Ένα κοάλα καθότανε σε ένα δέντρο και κάπνιζε ένα μπάφο, όταν μια σαυρίτσα πέρασε από κάτω, κοίταξε ψηλά και είπε:
«Εï, κοάλα! Τί κάνεις;»
Το κοάλα είπε, "καπνίζω ένα μπάφο, aneba na kaneiς κι εσύ"
Κι έτσι η σαυρίτσα σκαρφάλωσε και κάθισε δίπλα στο κοάλα και κάπνισαν μερικούς μπάφους. Μετά από λίγο, η σαυρίτσα είπε ότι το στόμα της ξεράθηκε και θα πάει να πιει νερό από το ποτάμι.
Η σαυρίτσα ήταν τόσο μαστουρωμένη που έγειρε και έπεσε στο ποτάμι. Ένας κροκόδειλος την είδε και κολύμπησε δίπλα της και την βοήθησε να βγει από το νερό.
Τότε ρώτησε τη σαυρίτσα τι συμβαίνει. Η σαυρίτσα είπε στον κροκόδειλο ότι καθόταν με το κοάλα πάνω στο δέντρο, κάπνισαν μπάφους και μαστούρωσε τόσο πολύ που έπεσε μέσα στο ποτάμι καθώς έπινε νερό. Ο κροκόδειλος απάντησε ότι θα πάει να δει κι αυτός και χάθηκε μέσα στο δάσος. Βρήκε το δέντρο που καθόταν το κοάλα που κάπνιζε το μπάφο.
Ο κροκόδειλος κοιτάει ψηλά και λέει:
«Εï, εσύ!!!»
Και το κοάλα κοιτάει κάτω και λέει:
«Καλά μωρή πουτάνα σαύρα, πόσο νερό ήπιες;;;;»