Η αξιολόγηση που δεν έκλεισε ποτέ
ΕΛΕΝΗ ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗ, TΑΣΟΣ ΤΕΛΛΟΓΛΟΥ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr/)
Το ηλιόλουστο πρωινό της 7ης Νοεμβρίου 2014 στις Βρυξέλλες, ο τότε Ελληνας υπουργός Οικονομικών Γκίκας Χαρδούβελης βρίσκει στο κινητό του τηλέφωνο ένα email–ορόσημο, όπως θα φανεί αργότερα, από την τρόικα.
Ηταν για πρώτη φορά τόσο σαφές ότι η αξιολόγηση δεν θα έκλεινε, καθώς η τρόικα φαινόταν να σκληραίνει τη στάση της ζητώντας την εφαρμογή όλων των συμφωνηθέντων χωρίς καμία απολύτως ευελιξία.
Η έκπληξη στο τότε κυβερνητικό επιτελείο ήταν μεγάλη, αφού μόλις το προηγούμενο βράδυ έχει ολοκληρωθεί ένα Εurogroup με θετικά μηνύματα για την Ελλάδα. Ηταν εκείνη ακριβώς τη στιγμή που αν η χώρα ολοκλήρωνε την αξιολόγηση που εξελισσόταν –την ίδια που εκτυλίσσεται μέχρι και σήμερα– θα γυρνούσε σελίδα τελειώνοντας με τα απαιτητικά μνημόνια και περνώντας στο πιο «ελαφρύ» πρόγραμμα της προληπτικής γραμμής πίστωσης.
Στο email, όμως, εκείνο το πρωινό περιγράφονταν 19 δύσκολα βήματα που η ελληνική πλευρά καλούνταν να υλοποιήσει τον επόμενο μήνα εάν επιθυμούσε να κλείσει την αξιολόγηση. Στο μυαλό των κυβερνητικών στελεχών αυτά τα βήματα ήταν πολιτικά και πρακτικά σχεδόν αδύνατον να πραγματοποιηθούν.
Επτά μήνες από εκείνο το mail, με μία διαφορετική κυβέρνηση στο τιμόνι της χώρας αλλά με την ίδια αξιολόγηση ανοιχτή, η «Κ» αναζητεί την αρχή της εμπλοκής της διαπραγμάτευσης με τους εταίρους, μιλάει με τους πρωταγωνιστές εκείνων των ημερών, Ελληνες και Ευρωπαίους, και προσπαθεί να εξηγήσει τι πήγε τόσο λάθος ως προς την αξιολόγηση που δεν έκλεισε ποτέ, αλλά και πώς οδηγήθηκε η χώρα στις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου. Ηταν οι δανειστές που τράβηξαν το χαλί, σηκώνοντας τον πήχυ των προσδοκιών, όπως υποστηρίζουν οι συνεργάτες του Αντ. Σαμαρά; Ηταν το «λάθος διάβασμα» των προθέσεων του ανερχόμενου ΣΥΡΙΖΑ και του Αλ. Τσίπρα από τους Ευρωπαίους; Ή ήταν όντως η κόπωση ύστερα από χρόνια σκληρής δημοσιονομικής προσαρμογής, που δεν επέτρεψε την αλλαγή σελίδας στην ελληνική οικονομία;
H στροφή του Σαμαρά και ο παράγων «Τσίπρας»
Από την ήττα των ευρωεκλογών και τον ανασχηματισμό της κυβέρνησης Σαμαρά που σηματοδοτούσε ξεκάθαρη στροφή προς τη «λαϊκή Δεξιά», η ρητορική για μία καθαρή έξοδο από το Μνημόνιο και την απαλλαγή από τον «βραχνά» του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (καθώς το ευρωπαϊκό σκέλος του προγράμματος έληγε τον Δεκέμβριο) κυριάρχησε στην ελληνική πολιτική σκηνή.
Στις Βρυξέλλες, από την άλλη, εμφανίζονταν συναισθήματα απογοήτευσης για τη νεοορκισμένη κυβέρνηση: σημείο αιχμής για τους ξένους αξιωματούχους αποτελούσε πολλές φορές η ανεπάρκεια στον εξορθολογισμό της φορολογίας, αλλά και στο αποτελεσματικό κυνήγι των «μεγάλων ψαριών» της φοροδιαφυγής, πράγμα το οποίο επέτεινε το έτσι κι αλλιώς εμπεδωμένο αίσθημα αδικίας στην Ελλάδα από τη σκληρή δημοσιονομική προσαρμογή των προηγούμενων ετών.
Τα μάτια και τα αυτιά των Ευρωπαίων αξιωματούχων στρέφονταν ολοένα και περισσότερο στον Ελληνα πολιτικό, που διετείνετο σε όλες τις δημόσιες εμφανίσεις του ότι θα έκανε μόνο αυτό: τον Αλέξη Τσίπρα.
Για τους Ευρωπαίους ο άφθαρτος τότε Τσίπρας φαινόταν ότι θα αποκτούσε μεγάλη δυναμική κατά τη διάρκεια ενδεχόμενων εθνικών εκλογών, παρότι αρχικά υπήρξε πηγή ανησυχίας για τις Βρυξέλλες.
«Ανησυχήσαμε όταν ακούσαμε το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης», λέει Ευρωπαίος αξιωματούχος που παρακολουθεί από κοντά τα ελληνικά τεκταινόμενα. Στο αίσθημα μυστηρίου γύρω από τον επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ συνέβαλε και το γεγονός ότι οι σχέσεις του με τους ανθρώπους στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή –πριν από την εκλογή του– ήταν σχεδόν μηδαμινές.
Σύμφωνα με Ευρωπαίο αξιωματούχο, ο μέχρι τον προηγούμενο Νοέμβριο πρόεδρος της Επιτροπής Ζ. Μ. Μπαρόζο δεν είχε κανένα σημείο επαφής μαζί του. «Μία-δύο φορές του είχε γράψει ο Τσίπρας επιστολή που ήταν στα όρια του υβριστικού», λέει, ενώ τη μοναδική φορά που ο σημερινός πρωθυπουργός πήγε να δει τον Ολι Ρεν στο Στρασβούργο, «του έδωσε –αν δεν του πέταξε στο τραπέζι– ένα ντοσιέ που έγραφε επάνω η Μαύρη Βίβλος του Μνημονίου στα ελληνικά και του είπε “ορίστε τα αποτελέσματα των πολιτικών σας στην Ελλάδα”». Το ντοσιέ περιείχε νούμερα για συσσίτια, απόρους, αυτοκτονίες κ.λπ. και ο τότε αρμόδιος επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων Ολι Ρεν είχε ρωτήσει τον Ελληνα πολιτικό: «Θες να κρατήσεις την Ελλάδα στην Ευρώπη ή όχι;». Η συνάντηση είχε κρατήσει μόλις 18 λεπτά.
Την ίδια στιγμή, το Βερολίνο πίστευε κι αυτό ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα κέρδιζε ενδεχόμενες εκλογές. Ηλπιζε τουλάχιστον ότι με τη νίκη αυτή θα συνέβαλλε στην ανάληψη της «ιδιοκτησίας του προγράμματος» από τους Ελληνες.
«Είχαμε εικόνα των απόψεων του ΣΥΡΙΖΑ από τις συνομιλίες Τσίπρα τόσο με τον κ. Σόιμπλε όσο και με τον κ. Γκάμπριελ αμέσως μετά τις εκλογές του 2012», λέει Γερμανός αξιωματούχος. «O κ. Σόιμπλε εξήγησε στον κ. Τσίπρα στη συνάντησή τους στη Βίλχελμστρασε ότι δεν θα μπορέσει να υλοποιήσει πολλές από τις εξαγγελίες του. “Ή θα αποτύχετε ή δεν θα κάνετε αυτά που υπόσχεστε”, του είπε».
Η ξαφνική μετριοπάθεια
Η εικόνα σταδιακά άλλαζε. Τον περασμένο Ιούνιο ο Αλ. Τσίπρας πέρασε για πρώτη φορά το κατώφλι του γυάλινου κτιρίου της ΕΚΤ στη Φρανκφούρτη για μια συνάντηση με τον Μ. Ντράγκι. Εκεί αφήνει την εντύπωση ενός ανθρώπου λιγότερο ριζοσπαστικού σε σχέση με αυτά που λέει στο εσωτερικό της χώρας, αλλά και πολύ προσεκτικού στις απόψεις του. Ο Ντράγκι ακούει με πολύ ενδιαφέρον από τα χείλη του Ελληνα πολιτικού την πρόθεσή του να κάνει αυτά στα οποία οι Ευρωπαίοι θεωρούσαν ότι υπολειπόταν η κυβέρνηση της Ν.Δ. για την «καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της διαφθοράς, αλλά και για τη μάχη εναντίον των συμφερόντων των ολιγαρχών».
Η μετριοπαθής εικόνα που προβάλλει ο Αλ. Τσίπρας στις λίγες επαφές που έχει με ανθρώπους στο εξωτερικό δίνουν την εντύπωση ότι «έχει εισπνεύσει πολύ ΠΑΣΟΚ και απλώς θα κάνει μία αριστερή κυβέρνηση». Είναι άλλωστε νέος σε ηλικία και στα μάτια πολλών Ευρωπαίων φαίνεται να μην κουβαλάει τη φθορά και τη διαφθορά των άλλων δύο –τότε κυβερνώντων– κομμάτων.
Οσα πήγαν λάθος με τους εταίρους
Τα πρώτα ανησυχητικά μηνύματα είχαν ήδη διαφανεί στη συνάντηση του κ. Σαμαρά με την κ. Μέρκελ στο Βερολίνο τον Σεπτέμβριο του 2014. Εκεί δεν ήταν παρών ο κ. Σόιμπλε. «Εχω ξοδέψει πολύ πολιτικό κεφάλαιο για την Ελλάδα. Χρειάζομαι και τον Σόιμπλε να στηρίξει μια πιο μαλακή αξιολόγηση» είπε η καγκελάριος στον τότε πρωθυπουργό. Ο κ. Σαμαράς την άκουσε, το συγκράτησε αλλά δεν διέθετε κάποιον αξιόπιστο συνομιλητή για τον ισχυρό άνδρα του γερμανικού ΥΠΟΙΚ. Ο τέως πρωθυπουργός είχε επιχειρήσει ο ίδιος να αποκτήσει μια προσωπική σχέση με τον κ. Σόιμπλε. Οταν είχαν βρεθεί κάποια στιγμή μαζί για πρωινό, παρουσία δύο στενών συνεργατών του κ. Σαμαρά, είχε ζητήσει τον αριθμό του κινητού του Γερμανού ΥΠΟΙΚ. Παρότι οι δύο άνδρες θα μιλούσαν αργότερα στο τηλέφωνο, τότε είχε πάρει την αφοπλιστική απάντηση «εσείς μιλάτε με την καγκελάριο, εγώ με τον υπουργό σας». Ομως ο τέως υπουργός Οικονομικών Γκίκας Χαρδούβελης, σε αντίθεση με τον κ. Στουρνάρα, δεν απέκτησε ποτέ προσωπική άνεση με τον κ. Σόιμπλε. Το επιτελείο Σαμαρά συζήτησε προς στιγμή ποιος θα έπρεπε να πάει να δει τον Γερμανό υπουργό, αλλά η συζήτηση σύντομα εγκαταλείφθηκε. Πολλοί πιστεύουν ότι εκεί χάθηκε το νήμα της επαφής μεταξύ Αθήνας και Βερολίνου, καθώς ο Σόιμπλε θα αποδεικνυόταν ένα από τα δύο πρόσωπα με ρόλο-κλειδί στο μη κλείσιμο της πέμπτης αξιολόγησης.
Το σίγουρο στήριγμα το οποίο θεωρούσε ότι είχε ο κ. Αντώνης Σαμαράς ήταν ο μελλοντικός τότε πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και προσωπικός του φίλος Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ. Σε λιγότερο από δύο μήνες οι δύο άντρες συναντιούνται τρεις φορές και κάθε φορά ο Ελληνας πρωθυπουργός επαναλαμβάνει το ίδιο επιχείρημα. «Δώστε μου χρόνο για να πραγματοποιήσω τις μεταρρυθμίσεις» ενώ συχνά χρησιμοποιεί το παράδειγμα της ανάβασης στο Κιλιμάντζαρο. «Κανένας δεν το ανεβαίνει με τη μία αλλά σιγά σιγά». Συγχρόνως τονίζει ότι αν υπάρξει πολιτική αστάθεια και εκλεγεί ο Α. Τσίπρας οι αγορές θα τιμωρήσουν την Ευρωζώνη, ενώ θα είναι και μεγάλη νίκη για τους αντιευρωπαϊστές.
Ενώ ο Γιουνκέρ ήταν μάλλον ενθαρρυντικός για κάποιους Ευρωπαίους αξιωματούχους το «δώσε μου χρόνο» που λέει τότε ο κ. Σαμαράς μεταφράζεται περισσότερο ως μήνυμα αποχωρητισμού και παραίτησης.
Την ίδια στιγμή η στάση του έτερου κυβερνητικού εταίρου Ευάγγελου Βενιζέλου ήταν ότι δεν θα μπορέσει να ψηφίσει οποιοδήποτε άλλο μέτρο στη Βουλή. Ετσι δεν ήταν λίγοι αυτοί που στα ευρωπαϊκά κέντρα λήψης αποφάσεων άρχισαν να σκέφτονται ότι αφού θα έρθει ο ΣΥΡΙΖΑ, γιατί να σας βοηθήσουμε, για να ξανανοίξουμε όλη την αξιολόγηση από την αρχή σε δύο μήνες;
Ενας άλλος παράγοντας που δεν βοήθησε την τότε κυβέρνηση ήταν το γεγονός ότι κυριαρχούσε στις Βρυξέλλες μία ατμόσφαιρα τέλους εποχής («fin du reign»). «Ο Μπαρόζο έφευγε, ο Ολι Ρεν είχε φύγει από τον Ιούνιο, ο Κατάινεν ήταν απλός εκτελεστής καθηκόντων, ο Γιουνκέρ βρισκόταν στο μεταίχμιο αλλά δεν υπήρχε ακόμα ομάδα, ήταν όλα στον αέρα», λέει Ευρωπαίος αξιωματούχος. Η καινούργια επιτροπή αναλαμβάνει επίσημα αρκετά αργά -αρχές Νοεμβρίου- ένα μήνα πριν από το τελευταίο Eurogroup για την κυβέρνηση Ν.Δ. και όταν η προδιαγεγραμμένη πορεία δύσκολα θα μπορούσε να αντιστραφεί.
Συγχρόνως η τρόικα, λένε αξιωματούχοι, περίμενε από τον κ. Σαμαρά ένα μεγάλο βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. «Αυτό που είδαμε ήταν ένα βήμα προς τη λάθος κατεύθυνση με τη νομοθεσία για τις 100 δόσεις που πέρασε τον Σεπτέμβριο, αφού τους είχαμε ξεκαθαρίσει ότι δεν θα ήταν κάτι καλό», λέει Ευρωπαίος αξιωματούχος. Σε αυτή ακριβώς τη ρύθμιση η τρόικα είχε πιέσει την τότε κυβέρνηση να μη συμπεριλάβει τους 6.500 μεγαλύτερους οφειλέτες του Δημοσίου που χρωστούσαν πάνω από 1 εκατομμύριο στο ελληνικό κράτος, καθώς κάτι τέτοιο θα περνούσε το μήνυμα ότι ακόμα και αυτοί που έχουν τα πολλά διευκολύνονται να αποπληρώσουν τα χρέη τους σε αρκετές δόσεις και για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η τότε κυβέρνηση της Ν.Δ. δέχεται το πλαφόν, όμως η αίσθηση στις Βρυξέλλες ότι οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες της κυβέρνησης Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ δεν ήταν αρκετές εκείνη την εποχή παρέμεινε. Για κορυφαίο Ευρωπαίο αξιωματούχο η ειρωνεία αλλά και το σοκ, όπως χαρακτηριστικά λέει στην «Κ», είναι μεγάλα σήμερα που ο ΣΥΡΙΖΑ τελικά συμπεριέλαβε τα «μεγάλα ψάρια» στις 100 δόσεις, καταργώντας τη ρύθμιση της προηγούμενης κυβέρνησης. Οι δε συνεργάτες του κ. Σαμαρά υποστηρίζουν ακόμη και σήμερα πως δεν είχαν αφήσει τελείως τη μάχη των μεταρρυθμίσεων, υπενθυμίζοντας ότι τον Αύγουστο πέρασαν δύσκολα προαπαιτούμενα, όπως η ιδιωτικοποίηση της μικρής ΔΕΗ.
Αλλαγή πλεύσης χωρίς αποτέλεσμα
Μέσα Οκτωβρίου, ο ίδιος ο Αντώνης Σαμαράς αρχίζει να μετακινεί τη ρητορική του από το «σκίζουμε Μνημόνια» σε μία «συνετή και ξεκάθαρη» έξοδο από το Μνημόνιο με τον τρόπο που πρότειναν οι Ευρωπαίοι εταίροι: μέσα από μια πιστωτική γραμμή στήριξης για την περίπτωση που η Ελλάδα δεν μπορέσει να έχει πρόσβαση στις αγορές. Βασικός όρος για την επίτευξη αυτού ήταν και πάλι η ολοκλήρωση της ανοιχτής αξιολόγησης. Και από την άλλη, όσοι στο Μαξίμου μελετούσαν τις δημοσκοπήσεις της εποχής που έφερναν μπροστά με σημαντική διαφορά τον Αλ. Τσίπρα καταλάβαιναν ότι μόνο η ολοκλήρωση της αξιολόγησης θα μπορούσε να φέρει την πολυπόθητη πλειοψηφία για εκλογή του Προέδρου λίγους μήνες αργότερα.
Μετά το ηλιόλουστο πρωινό στις Βρυξέλλες και το email του Νοεμβρίου ακολουθούν πολλές επικοινωνίες με στόχο την επιστροφή της τρόικας στην Αθήνα. Ομως η διαπραγμάτευση έχει πια δυσκολέψει, καθώς οι εκπρόσωποι των μετέπειτα «θεσμών» –ιδιαίτερα αυτοί του ΔΝΤ– αρνούνται διότι θεωρούν ότι η κυβέρνηση της Ν.Δ. δεν έχει κάνει ακόμη αποφασιστικά βήματα.
Ταυτόχρονα ΔΝΤ, ΕΚΤ και Κομισιόν «δεν είχαν κοινή θέση και ήταν αδύνατον να κλείσει η διαπραγμάτευση, ενώ κάθε φορά που πλησιάζαμε τον στόχο, αυτός μεταβαλλόταν», λέει αξιωματούχος με ανάμειξη στις συζητήσεις.
Η διαπραγματευτική ομάδα της κυβέρνησης ζητεί π.χ. να μην πάρει όλα τα δημοσιονομικά μέτρα που απαιτούνται από την αρχή, αλλά να κρατήσει κάποια για τον Ιούνιο αν κριθεί απαραίτητο στην πορεία της χρονιάς, καθώς οι προβλέψεις των Ελλήνων είναι πιο αισιόδοξες από αυτές των δανειστών. Αλλά το ΔΝΤ εμφανίζεται σε όλα πιο απαισιόδοξο, θεωρώντας το χειρότερο σενάριο δεδομένο.
Καθοριστικό ρόλο στο μη κλείσιμο της αξιολόγησης έπαιξε για τους Ελληνες αξιωματούχους και το γεγονός ότι η ΕΚΤ συμμάχησε στο τέλος με το ΔΝΤ, εγκαταλείποντας την Κομισιόν, η οποία ήθελε μία μαλακή συμφωνία.
Το γνωστό πλέον email Χαρδούβελη με μέτρα ύψους σχεδόν 1 δισ. ευρώ αποτελεί την τελευταία –απέλπιδα, όπως θα αποδειχθεί– προσπάθεια της κυβέρνησης Ν.Δ. να ολοκληρώσει την αξιολόγηση και να προχωρήσει σε προεδρική εκλογή έχοντας δρομολογήσει την έξοδο της Ελλάδας από το Μνημόνιο.
Οι εξηγήσεις στη σύσκεψη στις Βρυξέλλες, μετά την έλευση ΣΥΡΙΖΑ
Τον περασμένο Φεβρουάριο οι βασικοί πρωτεργάτες του ελληνικού προγράμματος σε μία σύσκεψη στις Βρυξέλλες προσπαθούσαν να εντοπίσουν τι πήγε λάθος με την αξιολόγηση του ελληνικού προγράμματος.
Ηταν ήδη σαφές ότι η νέα κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ όχι απλώς δεν θα προχωρούσε το πρόγραμμα αλλά θα ανέτρεπε βασικές του προβλέψεις. Στελέχη της Κομισιόν επεσήμαναν αυτή την κακή εξέλιξη και αναρωτήθηκαν κατά πόσον ήταν λανθασμένη η σκληρή στάση απέναντι στην προηγούμενη κυβέρνηση. Οι εκπρόσωποι του ΔΝΤ έδωσαν τη συνήθη απάντηση «δεν είναι δικό μας πρόβλημα αν οι Ελληνες έχουν ένα απρόβλεπτο και αδύναμο πολιτικό σύστημα και συνεχείς εκλογές». Ο Γερμανός αξιωματούχος επέμενε πως «ούτως ή άλλως θα ερχόταν ο ΣΥΡΙΖΑ και απλά θα έκανε τα ίδια με τα δικά μας λεφτά...». Ελάχιστα περισσότερα γνωρίζουμε γι’ αυτή τη σύσκεψη σήμερα με εξαίρεση ότι έλαβε χώρα εν μέσω μεγάλης έντασης. «Υπήρχαν πολλές καθυστερήσεις, πολλά κατεστημένα που δεν έσπασαν και διαφθορά που δεν περιορίστηκε όπως θα έπρεπε. Μετά από πολλές ξάγρυπνες νύχτες που περάσαμε όμως, στο τέλος του 2014 βλέπαμε φως στο τέλος του τούνελ» λέει σήμερα υψηλόβαθμος Ευρωπαίος αξιωματούχος. Από εκείνο το φως, 6 μήνες αργότερα, η χώρα βρίσκεται με ταμεία τόσο άδεια ώστε μαζί με τη Ζάμπια να είναι τα μόνα κράτη που αναγκάστηκαν να ζητήσουν αναβολή και ομαδοποίηση της αποπληρωμής δόσεων προς το ΔΝΤ. Ο ίδιος αξιωματούχος θεωρεί ότι οι τωρινές πρακτικές «πληγώνουν την χώρα», όπως λέει χαρακτηριστικά. «Τώρα νιώθω πολύ στεναχωρημένος για την πλειοψηφία των Ελλήνων» συμπληρώνει.
Σόιμπλε και Τόμσεν σήμαναν τέλος
Τους τελευταίους μήνες της διακυβέρνησης Σαμαρά, Βερολίνο, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ΔΝΤ και ΕΚΤ είχαν πολλές φορές συζητήσει το αν θα έπρεπε να κλείσει η αξιολόγηση πριν από ενδεχόμενες εκλογές. Ο κ. Σόιμπλε είχε την άποψη ότι δεν έπρεπε να κλείσει, γιατί η κυβέρνηση Σαμαρά είχε φτάσει, όπως πίστευε, σε αδιέξοδο και δεν μπορούσε πλέον να περάσει ουσιαστικά μέτρα και πολύ περισσότερο να τα υλοποιήσει. Σύμφωνα με Ευρωπαίους αξιωματούχους, ο Γερμανός ΥΠΟΙΚ είχε και την άποψη πως η έλευση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν πλέον νομοτελειακή, πράγμα που σήμαινε ότι αν έκλεινε η αξιολόγηση, μια επερχόμενη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και Αλέξη Τσίπρα μετά από ενδεχόμενες εκλογές θα είχε τα χρήματα για να κάνει περίπου ό,τι θέλει, αγνοώντας τους δανειστές της και κουνώντας το δάχτυλο σε αυτούς. Ο κ. Τόμσεν, από την πλευρά του, επέμενε πάντοτε στην επίσημη γραμμή του ΔΝΤ, σύμφωνα με την οποία «ποτέ δεν εσωτερικεύουμε τις δικές σας εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις στη χάραξη της πολιτικής μας», αλλά σε πολλούς συνομιλητές του ήταν σαφές ότι συμφωνούσε με την εκτίμηση Σόιμπλε.
Ο κ. Σαμαράς θεωρούσε πάντοτε ότι ο μοιραίος άνθρωπος στη διαπραγμάτευση ήταν ο κ. Τόμσεν. Σε συνομιλίες με συνεργάτες του προσπαθούσε να αποκωδικοποιήσει την εμμονή του Δανού τεχνοκράτη σε μια αυστηρή αξιολόγηση. Κάθε λογής σκέψεις πέρναγαν από το μυαλό του. Κάθε προσπάθεια να υπερκερασθεί είχε πέσει στο κενό. Τα τηλεφωνήματα στην κ. Μέρκελ, στον Αμερικανό υπουργό Οικονομικών Τζακ Λιου και στην ίδια την κ. Λαγκάρντ δεν έφερναν αποτέλεσμα. Ο ίδιος ο κ. Τόμσεν ανέφερε συχνά ως σημείο καμπής την απομάκρυνση του κ. Θεοχάρη. Ισχυριζόταν ότι αυτό ήταν το σημείο στο οποίο χάθηκε η εμπιστοσύνη προς την Αθήνα από το ΔΝΤ αλλά και ορισμένες βορειοευρωπαϊκές κυβερνήσεις, πέραν της Γερμανίας. Από εκείνη τη στιγμή είχε υποστηρίξει το επιχείρημα πως η κυβέρνηση Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ αρνούνταν να τα βάλει με τα μεγάλα συμφέροντα, τη διαπλοκή και τα διάφορα καρτέλ, ενώ σε συζητήσεις συχνά αναρωτιόταν χαρακτηριστικά: «Ο Παπανδρέου απέτυχε γιατί προστάτευσε τους πελάτες του – το Δημόσιο και τους συνδικαλιστές. Ο Σαμαράς γιατί προστάτευσε ισχυρά συμφέροντα που τον στήριζαν»;
Η καθοριστική νύχτα για τον κ. Σαμαρά έρχεται στις αρχές Δεκεμβρίου. Ο τότε πρωθυπουργός είναι προγραμματισμένο να μιλήσει στο Ελληνοαμερικανικό Επιμελητήριο. Εχει ζητήσει από συνεργάτη του να επικοινωνήσει με τον κ. Τόμσεν για να τον βολιδοσκοπήσει σε σχέση με τις τελικές του προθέσεις. Υστερα από ένα δίωρο τηλεφώνημα το συμπέρασμα ήταν σαφές: το ΔΝΤ θα επέμενε στο μεγάλο δημοσιονομικό κενό, άρα η αξιολόγηση δεν θα έκλεινε. Ο τότε πρωθυπουργός έμαθε τα νέα καθ’ οδόν, μέσα στο αυτοκίνητο. Οσοι τον είδαν να φτάνει στον τόπο της ομιλίας εκείνο το βράδυ κατάλαβαν ότι κάτι είχε πάει πολύ στραβά. «Κύριοι και κυρίες σύνεδροι, περνάμε πολύ δύσκολες ώρες», λέει από το βήμα ξεκινώντας την ομιλία του. Επειτα από παύση λίγων δευτερολέπτων συνέχισε, «αλλά να το ξέρετε θα πετύχουμε». Η πέμπτη, και «καταραμένη» όπως την έλεγαν στο Μαξίμου, αξιολόγηση δεν θα έκλεινε ποτέ.