπήρχε, για παράδειγμα, ευρεία αποδοχή της ανάγκης για δημοσιονομική πειθαρχία και του πόνου που θα συνεπάγετο στην κοινή γνώμη, σκληραγωγημένη καθώς ήταν από τη μετάβαση από τον κεντρικό σχεδιασμό στην οικονομία της αγοράς. Επιπλέον, οι μισθοί ήταν ευέλικτοι και μειώθηκαν άμεσα και κατά πολύ, ειδικά στο Δημόσιο υπήρχε μεγάλο περιθώριο για αυξήσεις παραγωγικότητας και το επίπεδο του δημοσίου χρέους ήταν χαμηλό, απομακρύνοντας φόβους για στάση πληρωμών και επιτρέποντας την ταχύτερη επάνοδο της χώρας στις διεθνείς αγορές. Ισως όμως το σημαντικότερο όλων σχετικά με το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών ήταν ότι η Λεττονία είναι μία μικρή, ανοιχτή οικονομία, όπου η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας έχει μεγάλη επίπτωση στις εξαγωγές και τις εισαγωγές και άρα στο ΑΕΠ.
Πέρα από τις διαφορές μεταξύ «αναδυόμενης» και νότιας Ευρώπης, πολλοί αναλυτές (Μ. Γουλφ, Β. Μίνχαου) έχουν επιχειρηματολογήσει πειστικά ότι η στρατηγική της Λεττονίας, ως μικρής και ανοιχτής οικονομίας απέναντι στην κρίση, δεν πρέπει να είναι η στρατηγική του συνόλου της Ευρωζώνης. Η στρατηγική αυτή, γερμανικής εμπνεύσεως, είναι αδιέξοδη γιατί η Ευρωζώνη δεν είναι μία μικρή και ανοιχτή οικονομία. Είναι μεγάλη και σχετικά κλειστή η επιβολή συντονισμένης λιτότητας σε όλα τα μέλη της οποίας μπορεί μεν να την οδηγεί σε πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών -το 2012 έφτασε το 1,8% του ΑΕΠ και φέτος, σύμφωνα με το ΔΝΤ, θα φτάσει το 2,3%- αλλά καταδικάζει σε μόνιμη ύφεση τον Νότο και συνεπάγεται απώλεια ζήτησης από την παγκόσμια οικονομία. Για να το πούμε απλά: ανεξαρτήτως των προσπαθειών των κυβερνήσεων στην Αθήνα, τη Μαδρίτη και τη Λισσαβώνα, αν το Βερολίνο δεν αποφασίσει να θέσει υπό έλεγχο τα τεράστια (άνω του 6% του ΑΕΠ) πλεονάσματά του, δεν θα υπάρξει ισορροπημένη και βιώσιμη ανάκαμψη στην Ευρωζώνη.