Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2015

Εύστοχος Στ. Κασιμάτης για την επιλογή μεταξύ μπριζόλας και σχολείου


Μεταξύ μπριζόλας και σχολείου
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ
Η επιβολή φόρου 23% στην ιδιωτική παιδεία αφορά, στην πραγματικότητα, την Παιδεία γενικώς, καθώς η ιδιωτική εκπαίδευση έχει υποκαταστήσει σε μεγάλο βαθμό τη δημόσια παιδεία και, ιδίως, στα σημεία που αυτή αποτυγχάνει.
Oλοι... Συγγνώμη, το σωστό είναι να πω: όσοι πληρώνουν τους φόρους τους κανονικά. Αυτοί, λοιπόν, μέσω των φόρων πληρώνουν και για τις υπηρεσίες Παιδείας που παρέχει το κράτος. (Την οποία δημόσια παιδεία, ωστόσο, ονομάζουμε «δωρεάν Παιδεία» ― μάλλον κατ’ ευφημισμόν...). Παρόλα αυτά, οι γονείς πληρώνουν επιπλέον για ξένες γλώσσες και φροντιστήρια για την εισαγωγή στα πανεπιστήμια, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα δίκτυο δεκάδων χιλιάδων, μικρών ως επί το πλείστον, επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα, οι οποίες με τις υπηρεσίες τους καλύπτουν τα κενά και τις χρόνιες αποτυχίες του δημόσιου συστήματος.
Επομένως, από την οπτική γωνία του συνεπούς φορολογουμένου, η επιβολή ΦΠΑ 23% στην ιδιωτική παιδεία επιβαρύνει την πλειονότητα όσων ήδη πληρώνουν με τους φόρους τους τις υπηρεσίες παιδείας του δημοσίου συστήματος. Με άλλα λόγια, η έμπνευση να επιβληθεί ΦΠΑ 23% στην ιδιωτική παιδεία εμμέσως αυξάνει το κόστος της δημόσιας παιδείας. Θυμίζω ότι έχει ανασταλεί η επιβολή του μέτρου μέχρι τις 30 Νοεμβρίου, αλλά η οριστική κατάργησή του παραμένει αβέβαιη, καθώς το έσοδο που θα χαθεί για το Δημόσιο θα πρέπει να υποκατασταθεί με κάποιο άλλο. Aλλωστε, ας μη λησμονούμε ότι επελέγη η φορολόγηση της ιδιωτικής παιδείας ώστε να μην ανεβεί η τιμή της μοσχαρίσιας μπριζόλας...
Παρόμοιες επιλογές (λ.χ., μεταξύ μπριζόλας και σχολείου), οι οποίες αυξάνουν το κόστος της Παιδείας μακροπρόθεσμα σε μια κοινωνία, μπορεί να έχουν επιπτώσεις στην πορεία μιας χώρας. Γι’ αυτό, δεν μπορώ να αντισταθώ στο παράδειγμα της Σερβίας, χώρας εξόχως αγαπητής στον ελληνικό εθνολαϊκισμό, όπως διαπιστώσαμε από την υποστήριξη που αφειδώς παρέσχε ο εξυπνότερος λαός του κόσμου στην πολιτική εθνοτικών εκκαθαρίσεων του αειμνήστου Μιλόσεβιτς.
Η Σερβία και, ειδικότερα, ο σερβικός εθνικισμός, φέρει σημαντικό μέρος της ευθύνης για την πρόκληση του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου το 1914, με τη δολοφονία του διαδόχου του θρόνου των Αψβούργων. Οι ρίζες του φαινομένου του σερβικού εθνικισμού εντοπίζονται όχι μόνο στο ιστορικό παρελθόν της χώρας και την παράδοση που αυτό είχε δημιουργήσει, αλλά και στις πολιτικές των Σέρβων ―συγκεκριμένα, του Πάσιτς―, οι οποίες σκοπό είχαν τη συντήρηση των συμφερόντων μιας καθυστερημένης κοινωνίας μικρομεσαίων αγροτών και παραγωγών, αντί να την προετοιμάζουν για την προσαρμογή στη σύγχρονη πραγματικότητα.
Το 1905, το σερβικό κοινοβούλιο, όπου πλειοψηφούσαν οι εκπρόσωποι των αγροτικών συμφερόντων, προτίμησε να επιβάλει φόρο στα βιβλία, παρά στην παραγωγή οινοπνευματωδών αποσταγμάτων. Η επιλογή «τσίπουρο αντί για βιβλία» είχε το αποτέλεσμα να περιοριστεί η δυνατότητα γραφής και ανάγνωσης στη χώρα, σε ποσοστά που κυμαίνονταν από το 27% στα βόρεια μέχρι το 12% στα νοτιοανατολικά. Eτσι, τα παραδοσιακά επικά τραγούδια των Σέρβων (όπου μηρυκάζουν την ήττα από τους Τούρκους στο Κόσοβο) έμειναν το κυρίαρχο μέσο, η κύρια πολιτισμική δύναμη στη διαμόρφωση των εθνικών αισθημάτων μια χώρας, ουσιαστικά, αναλφάβητων.
 Τέτοιοι ιστορικοί παραλληλισμοί έχουν χρησιμότητα για το σήμερα, εφόσον βέβαια αντιλαμβανόμαστε τα όριά τους. Δεν είναι, λοιπόν, μόνο ότι η επιλογή «τσίπουρο αντί για βιβλία» είναι ανάλογη της δικής μας επιλογής «μπριζόλα αντί για ξένες γλώσσες» (τις οποίες, παρεμπιπτόντως, οι Eλληνες τις μαθαίνουν αποκλειστικά διά της ιδιωτικής παιδείας)· είναι, επιπλέον, ότι η γνώση τουλάχιστον της σύγχρονης lingua franca, των αγγλικών, είναι προϋπόθεση αλφαβητισμού στον σύγχρονο κόσμο. Ο τρόπος με τον οποίο η παγκοσμιοποίηση έχει αλλάξει τον κόσμο μέσα σε λίγα χρόνια σημαίνει ότι άνθρωπος χωρίς τη δυνατότητα, αν όχι να συνεννοείται, τουλάχιστον να ακούει, να διαβάζει και να ενημερώνεται ο ίδιος απευθείας για τον κόσμο, ουσιαστικά αδυνατεί να καταλάβει τον τόπο του. Δεν το είδαμε αυτό στον Τσίπρα αυτοπροσώπως; Δεν διαπιστώσαμε την άγνοιά του για την Ευρώπη, τους θεσμούς και την οικονομία της, αλλά και πώς την κάλυψε εμπιστευόμενος έναν τσαρλατάνο, ο οποίος ήθελε να γίνει ο Ηρόστρατος της Ευρωζώνης;
Χθες ανακοινώθηκε απόφαση του υπουργείου Οικονομικών, σχετικά με όσους ήδη κατέβαλαν το 23%, η οποία προξενεί μάλλον αβεβαιότητα γύρω από το θέμα. Ωστόσο, όποια και αν είναι η οριστική τύχη του, η πολιτική σημασία του δεν χάνεται και πρέπει να εκτιμηθεί από τον ψηφοφόρο εν όψει της προσεχούς Κυριακής. Ο προηγούμενος ΣΥΡΙΖΑ, που το έφερε με περισσή επιπολαιότητα και τυφλό ιδεολογικό μένος, εξέφραζε τις κοινωνικές δυνάμεις και τα οικονομικά συμφέροντα που θέλουν να κρατήσουν την Ελλάδα στο παρελθόν, έξω από το μέλλον που διαμορφώνεται στην Ευρώπη.
 Το ίδιο εκφράζει και ο νέος ΣΥΡΙΖΑ. Η αμφιθυμία τους έναντι της συμφωνίας, για χάρη της οποίας διασπάστηκαν, δείχνει ότι ελάχιστα έχουν αλλάξει, παρά την αποχώρηση των Λαφαζανιστών, υπό τον ηρωικό κακομοίρη Παναγιώτη. Νέα κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ σημαίνει ότι η προσπάθεια της χώρας να διορθώσει το σύστημά της που κατέρρευσε (γιατί αυτό είναι το Μνημόνιο ―απλώς, μας το επιβάλουν επειδή εμείς δεν μπορούμε...) επιστρέφει στην κλάψα και την αδράνεια ή, στην καλύτερη περίπτωση, στις κουτοπονηριές επί του διαδικαστικού, με τις οποίες νομίζουμε ότι κερδίζουμε χρόνο, ενώ στην πραγματικότητα τον χάνουμε.  
 Γράφει, σχετικώς με τη Σερβία του 1914, ο ιστορικός Κρίστοφερ Κλαρκ στο «Sleepwalkers, How Europe Went to War in 1914» και εγώ, απλώς, το μεταφράζω: «Σε αυτό το περιβάλλον, η ανάπτυξη της σύγχρονης συνείδησης βιωνόταν όχι ως εξέλιξη από έναν προγενέστερο τρόπο να καταλαβαίνουμε τον κόσμο, αλλά μάλλον ως μια κακόφωνη παρεμβολή σύγχρονων τάσεων επάνω σε έναν τρόπο ζωής ακόμη μαγεμένο από παραδοσιακές πεποιθήσεις και αξίες». Αυτό ―με διαφορετικούς όρους και συνθήκες, φυσικά―  δεν είναι το δικό μας πρόβλημα; Σε ένα παρόμοιο μεταίχμιο δεν βρισκόμαστε και εμείς;

(Στην φωτογραφία : Ο Σταύρος στην Πάτρα. Τον υποδέχεται αειθαλής θαυμάστριά του με γλυκά και λουλούδια)