Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2010

ΕΒΡΟΣ



"Στο ταξίδι σου στο νομό και όταν είσαι στο δρόμο και θες να κατουρήσεις, ποτέ να μην πας στα χωράφια, αλλά πάντα τα πόδια σου να πατούν στην άσφαλτο", είχε πει ο πατέρας μου και τον άκουσα εκείνη τη φορά.
Πέρασαν τα χρόνια και ήρθε ο καιρός να σπουδάσω στην Αλεξανδρούπολη και στο 5ο έτος ανακάλεσα αυτά τα λόγια. Ήταν λυπηρό στα τραπέζια της Ιατροδικαστικής να εξετάζουμε τα κορμιά άτυχων λαθρομεταναστών που αναγκάστηκαν να περάσουν από αυτά τα «χωράφια». Και αυτοί που έβλεπα εκεί είχαν διανύσει τη μισή Ασία, είχαν περάσει το ποτάμι στο καταχείμωνο και μόλις πάτησαν τη Γη της Επαγγελίας δέχτηκαν το σκληρότερο καλωσόρισμα.
Ο Έβρος.
Ένας νομός τόσο ξεχωριστός. Με το χαρακτηριστικό ποτάμι να αποτελεί το φυσικό σύνορο, ένα φυσικό συρματόπλεγμα που δεν αφήνει περιθώρια στην αντιπαλότητα των ανθρώπων να εκφραστεί. Ένα ποτάμι τόσο ήρεμο, τόσο ζωογόνο και τόσο επικίνδυνο. Ένα ποτάμι που διοχετεύει όλες του τις ιδιότητες στο Θρακικό πέλαγος.
Πέρα από το ποτάμι τι; Η ίδια γη, το είδωλό της που καθρεπτίζεται σε αυτό αλλά ανήκει σε άλλους.
Ένας αχανής νομός, τόσο ήρεμος και τόσο άγριος ταυτόχρονα που γίνεται όμορφος τελικά. Μια διαρκής εναλλαγή κάμπου με λοφίσκους φυσικούς ή τεχνητούς, γεμάτους καύσιμα και πυρομαχικά.
Ένας νομός που σε αναγκάζει να βρεις χρόνο και να συνομιλήσεις πρώτα με τον εαυτό σου. Και αυτό το βλέπεις στα μάτια όχι μόνο των ντόπιων αλλά ακόμη και των φαντάρων που περιμένουν το δεκανέα αλλαγής συντροφιά με το ρολόι τους.
Μια φτωχή και εγκαταλελειμμένη περιοχή, ξεχασμένη από την πολύβουη πρωτεύουσα. Τελικά ήμουν τυχερός που έζησα και εκεί, και που την ξαναθυμήθηκα τώρα που κάνει πολύ κρύο στην … Αθήνα. Τυχερός, που δεν ανήκω στην πλειονότητα των ανθρώπων που την Ορεστιάδα και το Διδυμότειχο το ξέρουν μόνο από τα χειμερινά δελτία καιρού.
(η φωτογραφία είναι από το Δέλτα του Έβρου)
Sinir - Doctor