Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2015

Πολύ καλός Στ. Κασιμάτης για τη σύγκριση ΣΥΡΙΖΑ - Εργατικών του Κόρμπιν


O απαραίτητος εσωτερικός συμβιβασμός
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ
Π​​ολλά χρόνια τώρα, παρακολουθώ την παραγωγή των αγαπημένων μου Βρετανών αρθρογράφων ― οι οποίοι, διόλου συμπτωματικά, γράφουν όλοι στους Times.  Ειδικά όμως τον τελευταίο καιρό -αφότου, δηλαδή, ξημέρωσε στην ηγεσία των Εργατικών η συμφορά που ακούει στο όνομα «Κόρμπιν»- είναι απολαυστικό να παρακολουθείς στην αρθρογραφία των κορυφαίων σχολιαστών της χώρας τις αντιδράσεις που προκαλεί στο σύστημα ο εξωπραγματικός ριζοσπαστισμός του νέου ηγέτη των Εργατικών. Δεν το κάνω για χάζι ή, επί το λογιότερον, για «να απαλύνω τη ροή του χρόνου». Αντιθέτως, η σύγκριση με την ανάλογη κατάσταση στην Ελλάδα με βοηθάει να καταλάβω καλύτερα αυτό που συμβαίνει εδώ· διότι, παρά τις μεγάλες διαφορές, είναι εντυπωσιακές και οι ομοιότητες. Οι αιτίες, άλλωστε, της κρίσης του αστικού κοινοβουλευτισμού είναι παρεμφερείς στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, παρότι οι μορφές του φαινομένου μπορεί να ποικίλλουν. (Παρεμπιπτόντως, είναι ένδειξη αντεστραμμένου επαρχιωτισμού, δηλαδή «σουσουδισμού», η θέση ότι τα πάντα γύρω από την πολιτική ζωή στην Ελλάδα είναι αιωνίως βυθισμένα σε μια βαλκανική καθυστέρηση ― εφόσον, βέβαια, η άποψη αυτή υποστηρίζεται από κάποιον στα σοβαρά και όχι για τον θεάρεστο σκοπό της ειρωνείας...)
Μια σημαντική διαφορά μεταξύ του φαινομένου Κόρμπιν και του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα αφορά, λ.χ., το μέγεθος του περιβάλλοντος από το οποίο προήλθε η κάθε περίπτωση. Οι ιδέες του Κόρμπιν και των ανθρώπων του, οι ακραίες αντιλήψεις τους, ο ιδεολογικός και πολιτικός δογματισμός τους είναι ο ίδιος -πανομοιότυπος- με αυτόν του ΣΥΡΙΖΑ. Στη Βρετανία όμως, η ανάδειξη του αριστερού περιθωρίου και της παλαβομάρας του στο κέντρο της πολιτικής σκηνής σοκάρει πολύ περισσότερο, επειδή ο κόσμος μέσα στον οποίο είχε επιβιώσει πολιτικά και είχε συντηρηθεί ιδεολογικά ο Κόρμπιν ήταν πραγματικά πολύ μικρός. Τόσο μικρός κοινωνικά, ώστε να είναι απορίας άξιον πώς οι άνθρωποι αυτοί κατόρθωσαν και επέζησαν, έπειτα από 32 χρόνια εξορίας στο απόλυτο περιθώριο της πολιτικής ζωής. Στην πολιτική ζωή της χώρας τους, αυτούς δεν τους συναντούσες, δεν υπήρχε περίπτωση να πέσεις επάνω τους, εκτός αν τους αναζητούσες οικειοθελώς. Αντιθέτως, εδώ (στην ωραιότερη χώρα του κόσμου κ.λπ.) τους έβρισκες παντού. Οι ευγενείς αξίες της Αριστεράς -κάτω από τις οποίες κρύβονται συμπλέγματα, φθόνος, προσωπικές μικρότητες κ.ά.- είχαν σχεδόν ταυτιστεί με την κανονικότητα. Η πολιτικώς ορθή στάση ήταν να βιώνεις την εξής ακραία αντίφαση: από τη μια πλευρά, να οφείλεις να είσαι συναισθηματικά με την πλευρά των ηττημένων του Εμφυλίου, των «αδικημένων» της Ιστορίας, και από την άλλη πλευρά, να θεωρείς δικαίωμα -ή, μάλλον, κάτι ακόμη περισσότερο: κεκτημένο- την ευμάρεια που παρείχε ο θρίαμβος του καπιταλισμού ισορροπημένος με τις παροχές του κράτους προνοίας.
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίον εμείς ήμασταν εξοικειωμένοι με τη μισαλλοδοξία της Αριστεράς, την οποία οι Βρετανοί γνωρίζουν μόλις τώρα, μέσω του Κόρμπιν, και φυσικά τρομάζουν. Διότι την αρχή «αν δεν είσαι μαζί μας, τότε είσαι εναντίον μας», ιστορικά, είναι η Αριστερά εκείνη που την εισήγαγε. Εμείς, βέβαια, έχουμε μακρά και υπερήφανη παράδοση στους εμφυλίους και στους διχασμούς ήδη από την εποχή της Επανάστασης, πολύ πριν από την εμφάνιση του κομμουνιστικού κινήματος. Ετσι είναι· όμως τη μισαλλοδοξία σε ιδεολογική βάση η Αριστερά την έθεσε και στην Ελλάδα. Ο Εμφύλιος, τον οποίο εκείνη προκάλεσε, τι ήταν σε τελευταία ανάλυση, αν όχι η ακραία εφαρμογή στην πράξη της αρχής ότι όποιος δεν είναι μαζί μας είναι εναντίον μας; Η επίδραση αυτής της Αριστεράς και της κληρονομιάς της στην πολιτική κουλτούρα μας φαίνεται από το όνειδος που συνοδεύει στην ελληνική πολιτική ζωή την έννοια του συμβιβασμού. Φαίνεται από τη χρόνια προτίμηση των αντιπολιτευομένων στη δομική αντιπολίτευση. Φαίνεται από την έλλειψη παράδοσης στις κυβερνήσεις συνεργασίας. Φαίνεται, τέλος, από την απουσία πραγματικού διαλόγου και την προτίμηση στους παράλληλους μονολόγους.
Εκεί που φαίνεται περισσότερο, όμως, η διαφορά είναι στους δημοκρατικούς θεσμούς και, ειδικά, στο πώς ακριβώς η εμπιστοσύνη που δημιουργεί η σωστή λειτουργία τους εξατομικεύεται στον τρόπο σκέψης αν όχι του καθενός, πάντως σε τόσο πολλούς, ώστε να μπορούν να αποτελέσουν υπό κατάλληλες συνθήκες την κρίσιμη μάζα. Το συνειδητοποίησα από μια πρόταση του Φίλιπ Κόλινς, αρθρογράφου των Times με δεδηλωμένα φιλελεύθερες πεποιθήσεις, σε ένα πρόσφατο άρθρο του με θέμα τον Κόρμπιν και τους ανθρώπους του. Γράφει, συγκεκριμένα, ο Κόλινς: «Συμφωνώ γενικά με τη θέση του κ. Κόρμπιν στο ζήτημα της μετανάστευσης. Εντούτοις, σταθμίζω τον γνήσιο φιλελευθερισμό μου με την καθαρή άποψη του κόσμου στη Βρετανία, ιδίως των Αγγλων, ότι η μετανάστευση διακινδυνεύει το αίσθημα της εθνικότητας».
Αυτό που λέει ο Βρετανός δημοσιογράφος είναι ότι τους απαραίτητους συμβιβασμούς, προκειμένου να συνεχίσουμε την κοινή πορεία μας με όσους μας συνδέουν τόσο σοβαρά πράγματα ώστε να θεωρούμε ότι μας κάνουν να ανήκουμε στο ίδιο έθνος, τους κάνουμε πρώτα μέσα μας, με τον εαυτό μας. Μπορεί, δηλαδή, να μας γοητεύει προσωπικά μια πολιτική θέση στην απόλυτη μορφή της, αλλά, όταν τη βάζουμε στο τραπέζι για συζήτηση ή διαπραγμάτευση, τη μετριάζουμε, βάσει αυτού που καταλαβαίνουμε ως επικρατούσα άποψη. Δεν το κάνουμε από φόβο ή έλλειψη τόλμης, το κάνουμε από σεβασμό στους άλλους ― αλλά και για το συμφέρον μας, ώστε να διευκολύνουμε τους άλλους να μας πλησιάσουν. Δεν είναι υποχώρηση ούτε υποκρισία ότι το κάνουμε αυτό, είναι η διαδικασία του συμβιβασμού, χωρίς την οποία η ζωή δεν μπορεί να προχωρήσει ομαλά. Αντε να πείσεις γι’ αυτό, όμως, σε μια χώρα όπου ο τσαμπουκάς τού «έτσι θέλω και κλείνω τον δρόμο» νοείται ως «αγώνας»...


(Στην φωτογραφία : Τώρα καταλαβαίνω ποιος πιλοτάρει...)