Τετάρτη 2 Απριλίου 2014

Απολαυστικό άρθρο του Αντ. Πανούτσου για την Ελληνική σοβιετική δημοκρατία

Ελληνική σοβιετική δημοκρατία
Αντώνης Πανούτσος
(Πηγή : http://www.protothema.gr)
Ο κάθε πολίτης μπορεί να πιστεύει ότι είναι καλύτερος στη δουλειά που θέλει να κάνει από κάποιον άλλον και κανένα κράτος δεν έχει δικαίωμα να του το απαγορεύει.
Αν το πιστεύουμε, το εφαρμόζουμε και στην πράξη. Διαφορετικά συνεχίζουμε στη λογική της ελληνικής σοβιετικής δημοκρατίας, όπου το κράτος αποφάσιζε ποιος έχει δικαίωμα να είναι φαρμακοποιός και ποιος βαρκάρης
Μεγάλωσα στην πλατεία Σερφιώτη. Η επόμενη στάση ήταν η Στελλάκη. Είχε πάρει το όνομά της από το ομώνυμο φαρμακείο, κάτι που δείχνει πόσο σπάνια ήταν τα φαρμακεία στη δεκαετία του ’50. Ο λόγος ήταν ότι για να πάρεις άδεια φαρμακείου έπρεπε όχι μόνο να είσαι φαρμακοποιός αλλά το επόμενο να βρίσκεται σε δεδομένη απόσταση. Οπότε, αν είχες τελειώσει φαρμακοποιός και ήθελες να ανοίξεις το δικό σου φαρμακείο, έπρεπε να βρεις ένα μέρος όπου να μην έχει και να πάρεις την άδεια. Δεν αναφέρομαι στον Μεσαίωνα με τις αδελφότητες, αλλά στη δεκαετία του ’50. 
Στα τέλη της επόμενης δεκαετίας βρέθηκα στα «Σημερινά». Τα «Σημερινά» ήταν η απογευματινή εφημερίδα του εκδότη του «Ελεύθερου Κόσμου» Σάββα Κωνσταντόπουλου, είχε διευθυντή τον Λυκούργο Κομίνη και φιλοδοξούσε να καλύψει το κενό της «Μεσημβρινής», την οποία η Βλάχου είχε κλείσει όταν έγινε δικτατορία. Στα «Σημερινά» ήρθα σε επαφή με τον κλάδο των τυπογράφων. Οι τυπογράφοι ήταν ό,τι πλησιέστερο υπήρξε στην Ελλάδα σε κληρονομική αριστοκρατία. Το σωματείο τους δεν έκανε δεκτά νέα μέλη. Ο μόνος τρόπος να γίνεις τυπογράφος ήταν να είσαι παιδί τυπογράφου ή να παντρευτείς κόρη τυπογράφου και να πάρεις το προνόμιο προίκα. Και πάει λέγοντας. 
Για να έχεις περίπτερο έπρεπε να πάρεις άδεια ως θύμα πολέμου. Για να πάρεις φυλλάδιο και να γίνεις ναυτικός το κράτος έπρεπε να σου δώσει πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων. Το ίδιο για να πάρεις άδεια οδήγησης αυτοκινήτου. Για να βάλεις μια τάβλα και να πουλάς μικροπράγματα στον δρόμο ο δήμος έπρεπε να σου δώσει άδεια μικροπωλητή. Αλλά και για να γίνεις εκτελωνιστής χρειαζόταν άδεια. Πόρνη να ήθελες να γίνεις χρειαζόσουν άδεια. Και όταν χρειάζεσαι κάτι, πάντα θα βρίσκεται κάποιος να το προσφέρει. Παίρνοντας σε αντάλλαγμα το κατιτίς. 
Τα προηγούμενα αφορούν με τη συζήτηση που γίνεται για τα κλειστά επαγγέλματα. Τα οποία όσο υπάρχουν θα υπάρχει και ένα κράτος έτοιμο να τα εκμεταλλευτεί. Είτε δίνοντας άδειες νόμιμα, είτε παράνομα. Στη λογική τι θα γίνουν αυτοί οι άνθρωποι όταν το επάγγελμά τους γίνει ελεύθερο, η απάντηση είναι ακριβώς ό,τι γίνονται όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι που δουλεύουν σε ελεύθερα επαγγέλματα. Ζουν στον ανταγωνισμό και επιβιώνουν προσπαθώντας να κάνουν καλύτερα τη δουλειά τους από τον διπλανό τους. Στο επιχείρημα ο Ελληνας όταν βλέπει ένα μαγαζί να πηγαίνει καλά ανοίγει ένα όμοιο απέναντί του και κλείνουν και τα δύο, η απάντηση είναι «όχι». Κλείνει το ένα. Και μένει ανοιχτό το άλλο που έκανε τη δουλειά του καλύτερα. 
Οχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε όλο τον κόσμο. Ο κάθε πολίτης μπορεί να πιστεύει ότι είναι καλύτερος στη δουλειά που θέλει να κάνει από κάποιον άλλο και κανένα κράτος δεν έχει δικαίωμα να του το απαγορεύει. Αν το πιστεύουμε, το εφαρμόζουμε και στην πράξη. Διαφορετικά συνεχίζουμε στη λογική της ελληνικής σοβιετικής δημοκρατίας, όπου το κράτος αποφάσιζε ποιος έχει δικαίωμα να είναι φαρμακοποιός και ποιος βαρκάρης.
Το ζύγι
Μέχρι και τη δεκαετία του ’70 στην Ελλάδα το ψωμί πουλιόταν με το ζύγι, αλλά και σε κάθε φραντζόλα που πουλούσε ο φούρναρης έκοβε ένα μικρό κομμάτι ψωμί που το προσέθετε στην περίπτωση που η αγορανομία το έβρισκε λειψό. Το ζύγισμα, που η κυβέρνηση σκέφτεται 
να επαναφέρει, ήταν πάντα σοβαρή υπόθεση σε μια χώρα που βάσιζε τη δίαιτά της στο ψωμί.
Κάρφωμα
Στο Βυζάντιο το κράτος είχε την υποχρέωση να δίνει δωρεάν ψωμί στους φτωχούς των μεγάλων πόλεων. Αλλά και για τους υπόλοιπους υπήρχε διατίμηση με ποινές διαπόμπευσης στους αρτοποιούς που πουλούσαν ελλιποβαρές ή νοθευμένο ψωμί. Το αδίκημα παρέμεινε σοβαρό και στη διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αφού ο αρτοποιός καρφων
όταν από το αφτί στην πόρτα του μαγαζιού του.