Στην εξουσία για την εξουσία
Του Γιάννη Μαρίνου
Ο εφιάλτης που ζούµε σήµερα δεν προέκυψε ξαφνικά.
Απλώς κάναµε ότι δεν ξέραµε, δεν το βλέπαµε, είχαµε κλείσει τα αφτιά µας· αρκεί να βολευόµαστε και να περνάµε καλά ο καθένας στον µικρόκοσµό του. Άλλωστε η παραπληροφόρηση και ο λαϊκισµός κοµµάτων και τηλεοράσεων πήγαιναν σύννεφο, καθώς και η πλειοδοσία για περισσότερες παροχές.
Από άδεια ταµεία εννοείται και µε δανεικά. Συµπεριφερόµαστε έτσι επί τρεις δεκαετίες, όπως ο χαζοχαρούµενος που πέφτοντας από τον 100ό όροφο ενός ουρανοξύστη έπειθε τον εαυτό του ότι δεν τρέχει τίποτα, αφού «ως εδώ, καλά πάµε».
Ωσπου έσκασε στο έδαφος κατάπληκτος και διερωτώµενος πως συνέβη αυτό, και οργισµένος που πληρώνει µε µείωση αποδοχών, ανεργία,περικοπή συντάξεων, άγρια φορολογία και απειλές και για άλλα βάρη. Και προ παντός χωρίς κάποια ελπίδα για ένα και πάλι καλύτερο αύριο. Ο κύριος υπεύθυνος αυτής της συµφοράς (που τον µιµήθηκαν σχεδόν όλοι οι διάδοχοί του), ο µέγας δηµαγωγός ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ, πρόλαβε κατά την τελευταία πρωθυπουργία του να διαπιστώσει δήθεν έκπληκτος ότι «καταναλίσκουµε περισσότερα απ’ όσα παράγοµε» και ότι ο καλπάζων δανεισµός και το πολλαπλασιαζόµενο δηµόσιο χρέος θα αφανίσουν την Ελλάδα αν δεν τα εξαφανίσουµε. Ποιος τον άκουγε και πού να ανακοπεί πια ο έξαλλος λαϊκισµός της Αριστεράς και οι κυρίαρχοι στον δηµόσιο τοµέα συνδικαλιστές µε την ακόρεστη απληστία τους και το τεµπελχανιό που εξέθρεφαν. Έβρισκαν άλλωστε ένθερµη στήριξη από τον πάντα µωροπίστευτολαό και από τα αδίστακτα ΜΜΕ µε τους πολυεκατοµµυριούχους τηλεαστέρες τους.
Αψευδής µάρτυς ένα σεµνό, προσγειωµένο και για αυτό παραµερισµένο στέλεχος του ΠαΣΟΚ, ο Αλέξανδρος Μπαλτάς ο οποίος σε ένα πρόσφατο βιβλίο τουµε τίτλο «Η παρέα» (Στρατηγικές Εκδόσεις) διαπιστώνει για την πρώτη περίοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία: «Ο πειρασµός της εξουσιαστικής αυταρέσκειας βρήκε πρόσφορο έδαφος να αναπτυχθεί και να ευδοκιµήσει. Το παλιό κοµµαταρχικό µοντέλο µεταλλάσσονταν σε ένα πολυπληθέστερο και ισχυρότερο µηχανισµό µε χαρακτηριστικά συλλογικής κοµµατικής νοµενκλατούρας. Το αχρείο ρουσφετολογικό καθεστώς της Δεξιάς όχι µόνο δεν καταργήθηκε, αλλά επεκτάθηκε και ενδυναµώθηκε, γεννώντας ένα νέο αχρειότερο πελατειακό πολιτικό σύστηµα απρόβλεπτων διαπλοκών, διαστάσεων και µελλοντικών αδιεξόδων. Η πελατειακή σχέση ψηφοφόρων και κοινοβουλευτικών εκπροσώπων αντί να καταργηθεί δυνάµωσε και εξελίχθηκε σε καθαρή συναλλαγή µε πληθώρα διαµεσολαβητών και απαιτητικών δικαιούχων. Η ισονοµία και η αξιοκρατική αντικειµενικότητα τόσο στις προσλήψεις του δηµοσίου όσο και στην αξιοποίηση και υπηρεσιακή εξέλιξη των υπηρετούντων στη δηµόσια εξουσία ξεχάσθηκαν. Η νοµενκλατουρική αναφορά έγινε πασπαρτού και η αξιοπρέπεια καταρρακώθηκε. Η “αλλαγή” έχασε το πολυτιµότερο περιεχόµενό της. Ακόµα χειρότερα. Το έκανε εµετό για να ντρέπεσαι ή να σιχαίνεσαι στην επίκλησή του. Άδειο σακί πλέον, πεταµένο στα σκουπίδια η αλλαγή, ξεχάσθηκε. Η τελευταία της αναλαµπή έσβησε µέσα στο νέο παραπλανητικού περιεχοµένου σύνθηµα που την αντικατέστησε: “Το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση ο λαός στην εξουσία”. Σε λίγο και αυτό το σύνθηµα θ’ αφήσει τη θέση του στο αντιπροσωπευτικότερο “Το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία για την εξουσία”».
Αυτά τα ελάχιστα από το θαρραλέο, εξοµολογητικό βιβλίο του Αλέκου Μπαλτά. Κάπως έτσι οδηγηθήκαµε στους «αγανακτισµένους» της πλατείας Συντάγµατος και στο µωσαϊκό αλληλοσυγκρουόµενων προσωπικών αντιδράσεων που κύριο υπόβαθρο έχουν τον θυµό επειδή οι βολεµένοι δεν θέλουν να αλλάξει τίποτα και έτσι να εξακολουθήσουν να περνούν καλά µε δανεικά και αγύριστα. Και σε βάρος του ιδιωτικού τοµέα και των πράγµατι εργαζοµένων µε υπερχρέωση της χώρας στους ξένους.
Και ο ποιητής Πότης Κατράκης στην ποιητική συλλογή του «Ελλείµµατα και χρέος» (Εκδόσεις Λεξίτυπον) διαπιστώνει: «Ερωτήθηκαν οι νεοέλληνες να δηλώσουν τι είδους κυβερνήτες θέλουν: Τίµιους αλλά ανίκανους; Διεφθαρµένους και ικανούς; Ή τίµιους και ικανούς; Και απάντησαν: Διεφθαρµένους για να ενδίδουν και ικανούς για να µπορούν».
Απλώς κάναµε ότι δεν ξέραµε, δεν το βλέπαµε, είχαµε κλείσει τα αφτιά µας· αρκεί να βολευόµαστε και να περνάµε καλά ο καθένας στον µικρόκοσµό του. Άλλωστε η παραπληροφόρηση και ο λαϊκισµός κοµµάτων και τηλεοράσεων πήγαιναν σύννεφο, καθώς και η πλειοδοσία για περισσότερες παροχές.
Από άδεια ταµεία εννοείται και µε δανεικά. Συµπεριφερόµαστε έτσι επί τρεις δεκαετίες, όπως ο χαζοχαρούµενος που πέφτοντας από τον 100ό όροφο ενός ουρανοξύστη έπειθε τον εαυτό του ότι δεν τρέχει τίποτα, αφού «ως εδώ, καλά πάµε».
Ωσπου έσκασε στο έδαφος κατάπληκτος και διερωτώµενος πως συνέβη αυτό, και οργισµένος που πληρώνει µε µείωση αποδοχών, ανεργία,περικοπή συντάξεων, άγρια φορολογία και απειλές και για άλλα βάρη. Και προ παντός χωρίς κάποια ελπίδα για ένα και πάλι καλύτερο αύριο. Ο κύριος υπεύθυνος αυτής της συµφοράς (που τον µιµήθηκαν σχεδόν όλοι οι διάδοχοί του), ο µέγας δηµαγωγός ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ, πρόλαβε κατά την τελευταία πρωθυπουργία του να διαπιστώσει δήθεν έκπληκτος ότι «καταναλίσκουµε περισσότερα απ’ όσα παράγοµε» και ότι ο καλπάζων δανεισµός και το πολλαπλασιαζόµενο δηµόσιο χρέος θα αφανίσουν την Ελλάδα αν δεν τα εξαφανίσουµε. Ποιος τον άκουγε και πού να ανακοπεί πια ο έξαλλος λαϊκισµός της Αριστεράς και οι κυρίαρχοι στον δηµόσιο τοµέα συνδικαλιστές µε την ακόρεστη απληστία τους και το τεµπελχανιό που εξέθρεφαν. Έβρισκαν άλλωστε ένθερµη στήριξη από τον πάντα µωροπίστευτολαό και από τα αδίστακτα ΜΜΕ µε τους πολυεκατοµµυριούχους τηλεαστέρες τους.
Αψευδής µάρτυς ένα σεµνό, προσγειωµένο και για αυτό παραµερισµένο στέλεχος του ΠαΣΟΚ, ο Αλέξανδρος Μπαλτάς ο οποίος σε ένα πρόσφατο βιβλίο τουµε τίτλο «Η παρέα» (Στρατηγικές Εκδόσεις) διαπιστώνει για την πρώτη περίοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία: «Ο πειρασµός της εξουσιαστικής αυταρέσκειας βρήκε πρόσφορο έδαφος να αναπτυχθεί και να ευδοκιµήσει. Το παλιό κοµµαταρχικό µοντέλο µεταλλάσσονταν σε ένα πολυπληθέστερο και ισχυρότερο µηχανισµό µε χαρακτηριστικά συλλογικής κοµµατικής νοµενκλατούρας. Το αχρείο ρουσφετολογικό καθεστώς της Δεξιάς όχι µόνο δεν καταργήθηκε, αλλά επεκτάθηκε και ενδυναµώθηκε, γεννώντας ένα νέο αχρειότερο πελατειακό πολιτικό σύστηµα απρόβλεπτων διαπλοκών, διαστάσεων και µελλοντικών αδιεξόδων. Η πελατειακή σχέση ψηφοφόρων και κοινοβουλευτικών εκπροσώπων αντί να καταργηθεί δυνάµωσε και εξελίχθηκε σε καθαρή συναλλαγή µε πληθώρα διαµεσολαβητών και απαιτητικών δικαιούχων. Η ισονοµία και η αξιοκρατική αντικειµενικότητα τόσο στις προσλήψεις του δηµοσίου όσο και στην αξιοποίηση και υπηρεσιακή εξέλιξη των υπηρετούντων στη δηµόσια εξουσία ξεχάσθηκαν. Η νοµενκλατουρική αναφορά έγινε πασπαρτού και η αξιοπρέπεια καταρρακώθηκε. Η “αλλαγή” έχασε το πολυτιµότερο περιεχόµενό της. Ακόµα χειρότερα. Το έκανε εµετό για να ντρέπεσαι ή να σιχαίνεσαι στην επίκλησή του. Άδειο σακί πλέον, πεταµένο στα σκουπίδια η αλλαγή, ξεχάσθηκε. Η τελευταία της αναλαµπή έσβησε µέσα στο νέο παραπλανητικού περιεχοµένου σύνθηµα που την αντικατέστησε: “Το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση ο λαός στην εξουσία”. Σε λίγο και αυτό το σύνθηµα θ’ αφήσει τη θέση του στο αντιπροσωπευτικότερο “Το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία για την εξουσία”».
Αυτά τα ελάχιστα από το θαρραλέο, εξοµολογητικό βιβλίο του Αλέκου Μπαλτά. Κάπως έτσι οδηγηθήκαµε στους «αγανακτισµένους» της πλατείας Συντάγµατος και στο µωσαϊκό αλληλοσυγκρουόµενων προσωπικών αντιδράσεων που κύριο υπόβαθρο έχουν τον θυµό επειδή οι βολεµένοι δεν θέλουν να αλλάξει τίποτα και έτσι να εξακολουθήσουν να περνούν καλά µε δανεικά και αγύριστα. Και σε βάρος του ιδιωτικού τοµέα και των πράγµατι εργαζοµένων µε υπερχρέωση της χώρας στους ξένους.
Και ο ποιητής Πότης Κατράκης στην ποιητική συλλογή του «Ελλείµµατα και χρέος» (Εκδόσεις Λεξίτυπον) διαπιστώνει: «Ερωτήθηκαν οι νεοέλληνες να δηλώσουν τι είδους κυβερνήτες θέλουν: Τίµιους αλλά ανίκανους; Διεφθαρµένους και ικανούς; Ή τίµιους και ικανούς; Και απάντησαν: Διεφθαρµένους για να ενδίδουν και ικανούς για να µπορούν».