Η διψήφιου ποσοστού αμυντική ανάπτυξη της Κίνας
Ποια είναι η σημασία της για μια ειρηνική ανάπτυξη
Richard A. Bitzinger
(Πηγή : http://foreignaffairs.gr)
Η Κίνα τα κατάφερε πάλι. Στις αρχές Μαρτίου, έδωσε στην δημοσιότητα τον αμυντικό προϋπολογισμό της για το 2015 και, όπως σχεδόν κάθε χρόνο για περίπου δύο δεκαετίες, αύξησε τις στρατιωτικές της δαπάνες σε διψήφιο ποσοστό.
Φέτος, ο προϋπολογισμός της κινεζικής άμυνας θα αυξηθεί κατά 10,1%, δηλαδή σε περίπου 145 δισεκατομμύρια δολάρια. Επιπλέον, είναι πιθανό η τάση αυτή να συνεχιστεί, προς μεγάλη ανησυχία της Ουάσιγκτον και των περιφερειακών πρωτευουσών.
Ήδη, η Κίνα είναι η δεύτερη μεγαλύτερη χώρα σε στρατιωτικές δαπάνες, έχοντας ξεπεράσει το Ηνωμένο Βασίλειο το 2008. Ο νέος προϋπολογισμός της Κίνας για τον Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό (PLA) είναι πάνω από τρεις φορές μεγαλύτερος από εκείνους των δαπανών άλλων χωρών, όπως η Γαλλία, η Ιαπωνία και το Ηνωμένο Βασίλειο, και σχεδόν τέσσερις φορές μεγαλύτερος από εκείνον της Ινδίας, της ανερχόμενης ανταγωνίστριας στην Ασία. Είναι επίσης η μόνη χώρα εκτός από τις Ηνωμένες Πολιτείες που έχει τριψήφιο προϋπολογισμό για την άμυνα (σε δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ).
Αυτό το επίπεδο δαπανών είναι ακόμα πιο αξιοσημείωτο δεδομένου του σημείου απ’ όπου ξεκίνησε η Κίνα. Το 1997, οι κινεζικές στρατιωτικές δαπάνες ανήλθαν σε σχεδόν 10 δισεκατομμύρια δολάρια μόνο, στα ίδια επίπεδα περίπου με την Ταϊβάν και σε σημαντικά μικρότερα επίπεδα από εκείνα της Ιαπωνίας και της νότιας Κορέας. Ξεκινώντας από εκείνο τον χρόνο, ωστόσο, ο αμυντικός προϋπολογισμός της Κίνας άρχισε να αυξάνεται. Υπήρχαν δύο οικονομικοί παράγοντες που κατέστησαν δυνατή αυτήν την άνοδο. Κατ’ αρχάς, η οικονομία της χώρας εκτινάχθηκε στα ύψη˙ το 1997, οι αμυντικές δαπάνες αποτέλεσαν λιγότερο από το 2% του ΑΕΠ, ποσοστό το οποίο παραμένει περίπου το ίδιο μέχρι σήμερα, τουλάχιστον σύμφωνα με το Πεκίνο. Δεύτερον, η ύπαρξη χαμηλών ποσοστών πληθωρισμού κατά την διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών σημαίνει ότι η πραγματική αύξηση των αμυντικών δαπανών έχει σχεδόν φτάσει την αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ˙ ακόμα κι η πιο συντηρητική εκτίμηση των πραγματικών ρυθμών ανάπτυξης (που είναι υπεύθυνη για τον πληθωρισμό) αποκαλύπτει έναν πραγματικό πενταπλασιασμό της αύξησης των στρατιωτικών δαπανών της από το 1997.
Αυτό που προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση σχετικά με την αύξηση των αμυντικών δαπανών κατά την διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών είναι ότι σχεδόν πάντα ξεπερνούσε την αύξηση του ΑΕΠ. Μεταξύ του 1998 και του 2007, η οικονομία της Κίνας αυξήθηκε με μέσο ετήσιο ρυθμό 12,5% ενώ οι αμυντικές δαπάνες της αυξήθηκαν κατά μέσο όρο 15,9% ετησίως. Δεδομένου ότι η οικονομία είναι πιθανό να αυξηθεί μόνο κατά 7% το 2015 κι οι αμυντικές δαπάνες της αυξάνονται σε διψήφιους αριθμούς, η αποσύνδεση των οικονομικών επιδόσεων και των αμυντικών δαπανών γίνεται όλο και πιο έντονη.
Πράγματι, η προσπάθεια πρόβλεψης των «πραγματικών» κινεζικών στρατιωτικών δαπανών αποκτά όλο και λιγότερη σημασία. Με έναν επίσημο στρατιωτικό προϋπολογισμό που πλησιάζει τα 150 δισεκατομμύρια δολάρια, ο PLA έχει όλα τα καταγεγραμμένα χρήματα που χρειάζεται για να εγγυηθεί ένα ιδιαίτερα επιθετικό στρατιωτικό πρόγραμμα εκσυγχρονισμού, ενώ σε περίπτωση που ο στρατός χρειαστεί περισσότερα, το Πεκίνο φαίνεται εξαιρετικά πρόθυμο να τα παράσχει. Πολύ απλά, δεν υπάρχει λόγος να αποκρύψει το Πεκίνο τις πραγματικές στρατιωτικές του δαπάνες, τουλάχιστον όχι την γενική τους εικόνα.
Η Κίνα εξακολουθεί να είναι ασαφής, και δικαιολογημένα, για το πώς διαθέτει τον αμυντικό προϋπολογισμό της. Η χώρα δεν έχει δημοσιεύσει ποτέ ξεχωριστά στοιχεία για τις στρατιωτικές, ναυτικές και αεροπορικές της δυνάμεις. Τα κρατικά έγγραφα για την κινεζική άμυνα (που κυκλοφορούν κάθε δύο χρόνια, αρχής γενομένης από το 1998), μοίρασαν κάποια στιγμή τις δαπάνες στο προσωπικό, την λειτουργία και υποστήριξη, και τον «εξοπλισμό» (ο οποίος προφανώς περιλαμβάνει την αμυντική Έρευνα και Ανάπτυξη και την προμήθεια όπλων). Αυτό, όμως, σταμάτησε το 2009.
Ακόμα κι έτσι, όμως, μπορούν να γίνουν κάποιες προβλέψεις για τον τρόπο με τον οποίο θα μοιραστούν οι αμυντικές δαπάνες του τρέχοντος έτους. Τα κρατικά έγγραφα αποκάλυψαν μια σχεδόν ίση κατανομή της τάξεως του ενός τρίτου στην χρηματοδότηση μεταξύ του προσωπικού, της λειτουργίας και υποστήριξης, και του «εξοπλισμού». Δεδομένου ότι τα ποσοστά αυτά έχουν παραμείνει λίγο-πολύ σταθερά από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, είναι λογικό να υποστηρίξει κανείς πως εφαρμόζεται η ίδια κατανομή και σήμερα. Αυτό σημαίνει ότι οποιαδήποτε αύξηση στις δαπάνες πιθανότατα να κατανεμηθεί και πάλι εξίσου μεταξύ αυτών των τριών κατηγοριών.
Στην πραγματικότητα, ο προϋπολογισμός της Κίνας για τον εξοπλισμό και μόνο είναι μεγαλύτερος από ό, τι το σύνολο των αμυντικών προϋπολογισμών της Ιαπωνίας, της Ινδίας, ή οποιασδήποτε άλλης αντιπάλου της στις περιοχές της Ασίας και του Ειρηνικού. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι, από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1990 έως τα μέσα της δεκαετίας του 2000, η Κίνα έγινε ένας από τους μεγαλύτερους εισαγωγείς όπλων στον κόσμο: Αγόρασε προηγμένα μαχητικά αεροσκάφη, υποβρύχια, αντιτορπιλικά και μεταφορικά αεροπλάνα από την Ρωσία, πυραύλους από την Ουκρανία και τηλεκατευθυνόμενα αεροσκάφη από το Ισραήλ. Από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, η Κίνα έχει αρχίσει να εγκαταλείπει σταδιακά τις εισαγωγές όπλων και να προτιμά τα όπλα που κατασκευάζονταν στο εσωτερικό της χώρας. Τροφοδοτούμενη από την έκρηξη δαπανών στον τομέα της Έρευνας και Ανάπτυξης, καθώς και την εισφορά νέων κεφαλαίων για τον εκσυγχρονισμό των εργοστασίων όπλων, η εγχώρια αμυντική βιομηχανία της Κίνας έχει αρχίσει να δημιουργεί μεγάλο αριθμό νέων, ιδιαίτερα προηγμένων οπλικών συστημάτων. Κατά την τελευταία δεκαετία, ο PLA έχει παράγει εκατοντάδες τοπικά δημιουργημένα μαχητικά J-10 και J-11 (αντιγράφοντας το ρωσικό Su-27)˙ δεκάδες σύγχρονα αντιτορπιλικά, φρεγάτες και υποβρύχια˙ διάφορους τύπους νέων πυραυλικών συστημάτων (συμπεριλαμβανομένου ενός μοναδικού βαλλιστικού πυραύλου για χρήση σε ναυμαχίες)˙ και, φυσικά, ένα αεροπλανοφόρο (που αγοράστηκε από την Ουκρανία, αλλά ανακατασκευάστηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου στην Κίνα).
Εν τω μεταξύ, έχουν απομείνει αρκετά χρήματα στον PLA για να αυξήσει τους μισθούς των στρατιωτών, να κατασκευάσει νέους στρατώνες και άλλες εγκαταστάσεις και να βελτιώσει την επιμέλεια της στρατιωτικής εκπαίδευσης, όπως την προετοιμασία για σύγχρονες, ολοκληρωμένες κοινές επιχειρήσεις.
Λόγω αυτής της σημαντικής αύξησης στην στρατιωτική του ισχύ, ίσως δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι το Πεκίνο έγινε πιο μυστικοπαθές και αμυντικό τα τελευταία χρόνια σε ό, τι αφορά την αποκάλυψη της κατανομής των δαπανών του. Από την μια πλευρά, η κινεζική κυβέρνηση είναι προφανώς απρόθυμη να αποκαλύψει τις λεπτομέρειες των στρατιωτικών δαπανών της, διότι οι ξένες μυστικές Υπηρεσίες θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν αυτές τις πληροφορίες. Ή, ακόμα πιο πιθανό θα ήταν να βρίσκει απλώς ιδιαίτερα άβολο το να αποκαλύψει τον γιγάντιο προϋπολογισμό των προμηθειών και της αμυντικής Έρευνας και Ανάπτυξης, που έρχεται δεύτερος μόνο μετά από εκείνον των Ηνωμένων Πολιτειών -ιδίως αν λάβει κανείς υπόψη την προσπάθεια που έχει καταβάλει το Πεκίνο για να προωθήσει τις πολιτικές του για «ειρηνική ανάπτυξη».
Η άρνηση του Πεκίνου να αποκαλύψει πληροφορίες συνοδεύεται με μια όλο και πιο σκληροτράχηλη και ανυποχώρητη υπεράσπιση των στρατιωτικών δαπανών της. Σε μια έξαρση αρθρογραφίας, η κινεζική κυβέρνηση έχει υπερασπιστεί την πρόσφατη αύξηση, υποστηρίζοντας ότι είναι «μετριοπαθής και λογική» και μέρος του «νέου φυσιολογικού» στον συνεχή εκσυγχρονισμό του PLA. Ένα άρθρο από το κρατικά ελεγχόμενο πρακτορείο ειδήσεων, Xinhua, υποστήριξε ότι οι Δυτικές χώρες θέλουν η Κίνα να παραμείνει ένας «στρατιωτικός νάνος» και ότι «ορισμένες Δυτικές χώρες και μέσα ενημέρωσης είναι τόσο παραπλανημένα που ο μόνος τρόπος με τον οποίο θα μπορούσαν να εκλάβουν τον στρατιωτικό προϋπολογισμό της Κίνας θα ήταν ως απειλή». Στα ανατολικά, η Κίνα υποστήριξε πως η ασφάλειά της αμφισβητείτο ολοένα και περισσότερο από την Ιαπωνία, έναν «κατά συρροή ταραξία» με «διογκούμενη στρατιωτική φιλοδοξία».
Ταυτόχρονα, το Πεκίνο υποστηρίζει ότι οι στρατιωτικές του δαπάνες είναι ακόμα σχετικά χαμηλές. Η τελευταία αύξηση στις αμυντικές δαπάνες αποτελεί την χαμηλότερη αύξηση σε διάστημα πέντε χρόνων, υποστηρίζουν οι υπεύθυνοι, ενώ οι στρατιωτικές δαπάνες εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν λιγότερο από το 1,5% του ΑΕΠ της χώρας. Βεβαιώνουν επίσης ότι από την άποψη των κατά κεφαλήν στρατιωτικών δαπανών, ο αμυντικός προϋπολογισμός της Κίνας εξακολουθεί να είναι μόνο το ένα πέμπτο εκείνου της Ιαπωνίας, το ένα ένατο του Ηνωμένου Βασιλείου και λιγότερο από το ένα εικοστό των Ηνωμένων Πολιτειών. «Οι τρέχουσες κινεζικές στρατιωτικές δαπάνες δεν είναι καθόλου μεγάλες», δηλώνει ο Xinhua, «για την υπεράσπιση μιας χώρας που έχει τον μεγαλύτερο πληθυσμό στον κόσμο, καθώς και μιας περιοχής άνω των 9 εκατομμυρίων τετραγωνικών χιλιομέτρων».
Πολλά από αυτά που ισχυρίζεται η Κίνα είναι αληθή, αλλά παραπλανητικά. Για παράδειγμα, η αύξηση της τάξεως του 10,1% για το τρέχον έτος, αν και μάλλον χαμηλή, είναι κατά τα άλλα πάνω κάτω ανάλογη με την αύξηση των δαπανών για την άμυνα στην Κίνα κατά την διάρκεια των τελευταίων δύο δεκαετιών. Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει ότι η Κίνα προσπαθεί να χρησιμοποιήσει μια μικρή μείωση στην αύξηση των δαπανών υποτιμώντας τις στρατιωτικές της δαπάνες στο σύνολό τους, προκειμένου να αποτρέψει την κριτική που έχει προκαλέσει ο μεγαλύτερος αμυντικός προϋπολογισμός στην ιστορία της Κίνας και να ενισχύσει την προσέγγιση της «ειρηνικής ανάπτυξης» του Πεκίνου.
Επιπλέον, αυτή η άποψη φαίνεται να χαίρει ευρείας αποδοχής μεταξύ του γενικού πληθυσμού. Μια πρόσφατη δημοσκόπηση που οργανώθηκε από την αυστραλιανή «δεξαμενή σκέψης», Perth USAsia Center, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι Κινέζοι, με ισχυρή πλειοψηφία, υποστήριξαν τους ισχυρισμούς του Πεκίνου για τα επίμαχα νησιά της ανατολικής και της νότιας Θάλασσας της Κίνας. Επιπλέον, ένας αρκετά μεγάλος αριθμός (μεγαλύτερος του 70%) ήταν της άποψης ότι ο PLA θα μπορούσε να υπερισχύσει σε οποιαδήποτε σύγκρουση στις περιοχές αυτές, ακόμη κι αν παρενέβαιναν οι Ηνωμένες Πολιτείες (αν κι οι περισσότεροι πίστευαν πως δεν θα συνέφερε την Κίνα να ακολουθήσει μια τέτοια στρατιωτική λύση).
Η υποστήριξη αυτή οφείλεται σε δύο παράγοντες: Στην αύξηση του εθνικισμού, καθώς και στην ενεργό προώθηση από την κυβέρνηση της ιστορικής θυματοποίησης και της συνεχιζόμενης ευπάθειας -ιδίως μέσω της 20ετούς εκστρατείας «πατριωτικής εκπαίδευσης», η οποία υποβαθμίζει τα σφάλματα των ηγετών της χώρας και τονίζει τις βαρβαρότητες που διαπράχθηκαν εναντίον της Κίνας από τις «κακές» ξένες δυνάμεις. Όπως υποστήριξε ένας Κινέζος αξιωματούχος την ώρα που υπερασπιζόταν την πιο πρόσφατη αύξηση του αμυντικού προϋπολογισμού, «αυτό που μας έχει διδάξει η ιστορία είναι πως εκείνοι που μένουν πίσω εκφοβίζονται, κι αυτό είναι κάτι που δεν θα ξεχάσουμε ποτέ». Σ΄ αυτό το πλαίσιο, επίσης, ένας εκσυγχρονισμένος PLA συνυφαίνεται καλά με το «κινέζικο όνειρο» του Κινέζου ηγέτη, Xi Jinping, το όραμα μιας «ανανεωμένης» και «αναζωογονημένης» Κίνας. Αν η Κίνα θέλει να αποτελέσει ισχυρή δύναμη, απαιτείται ο σχηματισμός ενός ισχυρού στρατού. Κατά συνέπεια, το ιδεώδες «πλούσιο έθνος, ισχυρός στρατός» έχει ιδιαίτερη απήχηση σ’ ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού της Κίνας.
Ποια είναι η σημασία, όμως, ενός αυξανόμενου κινεζικού αμυντικού προϋπολογισμού για τις Ηνωμένες Πολιτείες; Σίγουρα οι Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούν να αποτελούν την δύναμη που ξοδεύει τα περισσότερα χρήματα, ξεπερνώντας την Κίνα στο επίπεδο της άμυνας με συντελεστή τέσσερα προς ένα. Επιπλέον, σχεδόν σε κάθε τομέα - ποιότητα των οπλικών συστημάτων, στρατιωτική ανδρεία, κατάρτιση και ηγεσία- ο στρατός των ΗΠΑ υπερτερεί του PLA. Ακόμα, ο προοδευτικός εκσυγχρονισμός του κινεζικού στρατού αποτελεί μια ολοένα και μεγαλύτερη πρόκληση για την υπεροχή των ΗΠΑ στην Ασία. Μαζί με την δυναμική και την αμεταμέλητη στάση της σε ό, τι αφορά την αύξηση των στρατιωτικών της δαπανών, η Κίνα φαίνεται όλο και πιο επιθετική στις επίμαχες περιοχές γύρω της, ιδιαίτερα σε εκείνες της ανατολικής και νότιας θάλασσας της Κίνας. Επιπλέον, η Κίνα έχει δεσμευθεί να εκσυγχρονίσει τον στρατό της σε τέτοιο σημείο ώστε να μπορέσει να γίνει η υπέρτατη δύναμη της περιοχής. Υπάρχει, επίσης, μια ισχυρή εθνική θέληση να δαπανηθούν τα απαραίτητα χρήματα για να συμβεί αυτό.
Η πορεία αυτή δεν θέτει την Κίνα απαραίτητα σε μια πορεία σύγκρουσης με τις Ηνωμένες Πολιτείες, όμως δεν αποτελεί καλό οιωνό για την περιφερειακή ασφάλεια μακροπρόθεσμα. Δεν βοηθά και το γεγονός ότι οι αναδυόμενες πολεμικές στρατηγικές της Ουάσιγκτον για την αντιμετώπιση της Κίνας -η μάχη σε αέρα και θάλασσα [AirSea Battle] (πλέον γνωστή ως Κοινή Αντίληψη για Πρόσβαση και Ελιγμούς στα Παγκόσμια Κοινά (αγαθά) [Joint Concept for Access and Maneuver in the Global Commons])- είναι εξίσου δυνητικά αντιπαραθετικές. Την ώρα που η Κίνα –με κινητήρια δύναμή της την ύβρη και με υποστηρικτή έναν όλο και πιο ικανό στρατό- δείχνει σταδιακά μια πιο επιθετική συμπεριφορά στην περιοχή, θα μπορούσε ενδεχομένως να προκαλέσει αντίδραση από την πλευρά των ΗΠΑ. Αν κλιμακωθεί η κούρσα εξοπλισμών, η ασφάλεια και η σταθερότητα στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού, θα γίνουν απλά πιο εύθραυστες.
* Ο RICHARD A. BITZINGER είναι βασικός συνεργάτης και συντονιστής του Προγράμματος Στρατιωτικού Μετασχηματισμού στην Σχολή Διεθνών Σπουδών S. Rajaratnam του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Nanyang στην Σιγκαπούρη.
Copyright © 2002-2014 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/143275/richard-a-bitzinger/chinas...